Πέθανε η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ

Πολιτισμός
Πέθανε η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ήταν η βαφτιστήρα του Νίκου Καζαντζάκη  

Έφυγε από τη ζωή, την Δευτέρα 20 Ιανουαρίου, η σπουδαία ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, σε ηλικία 81 ετών. 

Ποια ήταν η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ;

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939. Γονείς της οι Γιάννης Αγγελάκης και Ελένη Σταμάτη. Ήταν πνευματική κόρη του Νίκου Καζαντζάκη, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον πατέρα της.

Μόλις στα 17 της χρόνια δημοσιεύει στο περιοδικό Καινούργια εποχή το ποιήμα της «Μοναξιά» μετά από παρότρυνση του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος έστειλε γράμμα στον Γιάννη Γουδέλη, τον διευθυντή της Καινούργιας εποχής γράφοντας: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!». Από τότε άνοιξε ο δρόμος για την ενασχόληση της με την ποίηση και τη μετάφραση. Όπως αναφέρει και η ίδια ήταν μεγάλη η είσοδος της στην ποίηση. Άρθρα για την ποίηση και την μετάφραση της ποίησης έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες των δέκα γλωσσών και ποιήματα της εμπεριέχονται σε λογοτεχνικές ανθολογίες. Αρχή και τέλος για εκείνη η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη.

Σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία. Είναι διπλωματούχος μεταφράστρια-διερμηνέας. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκι, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ κ.ά. Η ποίησή της διακρίνεται από μια έντονη καταφυγή σε φανταστικές χώρες.

Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Darmouth, N.Y.State, Princeton, Columbia κ.α.) Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών). Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.

Ανακοίνωση για τον θάνατο της Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ από το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη

Το Διοικητικό Συμβούλιο και το προσωπικό του Μουσείου Καζαντζάκη με λύπη πληροφορήθηκαν τον θάνατο της ποιήτριας και βαφτισιμιάς του Νίκου Καζαντζάκη, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Η ιδιαίτερη γραφή της στόλισε τα Ελληνικά Γράμματα αφήνοντας πίσω ένα πλούσιο και σπουδαίο ποιητικό αλλά και μεταφραστικό έργο.

Η ίδια διατηρούσε εξαιρετική σχέση με το Μουσείο, το οποίο τελευταία φορά επισκέφτηκε το 2010, στα εγκαίνια της Νέας Μόνιμης του Έκθεσης, και μίλησε στο κοινό για τον νονό της και το πώς εκείνος συνέβαλε στο να λάβει το ποιητικό της χρίσμα.

Στο αρχείο της διατηρούσε επιμελώς τις επιστολές που ο Νίκος Καζαντζάκης έστειλε στην οικογένειά της και κυρίως στον πατέρα της, Γιάννη Αγγελάκη, έμπιστο δικηγόρο και στενό του φίλο, με τον οποίο αλληλογραφούσε για πολλές δεκαετίες. Τις επιστολές αυτές τις δώρισε στο Μουσείο, δίνοντάς του τη χαρά να τις μοιραστεί με το κοινό, σε μια έκδοση που κυκλοφόρησε το 2013. Στον πρόλογο της έκδοσης, που επιμελήθηκε ο Θανάσης Αγάθος, επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γράφει:

…«Ποτέ τα πράγματα δεν ήταν τόσο εφήμερα· από μιαν τρίχα κρέμεται σήμερα ο κόσμος. Μέσα στην τραγικήν ετούτη ατμόσφαιρα βλέπω πια τα πάντα και τον εαυτό μου και τη γυναίκα μου και τους ανθρώπους που αγαπώ. Ω ήλιε, morituri te salutant! Χαιρετώ τη βαφτιστικιά μου· ο Θεός, για το χατήρι της, ας με βγάλει ψεύτη!» (24/8/50).

Σήμερα, πάνω από εξήντα χρόνια μετά –σύμπτωση ή η αδιάκοπη ροή της ιστορίας;– ο κόσμος πάλι «από μια τρίχα κρέμεται». Όχι, ο Θεός δεν έβγαλε ψεύτη τον Νίκο Καζαντζάκη. Βιώνω κι εγώ τώρα «την τραγική ετούτη ατμόσφαιρα» που μέσα απ’ αυτήν «βλέπεις τα πάντα ως και τον εαυτό σου». Κι έχω ακριβώς την ηλικία που είχε ο νονός μου όταν άφησε τούτο τον (μάταιο;) κόσμο. Νιώθω τώρα πόσο σωστό είναι το γαλλικό ρητό που αναφέρει ο Ν. Κ.: ‘‘La jeunesse ne vient quavec l’âge’’ («Η νιότη δεν έρχεται παρά με την ηλικία»), δηλαδή όταν έχουν βαρύνει οι ώμοι σου από τα χρόνια, τότε καταλαβαίνεις πόσο ειλικρινής ήταν ο χρόνος κάποτε.

Ένα από τα σταθερά δώρα της νιότης είναι η φυσικότητα που αναπτύσσεται αφού δεν υπάρχει η εμπειρία του αντίθετου για να επηρεάσει τα βιώματά σου. Είχα μεγαλώσει κάτω από τη σκιά του νονού μου, του Νίκου Καζαντζάκη, που ήταν πάντα στο εξωτερικό, έξω από τη ζωή μου. Έτσι μου φάνηκε φυσικό –και αστείο– όταν μου έγραψε μετά την πρώτη μου δημοσίευση στην Καινούρια Εποχή (11/10/56): «Νεαρό κλωσσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις». Ήμουνα το κλωσσοπούλι, αλλά και το Άγιο Πνεύμα (21/5/57): «Χρόνια πολλά, καλά κι ο Θεός μαζί Σας πάντα, να σκέπει πάντα την Αγία Τριάδα Σας, όπου η Κατερίνα συμβολίζει το Άγιο Πνέμα». Άλλη μεγάλη εύνοια της τύχης ήταν η εξαιρετική πνευματική ποιότητα και της μητέρας μου και του πατέρα μου, πράγμα που εξηγεί βέβαια την αδυναμία που τους είχε ο Καζαντζάκης.

Κι έρχεται η αρνητική πλευρά της τύχης μου· η αναπηρία μου, που με βρήκε με την είσοδό μου στη ζωή. Έτσι έχω πάντα στο νου μου, σαν έμμονη ιδέα, την εικόνα της ζυγαριάς. Κάτι καλό συμβαίνει, πανηγυρίζεις για την τύχη σου και δεν βλέπεις πως στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς κάτι κακό μπαίνει. Κούτσαινα όλη μου τη ζωή, αλλά όταν ήμουνα 11 χρονών, ο Καζαντζάκης έγραψε στους γονείς μου: «Χαιρετώ τη γενναία συνάδελφο, την Κατερίνα, που γρήγορα θα πιάσει την πένα να με παραμερίσει. – Τράβα να περάσω, τόπο στους νέους! θα μου πει κ’ εγώ θα της δώσω την ευκή μου, να με ξεπεράσει».

Ελπίζω να μη θεωρηθεί οίηση η αναφορά μου σ’ αυτά τα γράμματα του νονού μου. Απλά θέλω να πω πως η εξοικείωση με ουσιαστικές, πραγματικές αξίες αξίζει όσο άπειρες μελέτες ή, όπως λέει ο Ν. Κ. ότι είπε ο Βούδας: «Η ορατή παρουσία αξίζει 88.000 αόρατες παρουσίες».

Μεγάλωνα και με ανυπομονησία περίμενα να τελειώσω το Γυμνάσιο, να πάω στη Γαλλία να σπουδάσω και να μείνω με τον Νίκο και την Ελένη Καζαντζάκη (θείτσα Λένη την έλεγα). Αλλά λίγο πριν ξεκινήσω ο Ν. Κ. πέθανε στο Freiburg  στις 26 Οκτωβρίου 1957. Πήγα βέβαια στη Γαλλία, έμεινα με την Ελένη, μετακομίσαμε μετά στη Γενεύη, όπου τέλειωσα τη Σχολή Μεταφραστών και Διερμηνέων.

Το παράπονο της ζωής μου είναι ότι καμιά ανάμνηση δεν έχω του νονού μου. Ούτε 7 χρονών δεν ήμουνα όταν έφυγε απ’ την Ελλάδα για να μην ξαναγυρίσει. Δεν κράτησα το χέρι του ποτέ, δεν έψαξα μέσα στο βλέμμα του τη δική του αλήθεια, δεν μπόρεσα να τον ρωτήσω, να αρθρώσω όλες τις ερωτήσεις –φυσικές και μεταφυσικές– που είχε συσσωρεύσει μέσα μου. Αλλά ήταν σαν να είχα ζήσει μαζί με τον Άγιο Φραγκίσκο –τον «Φτωχούλη του Θεού»–, τον Αλέξη Ζορμπά, τον Καπετάν Μιχάλη, σαν να ήταν όλοι πρόσωπα της οικογένειάς μου.

Άλλη πολύτιμη για μένα κληρονομιά που μ’ άφησε ο νονός μου ήταν η πίστη-απιστία στον Θεό. Αυτή η σύνθεση ανάμεσα στην έλλειψη ελπίδας για μια προστασία, μια δικαιοσύνη, ακόμη και για μια «μετά θάνατον» ζωή και μαζί μια αδιάκοπη αίσθηση του μυστηρίου που μας έφερε στη ζωή, που φύτεψε τα δέντρα, που στη φλόγα ρίχνει βροχή. Μια αίσθηση ότι η παντοδυναμία της ζωής νικάει την απουσία του Θεού.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News