Καπέλα Σιστίνα: Όταν ο «Ελ Γκρέκο» αψήφησε τον Μιχαήλ Άγγελο

Κρήτη
Καπέλα Σιστίνα: Όταν ο «Ελ Γκρέκο» αψήφησε τον Μιχαήλ Άγγελο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το αριστούργημα του «μαέστρου» της Αναγέννησης και η αντίδραση του Κρητικού καλλιτέχνη από την Κάντια

Το ημερολόγιο έδειχνε 1570. Ένας νέος καλλιτέχνης, ο οποίος είχε θητεύσει τρία χρόνια στη Βενετία στο εργαστήριο του “μαέστρου” Τιτσιανού έφτανε στη Ρώμη για να αναμετρηθεί με τους γίγαντες της αναγεννησιακής τέχνης. Το όνομά του ήταν Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο ζωγράφος από την Candia, το Ηράκλειο, που θα γινόταν γνωστός ως “El Greco”, καθώς δύσκολα μπορούσε κανείς να προφέρει το όνομά του και έτσι το παρατσούκλι «ο Έλληνας» ήταν πιο εύκολο και πιο λογικό ως επιλογή.

Αν και η Ρώμη δεν κατάφερε να τον κρατήσει στα έξι χρόνια που έμεινε στην Αιώνια Πόλη, άφησε αιώνια την παρακαταθήκη του τολμώντας να αμφισβητήσει την πινελιά ενός από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της Ιταλίας και του αθάνατου αριστουργήματός του. Του Μιχαήλ Αγγέλου και της Καπέλα Σιστίνα. Έξι χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού των εντυπωσιακών τοιχογραφιών στο παρεκκλήσι του Πάπα Σίξτου Δ’ και ενώ το όνομα του Μιχαήλ Αγγέλου μεσουρανούσε ακόμα, ο Θεοτοκόπουλος λέγεται ότι τόλμησε να πει στον Πάπα Πίο V ότι, αν έριχναν κάτω τις τοιχογραφίες του παρεκκλησιού, ο ίδιος θα μπορούσε να τις κάνει καλύτερες, ενώ όταν του ζητήθηκε να εκφέρει την άποψή του για τον Μιχαήλ Άγγελο, απάντησε πως τον θεωρούσε έναν καλό άνθρωπο, ο οποίος όμως δε γνώριζε να... ζωγραφίζει...!

Αν και δεν έχει τεκμηριωθεί ιστορικά η συγκεκριμένη αναφορά του Γκρέκο έχει μείνει κλασική, αποκαλύπτοντας το ταπεραμέντο του μεγάλου Κρητικού καλλιτέχνη, που διέπρεψε στην Ισπανία και κυρίως το Τολέδο για να χαθεί για ολόκληρους αιώνες και να ανακαλυφθεί ξανά τον 19ο αιώνα, κερδίζοντας μια θέση στους αιώνιους της τέχνης. Η ιστορία αυτή συνοδεύει σχεδόν κάθε αναφορά στην παγκόσμια βιβλιογραφία για το παρεκκλήσι που κοσμήθηκε με έργα μεγάλων μαέστρων της τέχνης, αλλά έχει μείνει στη συλλογική συνείδηση και την ιστορία της τέχνης κυρίως λόγω της τοιχογράφησης από τον Μιχαήλ Άγγελο της οροφής, στις απαρχές της καριέρας του, και του τοίχου του Ιερού Βήματος, με τη Δευτέρα Παρουσία, στη δύση της.

Το παρεκκλήσι των θαυμάτων

Το θρυλικό παρεκκλήσι, ένα από τα διασημότερα στον κόσμο, το οποίο επισκέπτονται καθημερινά 20.000 άνθρωποι τους θερινούς μήνες, χτίστηκε το 1483 από τον Πάπα Σίξτο Δ’, από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Στα 1505 o Πάπας Ιούλιος Β’ ή Τουλιάνο ντε λα Ρόβερε ανέθεσε στον Μιχαήλ Άγγελο να ζωγραφίσει με την τεχνική της νωπογραφίας ολόκληρη την οροφή στο παρεκκλήσι, η οποία έως τότε ήταν διακοσμημένη με τον έναστρο ουρανό.

Το έργο αποτέλεσε ένα μεγάλο στοίχημα για τον καλλιτέχνη, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποφύγει τη ζωγραφική, επιλέγοντας τη γλυπτική. Όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια, με τον Μιχαήλ Άγγελο να την... ξεγελάει ζωγραφίζοντας με τρόπο... γλυπτικό. Δημιουργώντας μορφές που λες και είναι έτοιμες να δραπετεύσουν από το χώρο όπου έχουν “φυλακιστεί” αιώνια, που στροβιλίζονται, “μιλούν”, “ζουν” σε έναν άχρονα χρόνο και κρατούν σφραγισμένα τα μυστικά τους, που απευθύνονται στους μυημένους. Η ειρωνεία της μοίρας σημάδεψε τη ζωή του Μιχαήλ Αγγέλου και την ιστορία του παρεκκλησιού. Η σχέση του με τον Πάπα ήταν αυτή μιας συνεχούς έντασης και αντιπαράθεσης, καθώς το μεγάλο όνειρο του Μιχαήλ Αγγέλου, η δημιουργία του τάφου του Ιουλίου Β’, σκόνταφτε συνεχώς στις αλλαγές σχεδίων του ποντίφικα, πότε για τον Άγιο Πέτρο και άλλοτε για την τοιχογράφηση της Καπέλα Σιστίνα.

Προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανό το όνειρό του για την υλοποίηση του μεγαλειώδους σχεδίου του τάφου του Πάπα, αναγκάζεται να δεχτεί να τοιχογραφήσει την οροφή του παρεκκλησιού. Συνειδητοποιώντας πλέον ότι ο ποντίφικας ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το φιλόδοξο σχέδιο του ταφικού μνημείου του, δίνει στις τοιχογραφίες του μορφές και σχήματα από τις εμπνεύσεις που προόριζε για τον τάφο. Έτσι εισάγει στην εικονογραφία τις θρυλικές Σίβυλλες, τους προφήτες και τα ingudi, γυμνούς νέους, που θυμίζουν περισσότερο γλυπτά παρά ζωγραφικές απεικονίσεις.

Αντιμέτωπος με τις δυσκολίες που δημιουργούσε ο χώρος, κατάφερε να δημιουργήσει αυτό που οι ίδιες οι λέξεις μοιάζουν φτωχές να περιγράψουν, καθώς οι τοιχογραφίες μιλούν απευθείας στην ψυχή. 

Η θεματολογία

Ο Πάπας ζητούσε να ζωγραφίσει ο κορυφαίος καλλιτέχνης τους 12 Αποστόλους, όμως ο 30χρονος τότε Μιχαήλ Άγγελος αρνήθηκε, θεωρώντας πολύ φτωχή μια τέτοια θεματολογία. Έτσι επέλεξε σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, πάνω στις οποίες ξεκίνησε να εργάζεται μόνος, την άνοιξη του 1508. Ζωγράφιζε όρθιος παραπονούμενος ότι σπαταλάει τον χρόνο του άδικα, με τους βοηθούς του να αρκούνται στο να φτιάχνουν τα χρώματα που έπρεπε να περαστούν γρήγορα όσο ο σοβάς ήταν ακόμη νωπός.

Τέσσερα χρόνια μετά, η οροφή ήταν έτοιμη, ένα θαύμα που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζει με τη μαγεία του, με τις 300 μορφές να δίνουν ζωή στο παρεκκλήσι. Η Καπέλα Σιστίνα εγκαινιάστηκε στις 31 Οκτωβρίου 1512, μόλις 20 χρόνια από την ανακάλυψη της Αμερικής, κατακτώντας αμέσως με τη δύναμή της τον κόσμο της τέχνης και προκαλώντας από την πρώτη στιγμή αντιδράσεις. Κυρίως λόγω των γυμνών αντρικών μορφών, που θεωρήθηκαν από πολλούς σκανδαλώδεις.

Αν και η οροφή με τις παραστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι το μόνο αριστούργημα του παρεκκλησιού, καθώς μέσα υπάρχουν έργα του Σάντρο Μποτιτσέλι, του Πιέτρο Περουτζίνο, του Πιντουρίτσιο και άλλων, εντούτοις ο μαγνήτης και η πηγή της παγκόσμιας φήμης της Καπέλα Σιστίνα είναι η πινελιές του Μιχαήλ Αγγέλου. Η “διήγηση” είναι κάτι παραπάνω από συναρπαστική, εισάγοντας με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο στον θριαμβευτικό επίλογο τόσο της εικονογραφίας του παρεκκλησιού, με την τοιχογραφία της Δευτέρας Παρουσίας στο Ιερό, όσο και της ίδιας της ζωής του Μιχαήλ Αγγέλου, καθώς εκείνο έμελλε να είναι το τελευταίο μεγάλο του αριστούργημα.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News