Ανασκόπηση 2022: Η χρονιά της ακρίβειας... - Ξέφρενο “ράλι” τιμών σε καύσιμα και τρόφιμα

Κρήτη
Ανασκόπηση 2022: Η χρονιά της ακρίβειας... - Ξέφρενο “ράλι” τιμών σε καύσιμα και τρόφιμα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η αύξηση των τιμών ενέργειας ναι μεν ήταν διεθνής, αλλά στην Ελλάδα είχαν “ξεφύγει” πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη

To 2022 ήταν η χρονιά κορύφωσης της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης που είχε ξεκινήσει ήδη από το τελευταίο τρίτο του 2021. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιτάχυνε τις εξελίξεις και βάθυνε την κρίση, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν η αιτία ούτε για τον πληθωρισμό, ούτε για την ενεργειακή κρίση, αυτά ήταν φαινόμενα που είχαν εμφανιστεί έξι μήνες πριν εισβάλει ο ρωσικός στρατός στα ουκρανικά εδάφη.

Στο τέλος του 2021 ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί στο 4,5%, έχοντας σταθερά ανοδική πορεία καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Τον Ιανουάριο του 2022 έκλεισε στο 5,5%, μία ολόκληρη μονάδα πάνω, προοικονομώντας ότι το 2022 θα είναι “η χρονιά της ακρίβειας”. Ο κύριος λόγος για την εκτόξευση του πληθωρισμού σε αυτό το στάδιο (προ της ρωσικής εισβολής) ήταν η αύξηση του κόστους της ενέργειας.

Στο 35,5% ήταν ο πληθωρισμός της ενέργειας τον Ιανουάριο του 2022, όντως 10% πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο, ενώ ο γενικός πληθωρισμός ήταν οριακά χαμηλότερος από τον μ.ο. της Ε.Ε. (5,6%).

Η αύξηση των τιμών ενέργειας, δηλαδή, ναι μεν ήταν διεθνής, αλλά στην Ελλάδα είχαν “ξεφύγει” πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η αιτία για τις ραγδαίες αυξήσεις ήταν ξεκάθαρα τα κερδοσκοπικά παιχνίδια προκειμένου οι μεσάζοντες να κερδίσουν περισσότερα. Τα παιχνίδια αυτά εκμεταλλεύτηκαν και τη σπουδή της Ε.Ε. να αρχίσει να συζητά τον νέο κανονισμό για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να αναπροσαρμόσει τους στόχους για το 2030. Και παρότι αυτός ο νέος κανονισμός ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί, πολλώ δε μάλλον να εφαρμοστεί, οι κερδοσκόποι εκμεταλλεύτηκαν τις προσδοκίες και άρχισαν να ανεβάζουν τις τιμές ήδη από το φθινόπωρο του 2021.

Για τα νούμερα και τις στατιστικές που αναφέρουμε στην παρούσα ανασκόπηση, λάβαμε πολύτιμη βοήθεια από το energypress.gr και το άρθρο “Η ενεργειακή κρίση στην Ελλάδα”.

Στα ύψη τα καύσιμα - Φυσικό αέριο και πετρέλαιο

Η ενεργειακή αυτή κρίση δεν πρωτοτυπεί σε σχέση με τις προηγούμενες ενεργειακές κρίσεις, καθώς αφορά καταρχάς τα δύο συνήθη κύρια ενεργειακά αγαθά: το αργό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Σε αντίθεση, όμως, λ.χ. με την τεράστια ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970, σήμερα η κρίση αφορά πρωτίστως το φυσικό αέριο και λιγότερο το πετρέλαιο. Η κρίση είναι τεχνητή, δηλαδή δεν υπήρξε μεταβολή της παραγωγής για λόγους ανωτέρας βίας, και η έναρξη της κρίσης προηγήθηκε των διαταραχών στην αλυσίδα της τροφοδοσίας κατά αρκετούς μήνες, οπότε τα αίτια ήταν πρωτίστως οικονομικά (κερδοσκοπία) με μία... δόση περιβαλλοντικών λόγων.

Τα αγαθά αυτά αποτελούν τις δύο από τις τρεις κύριες πηγές ενέργειας - η άλλη είναι ο άνθρακας - με από κοινού μερίδιο στην παγκόσμια χρήση ενέργειας που ξεπερνά το 54% και οι μεταβολές στις τιμές τους επηρεάζουν είτε τις τιμές των υπόλοιπων ενεργειακών αγαθών είτε το κόστος χρήσης τους.

Το πετρέλαιο, περιέργως, “άνοιξε τον χορό”, αφού το ανοδικό “ράλι” των τιμών του ξεκίνησε αμέσως μετά το πέρας της “εκρηκτικής φάσης” της πανδημίας και μέχρι τον Ιούνιο του 2022 είχε φτάσει μέσο μηνιαίο ρυθμό αύξησης σχεδόν 5%, με τις τιμές ανά βαρέλι να φτάνουν ακόμη και τα 115 δολάρια. Οι αιτήσεις των χωρών-καταναλωτών προς τις χώρες-παραγωγούς να αυξήσουν την ημερήσια παραγωγή, ώστε να μειωθεί η πίεση και να πέσουν οι τιμές, έπεσαν στο κενό, αφού μόνο μια “συμβολική” αύξηση της παραγωγής επετεύχθη και αυτή... ανατράπηκε το περασμένη φθινόπωρο, όταν ο ΟΠΕΚ αποφάσισε μείωση της ημερήσιας παραγωγής για να προστατεύσει τα κέρδη των μελών του. Οι τιμές αποκλιμακώθηκαν, τελικά, μετά τον Σεπτέμβριο, ως αποτέλεσμα της μειωμένης ζήτησης ένεκα των lockdowns στην Κίνα, αλλά τον Δεκέμβρη άρχισαν να “τσιμπάνε” πάλι προς τα πάνω. Να σημειώσουμε ότι πριν λίγες μέρες η τιμή ήταν 84 δολάρια/βαρέλι, ενώ ο μ.ο. της προηγούμενης πενταετίας ήταν λίγο πάνω από 52 δολάρια/βαρέλι.

Στο μέτωπο του φυσικού αερίου, οι κερδοσκόποι κυριολεκτικά έκαναν... πάρτι. Ξεκινώντας από τον Μάρτιο του 2021 άρχισαν να “σπρώχνουν” την τιμή προς τα πάνω, με αποτέλεσμα μετά από ενάμιση χρόνο να “πικάρει” σε τιμή πάνω από τα 250 ευρώ/MWh, ενώ ο μέσος όρος της τελευταίας πενταετίας ήταν μόλις... 17.25 ευρώ/MWh!

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και οι επιμέρους κυβερνήσεις ήταν απολύτως αποφασισμένες να μην παρέμβουν στην “ελεύθερη αγορά”, παρότι ήταν απολύτως προφανές ότι η αγορά χειραγωγούνταν χυδαία από τους κερδοσκόπους, οπότε η κατάσταση “ξέφυγε” και τα νοικοκυριά κλήθηκαν να καταβάλουν τρομακτικούς λογαριασμούς ρεύματος, αφού το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης του φυσικού αερίου στην Ε.Ε. χρησιμοποιείται στην παραγωγή ρεύματος.

Φυσικά η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ακολούθησε σαφώς τις τάσεις στην αγορά του αερίου, με λιγότερο βίαιες μεταβολές, εξαιτίας της συμμετοχής και άλλων πηγών ενέργειας στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής. Είχαμε, δηλαδή, τις ίδιες δύο περιόδους δριμύτατων αυξήσεων στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες είχαν ως τελικό αποτέλεσμα τον υπερ-επταπλασιασμό της τιμής της σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα (μ.ό. πενταετίας: 55,6 ευρώ/MWh). Η τελευταία διαθέσιμη μέση μηνιαία τιμή, αυτή του Σεπτεμβρίου, ήταν στα 448,1 ευρώ/MWh, ήτοι 7,1 φορές πολλαπλάσιο της μέσης τιμής προ πανδημίας.

Επιδοτήσεις: Τα μέτρα κατά της ενεργειακής κρίσης

Η κυβέρνηση αποφάσισε να απορροφήσει ένα μέρος αυτών των αυξήσεων, δειλά-δειλά στην αρχή και πιο αποφασιστικά στη συνέχεια, επιδοτώντας κυρίως την ηλεκτρική ενέργεια και δευτερευόντως το φυσικό αέριο και τα πετρελαιοειδή. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, όμως, παραμένουν αποδέκτες του υπόλοιπου μέρους των αυξήσεων, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις είναι αρκετά μεγάλο, όπως παραμένουν αντιμέτωποι και με τις αυξήσεις του κόστους σε όλα τα υπόλοιπα - μη ενεργειακά - αγαθά και υπηρεσίες κατά το τμήμα των αυξήσεων αυτών που οφείλεται στην ίδια την ενεργειακή κρίση. Διότι η ενεργειακή κρίση μετατράπηκε σε πληθωριστική και, για λόγους που είναι απλό να εξηγηθούν, όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες έχουν αυξηθεί ραγδαία και συνεχίζουν να αυξάνονται, συνεπεία των αυξημένων τιμών της ενέργειας. Η “νόσος” του υψηλού ενεργειακού κόστους μεταδίδεται σταδιακά και πολλαπλασιαζόμενη σε όλους τους παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και οδηγεί τελικά σε γενική αύξηση του κόστους και των τιμών (πληθωρισμός κόστους), με ταυτόχρονη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και άρα μείωση της ζήτησής της, του μισθού ισορροπίας και της απασχόλησης, που αναμφίβολα θα επιφέρουν από κοινού μείωση της συνολικής προσφοράς και συνολικής ζήτησης και του ΑΕΠ.

Παράλληλα έχουμε και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ρίχνουν “λάδι στη φωτιά”. Παρότι ο πληθωρισμός δεν είναι “πληθωρισμός ζήτησης”, δηλαδή δεν προκαλείται από την αφθονία χρήματος στην αγορά, που συνεπάγεται αυξημένη ζήτηση αγαθών, άρα και εκτίναξη των τιμών τους, αλλά πληθωρισμός κόστους, που αντίθετα προκαλεί μείωση της ζήτησης, η ΕΚΤ αποφάσισε, ακολουθώντας την αμερικανική Fed, ότι ο ιδανικός τρόπος αντιμετώπισης είναι η αύξηση των επιτοκίων, που θα προκαλέσει μείωση της “ζήτησης χρήματος”, που με τη σειρά της θα προκαλέσει μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και μείωση του πληθωρισμού. Ευτυχώς φαίνεται ότι τις αρχικές σκέψεις για διαδοχικές “αιχμηρές” αυξήσεις των επιτοκίων αντικατέστησαν πιο ψύχραιμες φωνές, που επισήμαναν ακριβώς αυτό που επισημάναμε και εμείς παραπάνω, ότι δεν πρόκειται για πληθωρισμό ζήτησης, άρα η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων θα είναι δυσανάλογα μικρή στη μείωση του πληθωρισμού, σε σχέση με το κόστος στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας (που μοιραία θα προκαλέσει ύφεση και πραγματικά προβλέπεται ύφεση για την Ευρωζώνη συνολικά).

Η κυβέρνηση στάθηκε αρκετά “γενναιόδωρη” ως προς την επιδότηση της τιμής του ρεύματος, αν και χρειάστηκε να περάσουν πολλοί μήνες ραγδαίας ανόδου για να αποφασίσει να επέμβει δραστικά, κάτι που έγινε μόλις την περασμένη άνοιξη. Πρόκειται ουσιαστικά για επιδότηση των εταιρειών ενέργειας, όχι για παρέμβαση για μείωση των τιμών - τα χρήματα που θα έπαιρναν από τους καταναλωτές οι εταιρείες τα παίρνουν από την κυβέρνηση. Δηλαδή, αφού πρόκειται για φορολογικά έσοδα, πάλι... από τους καταναλωτές!

Ο φαύλος αυτός κύκλος το μόνο που εξασφαλίζει είναι τα υπερκέρδη των παρόχων ενέργειας, αφού δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα στη ρίζα του. Βεβαίως οι τιμές του αερίου παρουσίασαν κάποια αποκλιμάκωση, αλλά παραμένουν πολλαπλάσιες αυτών που ήταν πριν ξεκινήσει η κρίση, άρα και το ρεύμα παραμένει πανάκριβο.

Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την ήδη δυσχερή θέση των ελληνικών νοικοκυριών, όσον αφορά στην κάλυψη των ενεργειακών τους απαιτήσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, περισσότερα από 1 στα 6 νοικοκυριά αδυνατούσαν να διατηρήσουν την οικία τους σε επαρκή θέρμανση το 2021 και περισσότερα από 1 στα 4 νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας κατά το ίδιο έτος. Τα ποσοστά αυτά, που είναι σημαντικά χειρότερα από το τι συμβαίνει στον μέσο όρο της Ε.Ε., παρουσιάζουν μεν μια στασιμότητα σε σύγκριση με το 2020, αλλά αναμένεται να επιδεινωθούν σημαντικά το 2022.

Τι θα γίνει το 2023 - Πώς αντιμετωπίζεται η κρίση

Από τα παραπάνω στοιχεία συνάγεται εμμέσως και η απαιτούμενη αντιμετώπιση που θα πρέπει να έχει η ενεργειακή κρίση. Ασφαλώς, η κοινωνική συνοχή απαιτεί τα νοικοκυριά να λάβουν μια προστασία από τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, με προτεραιότητα στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και στο τμήμα των αναγκών όλων των νοικοκυριών που είναι πιο ανελαστικές. Σε αυτές περιλαμβάνονται ανάγκες που σχετίζονται με τη διαβίωση, όπως είναι η θέρμανση, αλλά και με τον βιοπορισμό, όπως είναι η στοιχειώδης μετακίνηση από και προς την εργασία (ιδιαίτερα σε περιοχές της επαρχίας, όπου οι αποστάσεις είναι μεγαλύτερες και η κάλυψη από τα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι πολύ περιορισμένη). Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ληφθεί σημαντικά - σε όρους κόστους - μέτρα από την ελληνική κυβέρνηση, τα οποία όμως δεν είναι επαρκώς εστιασμένα, κάποια μάλιστα δεν έχουν ξεκάθαρο πλαίσιο και στόχευση και είναι μάλλον αποσπασματικά με πολλές ασυνέχειες.

Το μείζον, όμως, ζήτημα είναι ότι η προτεραιότητα που δόθηκε στην προστασία των νοικοκυριών ειδικά από τις αυξήσεις των τιμών στα “τελικά” ενεργειακά αγαθά αγνοεί παντελώς τις επιπτώσεις που έχει η ενεργειακή κρίση στις τιμές όλων των υπόλοιπων τελικών αγαθών, αλλά και τις επιπτώσεις στην οικονομία. Όσο και να προστατεύονται οι “τελικές” χρήσεις των ενεργειακών αγαθών, αν δεν προστατεύονται επαρκώς και οι επιχειρήσεις από τις ενδιάμεσες χρήσεις της ενέργειας, το όφελος για τα νοικοκυριά είναι μάλλον περιορισμένο. Το αυξημένο ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων αφενός μετακυλίεται τελικά στα υπόλοιπα αγαθά που καταναλώνουν τα νοικοκυριά και αφετέρου συνεπάγεται μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και της δυνατότητας κερδοφορίας των επιχειρήσεων, που δεν μπορεί να μην επιδράσει αρνητικά στον πραγματικό μισθό και την απασχόληση των νοικοκυριών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουν δοθεί μεγάλα ποσά στην Ελλάδα για τον περιορισμό των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης στην οικονομία, με σημαντικό μέρος των δημόσιων αυτών πόρων να προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις του Bruegel, η χώρα μας είναι η πρώτη χώρα στην Ε.Ε. ως προς το συνολικό ύψος της δημόσιας βοήθειας σε όρους ΑΕΠ, με ποσοστό 3,7% (6,8 δισ. ευρώ). Έχει, όμως, ασκηθεί έντονη κριτική ως προς την κατανομή, την προτεραιοποίηση και την αποδοτικότητα αυτών των έκτακτων δαπανών.

Καθώς η Ε.Ε. αδυνατεί να βρει κοινή λύση στο θέμα λ.χ. του ορισμού πλαφόν τιμής στο φυσικό αέριο, φαίνεται ότι η κρίση θα διαιωνιστεί και το 2023. Ανεξαρτήτως από το πόσο επιτυχημένα θα είναι τα λοιπά μέτρα αντιμετώπισης του πληθωρισμού, οι τάσεις αύξησης των τιμών θα επιμένουν όσο η ενέργεια παραμένει ακριβή.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News