Πέννυ, η δασκάλα των Ρομά

Ελλάδα
Πέννυ, η δασκάλα των Ρομά

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πως είναι ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης παιδιών Ρομά στη Λάρισα;

Η πρώτη εικόνα, αν θες να το φανταστείς λιγάκι σαν ταινία, είναι αυτή της Πέννυς στην αυλή με τα παιδιά. Παρεμβάλλονται κάτι μπλε κάγκελα, μέσα από τα οποία διακρίνεται το πολύχρωμο φλοράλ πουκάμισό της, το χαμόγελό της, οι ζωηρές κινήσεις των μαθητών και ο πρωινός αγώνας τους, ο ποδοσφαιρικός. Από δίπλα, η Πέννυ δίνει τον δικό της αγώνα. Όμως, αν δεν σ’ το πει κανείς, δεν το καταλαβαίνεις. Όχι επειδή προσποιείται, αλλά επειδή, όπως θα πει αρκετές φορές πάνω στην κουβέντα, «γουστάρει».

Βρισκόμαστε στο 11ο Δημοτικό Σχολείο της Λάρισας, στην περιοχή της Νέας Σμύρνης, εκεί όπου η 26χρονη εκπαιδευτικός Πέννυ Δημακοπούλου παρέχει καθημερινή απασχόληση σε παιδιά Ρομά του γειτονικού οικισμού. H ιστορία της είναι συγκινητική και ενθαρρυντική. Όχι ως μάθημα ανθρωπιάς. Όχι ως έμπρακτη συνεισφορά για την εξάλειψη του ρατσισμού και άλλα τέτοια μεγαλεπήβολα. Είναι ενθαρρυντική γιατί της αρέσει αυτό που κάνει. Tο έχει επιλέξει και το απολαμβάνει. Την περίοδο που συναντιόμαστε, μέσα Ιουλίου, η μεγάλη πλειονότητα των δασκάλων είναι σε διακοπές. Η Πέννυ θα συνεχίσει με το πρόγραμμα έως τα τέλη του μήνα, εκεί που τη χρειάζονται. Δύο μέρες μετά τη συνάντησή μας, ανεβάζει στο Instagram μια φωτογραφία όπου παίζει ρακέτες χαρούμενη στην αυλή. «Γιατί οι παραλίες είναι mainstream», γράφει στη λεζάντα.

Λίγα επεξηγηματικά: Το πρόγραμμα με τον μακροσκελή τίτλο «Υποστηρικτικές παρεμβάσεις σε κοινότητες Ρομά για την ενίσχυση της πρόσβασης και τη μείωση της εγκατάλειψης της εκπαίδευσης από παιδιά και εφήβους» χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Τρέχει σε όλη την Ελλάδα και υπεύθυνο σε κάθε Περιφέρεια είναι το πλησιέστερο πανεπιστήμιο. Στην αυλή του σχολείου συναντάμε τον υπεύθυνο κοινωνικό λειτουργό, Χρήστο Λαμπρογιώργο. «Βασικός μας στόχος είναι να φέρουμε τα παιδιά στο σχολείο», τονίζει. «Παράλληλα, παρέχουμε ψυχολογική υποστήριξη, πραγματοποιούμε δράσεις, βλέπουμε τις οικογένειες». Καθώς μιλάει, στα πόδια του έρχεται η μπάλα των παιδιών και τους τη στέλνει πίσω.

Συνήθως το μάθημα γίνεται απόγευμα, όμως τον Ιούλιο το σχολείο είναι κλειστό για καλοκαίρι, και έτσι οι άνθρωποι του προγράμματος εκμεταλλεύονται τη διαθέσιμη αίθουσα το πρωί. Γύρω στις δέκα, τα παιδιά μπαίνουν στην τάξη. Τα αναλαμβάνει η Πέννυ και η συνάδελφός της, η Αλεξάνδρα, μια ήρεμη κοπέλα με πράσινα μάτια.

Ο κ. Λαμπρογιώργος μάς μιλάει για το πλαίσιο, τις νοοτροπίες, τα προβλήματα, αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι αυτό που συμβαίνει μπροστά μας. Η ζωντανή δράση. Στα θρανία προσγειώνονται μαρκαδόροι, λευκές κόλλες με σχέδια, πολύχρωμα παζλ, σφηνοτουβλάκια, εκπαιδευτικές κάρτες και ένα επιτραπέζιο που λέγεται Συλλαβές. Η Πέννυ δεν κάθεται στην έδρα ούτε δευτερόλεπτο. Με το κινητό στη μια πίσω τσέπη και μια αρμαθιά κλειδιά στην άλλη, κινείται ανάμεσα στα παιδιά, τα καθοδηγεί, τα ησυχάζει και τα ενθαρρύνει. «Υπάρχουν τεράστιες διαφορές», θα πει αργότερα. «Έχουμε όλες τις ηλικίες του δημοτικού σε μία τάξη. Επίσης, μπορεί ένα παιδί 12 ετών να διαθέτει γνώσεις Α΄ Δημοτικού. Κάνουμε λοιπόν λίγο Γλώσσα, λίγο Μαθηματικά, όμως υπάρχουν και παιδιά που δεν έχουν πιάσει ποτέ τους μολύβι. Το θέμα δεν είναι να βγάλεις μια συγκεκριμένη ύλη, αλλά να τους πας όλους ένα βήμα μπροστά, να τους δώσεις αυτό που χρειάζονται».

Στο διάλειμμα, έξω στην αυλή, τα παιδιά ζωγραφίζουν το δάπεδο με κιμωλίες. Η Πέννυ τούς βγάζει γκοφρετάκια και κρουασάν. «Τους τα είχα τάξει για να έχουν ένα λόγο παραπάνω να έρθουν, μιας και περιμέναμε κι εσάς. Συνήθως φέρνουν κι αυτά φαγητό. Το κλασικό τους πρωινό είναι Coca-Cola με πατατάκια!». Ο οκτάχρονος Βαγγέλης προσφέρει και σ’ εμάς κρουασάν, μέσα από το σακουλάκι. «Θέλετε;» ρωτάει τεντώνοντας το χέρι ντροπαλά. Είναι πιο γλυκός κι από τα κρουασάν του. Όταν μπαίνουν πάλι στην αίθουσα για τη δεύτερη ώρα, τα παιδιά έχουν περισσότερη ενέργεια. Επικρατεί οχλαγωγία. Ένα κοριτσάκι βάφει τα χείλη του με μαρκαδόρο, ένα αγοράκι μένει γυμνό από τη μέση και πάνω και ένα άλλο ουρλιάζει. Ουρλιάζει παρατεταμένα. Αντί να του κάνει παρατήρηση, η Πέννυ κλείνει τα μάτια, τα κρατάει για αρκετή ώρα κλειστά και παίρνει βαθιά ανάσα.

Ώρα για διάλειμμα: Ζωγραφική με κιμωλίες στην αυλή.

«Που πάτε, Κύριε;»

Παρότι όλοι οι μαθητές αξίζουν ίση προσοχή, όποιος ενήλικος έχει βρεθεί σε τάξη ξέρει ότι είναι πολύ πιθανό να «κολλήσει» με ένα συγκεκριμένο παιδί. Μου συνέβη κι εμένα με τη Γεωργία, ένα κοριτσάκι επτά ετών. Φοβερή ενέργεια, έξυπνα μάτια, άνεση στον φακό. «H Γεωργία; Η Γεωργία είναι σταρ!» μου λέει ο γενικός υπεύθυνος του προγράμματος, Χρήστος Γκόβαρης. «Κι όμως, αν μάθεις την ιστορία της, θα σοκαριστείς. Τα παιδιά είναι παραμελημένα. Αυτή είναι η αλήθεια. Ο μόνος χώρος στον οποίο μπαίνουν σε ένα πλαίσιο είναι το σχολείο. Σκέψου ότι κάθε μέρα η Γεωργία έρχεται μόνη της και περιμένει απέξω μέχρι να ανοίξει η πόρτα». «Όταν μας πρωτοήρθε, δεν ήξερε να κρατήσει έναν μαρκαδόρο!» μου ψιθυρίζει η Πέννυ. «Αγρίμι! Ουσιαστικά εδώ μέσα έμαθε να συμπεριφέρεται, να ακούει, κ.λπ. Τη βλέπεις όμως πόσο έξυπνη είναι και τι λόγο έχει… Δηλαδή λες “γιατί αυτό το παιδί να χαραμιστεί;”». Η Γεωργία χρωματίζει έναν ιπποπόταμο και παράλληλα ρίχνει κλεφτές ματιές. Ξέρει ότι μιλάμε γι’ αυτήν. Όταν κάποια στιγμή πάω να βγω από την αίθουσα, μου φωνάζει: «Πού πάτε, κύριε;».

Στον οικισμό της Νέας Σμύρνης, που ουσιαστικά ξεκινάει μπροστά από την πύλη του σχολείου, κατοικούν περίπου 3.000 Ρομά. Οι περισσότεροι είναι δημότες. Ο κ. Λαμπρογιώργος μάς κάνει μια σύντομη ξενάγηση στη γειτονιά. Είναι πρωί ακόμη, και έτσι κυριαρχεί μια ήρεμη ραθυμία. «Ενώ με βλέπουν κάθε μέρα, κάποιοι με κοιτούν λες και είμαι αστυνόμος», σχολιάζει μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Χαζεύουμε τα χαμηλά σπίτια, τα παρκαρισμένα αγροτικά, τα μικρομάγαζα. Στρίβοντας αριστερά, για να κάνουμε τον κύκλο και να επιστρέψουμε στο σχολείο, πέφτουμε σε ένα αγοράκι που ποτίζει. «Συγγνώμη που δεν ήρθα σήμερα, κύριε», λέει ντροπαλά. «Θα έρθω τη Δευτέρα». «Δεν φταίνε, συνεχώς έχουν γάμους και γλέντια», θα μας εξηγήσει η Πέννυ αργότερα. «Τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς, που μπορεί να είναι 20 χρονών, πολλές φορές κοιμούνται στις τέσσερις το πρωί. Ποιος θα ενδιαφερθεί να ξυπνήσει το παιδί και να το φέρει στο σχολείο; Εκεί λοιπόν πάμε εμείς. Δεν συμβαίνει με όλα τα παιδιά, δεν είναι ο κανόνας, αλλά συμβαίνει».

Φυσικά, χρειάζεται ελαστικότητα και κατανόηση. «Αν το μαλώσεις, δεν θα ξανάρθει», τονίζει ο κ. Γκόβαρης. «Ξέρεις, σημείο αναφοράς δεν είναι το σχολείο, είναι ο δάσκαλος. Αν ο δάσκαλος δώσει στο παιδί αξία και αναγνώριση, αν του μιλήσει γλυκά, το έχει κερδίσει. Το βλέπουμε συνέχεια. Αυτό πιθανόν είναι μια ένδειξη ότι τα παιδιά, κάποια παιδιά έστω, δεν δέχονται την απαιτούμενη αφοσίωση από το οικογενειακό τους περιβάλλον».

«Δεν ήταν όνειρό μου να γίνω δασκάλα», λέει η Πέννυ. «Όμως, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, οι οποίες συνδέονταν με το ανθρωπιστικό κομμάτι, κατάλαβα ότι μου ταιριάζει».

Όλοι μαζί μπορούμε;

Μπορεί ένα παιδί Ρομά, που ενδεχομένως δεν γνωρίζει από κανόνες, όρια και μονιμότητα, να φοιτήσει σε ένα τυπικό σχολείο; «Γιατί να μην μπορεί;» με ρωτάει η Πέννυ, κάπως επιθετικά. «Τα παιδιά δεν έχουν κανένα θέμα. Συνεχώς εστιάζουμε στο τι λείπει από αυτά. Θα έπρεπε να εστιάζουμε στο τι λείπει από το σχολείο, ώστε να είναι έτοιμο να τα δεχτεί». Γεγονός πάντως είναι ότι οι μαθητές της ζουν μια ζωή κάπως διαφορετική από τη δική μας. Ούτε ανώτερη, ούτε κατώτερη, αλλά κάπως διαφορετική. Το καταλαβαίνω όταν μου λέει, για παράδειγμα, ότι τον Σεπτέμβρη που θα δημοσιευτεί το θέμα μας πολλά παιδιά δεν θα βρίσκονται καν στην ίδια πόλη. Ψάχνοντας διάφορα στο Google, πέφτω σε μια σχετική μελέτη της Ελένης Σκούρτου, καθηγήτριας από τη Ρόδο, που έχει ασχοληθεί επί μακρόν με την εκπαίδευση δίγλωσσων μαθητών, επιδεικνύοντας και πλούσιο συγγραφικό έργο.

«Eρχόμενα τα παιδιά Ρομά στο σχολείο», συμπεραίνει σε ένα σημείο του κειμένου της, «εκ των πραγμάτων μετακινούνται από την κοινοτική ζωή σε έναν θεσμό διαμορφωμένο από την κυρίαρχη κοινωνία. Όμως, το σχολείο δεν είναι ένας άκαμπτος οργανισμός που ζητά προσαρμογή από τους μαθητές, χωρίς να προσαρμόζεται το ίδιο σε νέες καταστάσεις ή/και προκλήσεις». Εδώ λοιπόν υπάρχει ένα λεπτό σημείο.

Υποτίθεται πως το ιδανικό γι’ αυτά τα παιδιά θα ήταν να έχουν μια μέρα κανονική φοίτηση, «όπως όλα τα άλλα». Στην πραγματικότητα, χρειάζονται κάτι παραπάνω: Mια εκπαίδευση που θα λαμβάνει υπόψη τις συνήθειες, τον τρόπο ζωής, το γεγονός ότι είναι δίγλωσσα (μιλάνε ελληνικά και ρομανί), τις ανάγκες τους. Ένα απλό παράδειγμα: Οι περισσότερες οικογένειες του οικισμού Νέας Σμύρνης δεν διαθέτουν λάπτοπ ή τάμπλετ.

Την περίοδο του λοκντάουν, οι υπεύθυνοι του προγράμματος έπρεπε να βρουν μια λύση για την τηλεκπαίδευση. Και βρήκαν. «Φτιάξαμε πακέτα με εκπαιδευτικό υλικό και προτεινόμενες δραστηριότητες», λέει ο κ. Γκόβαρης. «Ό,τι χρειάζεται ένα παιδί για να γράψει και να ζωγραφίσει. Η Πέννυ, μαζί με άλλες συναδέλφους, έκλειναν ραντεβού με τους γονείς στο Κέντρο Κοινότητας και τους παρέδιδαν τα πακέτα μαζί με συγκεκριμένες οδηγίες».

Στις δώδεκα το μάθημα τελειώνει. Η Πέννυ βγαίνει από την αίθουσα μαζί με τα παιδιά. Κάποια την ακολουθούν, άλλα προπορεύονται. Ένα από αυτά το σηκώνει η ίδια στο μπράτσο της, πηγαίνοντάς το προς την αυλή, σαν να είναι μαμά του. Η συγκεκριμένη σκηνή θα χαραχτεί στο μυαλό μου λαμβάνοντας μεγάλες διαστάσεις, κάπως σαν η Πέννυ να έγινε εκείνη τη στιγμή η προσωποποίηση μιας υπέρβασης ή, για να το εκφράσω λιγότερο βαρύγδουπα, κάπως σαν να μας είπε με τον τρόπο της «δώστε κάτι παραπάνω από αυτό που σας ζητάνε». Συνοδεύουμε κάποια παιδάκια μέχρι το σπίτι τους. «Από εδώ μην πάτε, έχει κορωνοϊό», προειδοποιεί η μικρή Γεωργία, δείχνοντας προς ένα στενάκι. Όταν φτάνουμε σπίτι της, τη χαιρετάω επίτηδες με ένα απλό «γεια», για να δω την αντίδρασή της. Πάει να μπει, αλλά μας κοιτάει. Το σκέφτεται. Ύστερα κάνει μεταβολή, τρέχει προς το μέρος μου και με αγκαλιάζει.

Πέννυ, η δασκάλα των Ρομά-4

Η Αλεξάνδρα και η Πέννυ συνοδεύουν τα παιδιά μέχρι το σπίτι, μετά το τέλος του μαθήματος.

Μετά το σχολείο

Κοντεύει μεσημέρι. Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Το βασικό μέρος του ρεπορτάζ έχει τελειώσει, αλλά θέλω να γνωρίσω καλύτερα την Πέννυ. Καθώς περπατάμε προς το κέντρο της Λάρισας, μαθαίνω ότι έχει τρεις γάτες στο σπίτι και ότι είναι χορτοφάγος. Της αρέσουν τα τραγούδια του Pan Pan, τα χαλαρά μαγαζιά και οι παλιές ελληνικές σειρές. Τη ρωτάω πώς έμαθε για το πρόγραμμα. «Τυχαία! Μου το προώθησε μια φίλη. Πέρασα από συνέντευξη και με πήραν. Ως φοιτήτρια, είχα δουλέψει εθελοντικά με προσφυγόπουλα, αλλά είναι καλύτερο να υπάρχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο». Άραγε υπήρξαν αντιδράσεις στην παρουσία παιδιών Ρομά στο σχολείο;

«Ναι, αλλά όχι από γονείς», μου κάνει, χωρίς να θέλει να επεκταθεί. «Γενικώς, όλοι δηλώνουν θετικοί, αλλά εκφράζουν την αντίθεσή τους έμμεσα, υπόγεια. Μην ξεχνάς ότι είναι παράνομο να μη δέχεσαι ένα παιδί στο σχολείο. Αρκετοί είναι επίσης οι συνάδελφοι που θέλουν να συνεισφέρουν, μέχρι που μαθαίνουν τις λεπτομέρειες. Όταν τους λέω με τι ασχολούμαι, μου λένε “έλα, ρε, πολύ ωραία φάση, θέλω να το κάνω κι εγώ”. Μόλις τους εξηγώ ότι πρέπει να μπουν στις ζωές των παιδιών, να τα ψάξουν στο σπίτι τους αν χρειαστεί, να ανακατευτούν στη ζωή τους, αποθαρρύνονται. Τους φοβίζει, νομίζω. “Θα τρέχω εγώ στον οικισμό να κυνηγάω παιδάκια; Mε τίποτα!”». Αντικειμενικά, η περασμένη σεζόν ήταν η πιο κουραστική στη μέχρι τώρα ζωή της. «Τα πρωινά ήμουν στο ΔΑΔ, το 1ο Ειδικό Σχολείο Λάρισας.

Γυρνούσα στο σπίτι για δύο ώρες, έτρωγα, έπαιρνα μια ανάσα και μετά ξαναέφευγα για το πρόγραμμα. Αργά το απόγευμα πήγαινα γυμναστήριο και το βράδυ προετοίμαζα το υλικό για την επόμενη μέρα». Τη ρωτάω αν έρχονται μέρες που βαριέται να πάει σχολείο. «Όχι», μου λέει. «Στον κλάδο μας, όπως ξέρεις, παίζει αρκετή γκρίνια, υπάρχουν συνάδελφοι μεγαλύτερης ηλικίας που μετράνε αντίστροφα για τη σύνταξη. Εγώ την ευχαριστιέμαι τη δουλειά, τη χαίρομαι. Προχθές έβαλα στα παιδιά τραγούδια και χορεύαμε».

Σε διάφορες φάσεις της κουβέντας, ασυνείδητα ίσως, επιχειρώ να εκμαιεύσω από την Πέννυ μια πιασάρικη, συγκινητική ατάκα που θα τυπωθεί με μεγάλα γράμματα. Δεν μου τη δίνει. «Εμένα δεν μου φαίνεται ταλαιπωρία αυτό που κάνω και να σου πω την αλήθεια το γουστάρω κιόλας», μου λέει. «Δεν ξέρω τώρα τι περιμένεις να ακούσεις… Προσωπικά πλέον δεν βλέπω καν την ταμπέλα “Ρομά”. Βλέπω κάποια παιδάκια όπως όλα τα άλλα. Αυτό που παρατηρώ είναι ότι, ενώ τους λείπουν πράγματα, είναι πάρα πολύ ανοιχτά στο να μοιραστούν. Ξέρουν πώς είναι να μην έχεις, γι’ αυτό, όταν έχουν, δίνουν». Σίγουρα η δουλειά της έχει και δυσκολίες.

Μου μιλάει για εκείνη τη μέρα που ένα παιδί μπήκε στην τάξη κρατώντας μια μεγάλη κατσαρίδα. «Υπάρχουν παιδιά που φτύνουν, που δεν έχουν μάθει να κάθονται σε καρέκλα, που δεν ξέρουν τι πάει να πει κανόνας. Θέλω να πω, καλό το θεωρητικό πλαίσιο, το παιδαγωγικό, αλλά όλα αυτά πάνε περίπατο μέσα στην αίθουσα και πολλές φορές η δουλειά σου δεν είναι η μόρφωσή τους αλλά το να τα βάλεις σε τάξη». Κάθε μέρα ακούει ιστορίες. Αστείες, άβολες, συγκινητικές. «Είχα ρωτήσει ένα παιδί τι θα φάει το βράδυ και μου απάντησε “τίποτα, δεν έχουμε, περιμένουμε να πληρωθεί η μαμά”. Αυτά πρέπει να τα ακούς με ψυχραιμία. Δεν χρειάζεται το παιδί να νιώσει κάπως. Τι άλλο να σου πω; Βασικά, κάθε μέρα συμβαίνει κάτι καινούργιο. Ας πούμε, πριν από λίγο καιρό, ένα αγοράκι μού έκανε δώρο μια τσάντα. Οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν ότι την είχε βρει στα σκουπίδια. “Mα την καθάρισα!” φώναζε εκείνος. “Την καθάρισα!”. Ήταν πολύ γλυκό, ήθελε να μου προσφέρει κάτι, με όποιον τρόπο μπορούσε…»

Λίγο πριν αποχαιρετιστούμε, η Πέννυ μάς εκμυστηρεύεται ότι της έκανε εντύπωση το γεγονός ότι την εμπιστευτήκαμε χωρίς να την ξέρουμε. Ύστερα, μας παίρνει αγκαλιά, όπως λίγο νωρίτερα η μαθήτριά της. «Μπορείς να γράψεις ότι έχω μια ευαισθησία στους αδύναμους», μου λέει λίγες μέρες μετά στο τηλέφωνο. «Το λέω επειδή με ρώτησες γιατί κάνω αυτή τη δουλειά. Αγαπάω τα παιδιά, γιατί νιώθω ότι χρειάζονται τη φροντίδα σου, να γίνεις εσύ η φωνή τους όταν δεν μπορούν να εκφραστούν, να τα υπερασπιστείς, να είσαι εκεί».

Τις επόμενες μέρες, καθώς σκέφτομαι αυτά που άκουσα και είδα, μια εικόνα επιστρέφει κάθε τόσο στο μυαλό μου. Εκεί στο μεζεδοπωλείο, μετά το γεύμα, η Πέννυ άφησε το σώμα της να γλιστρήσει, σχεδόν ξάπλωσε στην καρέκλα, αποζητώντας ίσως ένα διάλειμμα από τη συζήτηση. Μια κοπέλα που λίγες ώρες πριν επιβαλλόταν σε δεκαοκτώ ζωηρά παιδιά, μετά έδινε συνέντευξη και μετά μιλούσε για τα προσωπικά της, απολάμβανε τώρα την ησυχία, χωρίς να αισθάνεται υποχρεωμένη να πει τίποτα. Και, αν το φαντάζεσαι ακόμη σαν ταινία, αυτό είναι το σημείο όπου ο σκηνοθέτης κάνει πανοραμικό πλάνο με το κέντρο της Λάρισας. Στην άκρη του πλάνου, από την καρέκλα της, η Πέννυ χαζεύει τους περαστικούς να διασχίζουν την πόλη, γνωρίζοντας ότι αξίζει τον κόπο.

Τα ονόματα των παιδιών δεν είναι τα πραγματικά.

Πηγή: kathimerini.gr 

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News