Τα ακραία καιρικά φαινόμενα κοστίζουν

Κόσμος
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα κοστίζουν

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το κόστος από αυτά αναμένεται για φέτος στα 1 τρισ. δολάρια

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να υποβληθούν σε τεστ αντοχής σε ακραία καιρικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφές, για να υπολογίσουν το μέγεθος της έκθεσής τους σε αυτά.

Στο ιλιγγιώδες ποσό του 1 τρισ. δολαρίων ενδέχεται να φτάσει το ετήσιο κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων μέχρι το 2050.

 Η ανησυχητική εκτίμηση ανήκει στο ΔΝΤ, που διαπιστώνει παράλληλα ότι οι αποτιμήσεις των επιχειρήσεων στις αγορές δεν έχουν ενσωματώσει τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή και προειδοποιεί τους επενδυτές ότι είναι απροετοίμαστοι.

Όπως τονίζει το Ταμείο, ο αριθμός των ακραίων καιρικών φαινομένων, ξηρασία, πυρκαγιές, πλημμύρες και καταιγίδες, έχει τετραπλασιαστεί σε σύγκριση με τα επίπεδα της δεκαετίας του 1980. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα τελευταία 20 χρόνια έχουν εκτιναχθεί σε 200 περιστατικά τον χρόνο, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Ανάλογη εκτίναξη έχει, αναπόφευκτα, σημειώσει και το κόστος αυτών των φυσικών καταστροφών. Από τα 22 δισ. δολάρια στα οποία έφτανε τη δεκαετία του 1980, σήμερα υπερβαίνει τα 120 δισ. δολάρια ετησίως, ενώ αντιπροσωπεύει σταθερά το 0,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια.

Όπως τονίζει, όμως, το Ταμείο, τα ακραία καιρικά φαινόμενα μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές σε όσες επιχειρήσεις έχουν περιουσιακά στοιχεία σε περιοχές που πλήττονται από φυσικές καταστροφές. Αυτό, ωστόσο, δεν αντανακλάται επαρκώς στις τιμές των μετοχών και στη χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών, καθώς οι επενδυτές τείνουν να υποτιμούν αυτήν την κατηγορία κινδύνων. Στη σχετική έκθεσή του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το Ταμείο επισημαίνει ότι «οι αποτιμήσεις της χρηματιστηριακής αξίας εταιρειών, όπως διαμορφώθηκαν το 2019, δεν αντανακλούν τις εκτιμήσεις για το μέγεθος των κινδύνων από φυσική καταστροφή που προβλέπουν διάφορα σενάρια για την κλιματική αλλαγή».

Η εν λόγω έκθεση προκύπτει από αναλυτική μελέτη των αγορών μετοχών σε 68 ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες και σε βάθος 50 ετών. Παράλληλα, όμως, το Ταμείο συνεκτιμά στη μελέτη του και τους διάφορους κινδύνους που μπορεί να εγκυμονεί η μετάβαση, καθώς εταιρείες, επιχειρήσεις και αγορές στρέφονται σταδιακά σε μια οικονομία χωρίς άνθρακα. Ως εκ τούτου, το Ταμείο συνιστά να γίνει υποχρεωτική η δημοσιοποίηση των κινδύνων που διατρέχουν οι επιχειρήσεις σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Εκφράζει, επίσης, την εκτίμηση ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να υποβληθούν σε τεστ αντοχής σε ακραία καιρικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφές για να υπολογίσουν το μέγεθος της έκτασής τους σε αυτά.

Καλεί, άλλωστε, τους επενδυτές «να ζητούν ένα επασφάλιστρο για τις τοποθετήσεις τους σε περιουσιακά στοιχεία εκτεθειμένα σε κινδύνους που ενδέχεται να αυξηθούν στο μέλλον εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής». Προειδοποιεί, επιπλέον, ότι «μια αιφνιδιαστική στροφή στην αντίληψη των επενδυτών για τους μελλοντικούς κινδύνους αυτού του είδους θα μπορούσε να προκαλέσει πτώση των αξιών των περιουσιακών στοιχείων και να πλήξει επενδυτικά χαρτοφυλάκια αλλά και ισολογισμούς χρηματοπιστωτικών εταιρειών».

Όπως τονίζει πάντως το ΔΝΤ, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορεί να εξωθήσουν τα πράγματα προς μια τέτοια αιφνιδιαστική εξέλιξη. Ανάμεσά τους η τάση όσων επενδύουν σε μετοχές να επικεντρώνονται στις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις. Είναι, όμως, πιθανόν να προβληματιστούν έντονα από τα πορίσματα ερευνών που από τη φύση τους είναι μακροπρόθεσμα και αφορούν την κλιματική αλλαγή. Το πρόβλημα είναι, πάντως, ότι δεν υφίσταται κανενός είδους ρυθμιστικό πλαίσιο ή τυποποιημένη μέθοδος, με την οποία να υπολογίζουν οι επιχειρήσεις τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή σε όσες χώρες είναι εκτεθειμένες.

Τα ομόλογα έχουν “πιάσει το νόημα”

Όσοι επενδύουν σε ομόλογα έχουν αρχίσει να συνεκτιμούν τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή, καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πορεία τους σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με τη διακυβερνητική επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, η θερμοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί κατά μέσον όρο 1,1 βαθμό Κελσίου σε σύγκριση με την εποχή προ Βιομηχανικής Επανάστασης. Με βάση όμως τα σημερινά επίπεδα εκπομπών καυσαερίων, θα αυξηθεί κατά 3 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, προκαλώντας φυσικές καταστροφές που θα καταστήσουν ορισμένες περιοχές ακατάλληλες για διαμονή ή για οικονομική δραστηριότητα.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News