Ένας φόρος ρύπων 30 δολαρίων ανά τόνο εκπομπών στις διεθνείς αερομεταφορές και τη ναυτιλία μπορεί να αποφέρει κέρδη 25 δισ. δολαρίων εκτιμά σε έκθεσή του το ΔΝΤ. Η θέσπιση ενός φόρου άνθρακα θα συμβάλει στην επίτευξη των παγκόσμιων κλιματολογικών στόχων σχετικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Οι ειδικοί του ΔΝΤ εκτιμούν πως μία εισφορά των 30 δολαρίων ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα από τις εκπομπές που προκαλούν τα καύσιμα των διεθνών μεταφορών, θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε ωφέλεια 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο για ένα χρόνο.
Η έκθεση επισημαίνει πως ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή κατά τη σύνοδο κορυφής των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι, η φορολόγηση του άνθρακα θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο των προσπαθειών για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Οι εκπομπές από αεροπλάνα και πλοία, οι οποίες αποτελούν περίπου το 4% του παγκόσμιου συνόλου ρύπων και εμφανίζουν σταθερά ανοδικές τάσεις, δεν αναφέρονται άμεσα στη συμφωνία του Παρισιού.
Η ρύθμιση των εκπομπών της ναυτιλίας και των αερομεταφορών επαφίεται επομένως στις διεθνείς αρχές υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, τον Διεθνή Οργανισμό Ναυτιλίας και τον Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας, αντίστοιχα.
Οι εκπομπές των αερομεταφορών έχουν υπερδιπλασιαστεί μέσα σε μόλις είκοσι χρόνια. Μόνο το 2012, οι εκπομπές από πλοία και αεροπλάνα που διέσχισαν εθνικά σύνορα άγγιξαν το ένα δισεκατομμύριο τόνους διοξειδίου του άνθρακα, ισοδύναμες με τις εκπομπές από ορυκτά καύσιμα όλης της Αφρικής για το ίδιο διάστημα.
Η έκθεση του ΔΝΤ καταλήγει ότι αναγνωρίζεται πως υπάρχουν «σημαντικές προκλήσεις» για την επιβολή μίας τέτοιας εισφοράς, καθώς και ανάγκη για διεθνή συντονισμό και ρύθμιση των διαφόρων νομικών ζητημάτων, αλλά η κατάσταση κρίνεται ως «διαχειρίσιμη».