Και πτυχιούχοι και... άνεργοι

Ελλάδα
Και πτυχιούχοι και... άνεργοι

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης στη σχέση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, αλλά και τις προκλήσεις που παρουσιάζει η ελληνική εκπαίδευση ανέδειξε μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τίτλο «Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις».

Η μελέτη αποτυπώνει την προβληματική σχέση εκπαίδευσης-αγοράς εργασίας και την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Στη μελέτη διατυπώνονται προτάσεις για την επανασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, αλλά και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος.

Σύμφωνα με την έρευνα, η πολιτική της διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης που ακολουθήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, με μεγάλη αύξηση του αριθμού των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των φοιτητών και των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης (ο αριθμός πτυχιούχων ανήλθε το 2017 σε 2,12 εκατ., έναντι 1,18 εκατ. το 2001), δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει την προβληματική σχέση εκπαίδευσης-αγοράς εργασίας, ιδιαίτερα του πανεπιστημιακού τομέα, που παραμένει προσανατολισμένος στην εκπαίδευση στελεχών της δημόσιας διοίκησης και, κυρίως, του κλάδου της εκπαίδευσης.

Η εφημερίδα «Νέα Κρήτη» επικοινώνησε με τον καθηγητή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκο Παπαδάκη, ζητώντας του να αξιολογήσει την πολιτική διεύρυνσης στην ανώτατη εκπαίδευση, όπως εφαρμόστηκε στον ελληνικό χώρο.

Ο κ. Παπαδάκης απάντησε χαρακτηριστικά: «Επί της αρχής, η διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης και συνακόλουθα της δυνατότητας πρόσβασης στη μόρφωση σε ανώτατο επίπεδο με βρίσκει σύμφωνο. Κι όχι μόνο γιατί ανταποκρίνεται στη μορφωσιογόνο τάση που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, φαινόμενο που ανέδειξε ο καθηγητής Τσουκαλάς στη διατριβή του, αλλά επιβεβαιώνεται και στην πρόσφατη έρευνα της “ΔιαΝέοσις”, “Διαγενεακή μεταβίβαση πόρων και αξιών σε περιόδους κρίσης”.

Επιπρόσθετα, η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου του ελληνικού πληθυσμού, που άλλωστε αποτυπώνεται και στην έρευνα του ΙΟΒΕ, και ειδικά της νέας γενιάς (πράγμα που επιβεβαίωσε και η πρόσφατη έρευνά μας με τίτλο “Neets2”), είναι εν μέρει αποτέλεσμα της διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης. Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι η πολιτική της διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης διαχρονικά (με λίγες εξαιρέσεις) δεν ήταν συναρμοσμένη με ένα παραγωγικό μοντέλο και δεν εδραζόταν σε έναν ολοκληρωμένο ακαδημαϊκό και χωροταξικό σχεδιασμό, συμπεριλαμβανομένης της διάγνωσης αναγκών σε γνώσεις και δεξιότητες, αλλά (όχι σπάνια) αποκρινόταν σε τοπικές ανάγκες και interest politics εντός και (κυρίως) εκτός του πεδίου της ανώτατης εκπαίδευσης. Κι αυτό οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην απώλεια ευκαιριών, στην απονεύρωση της όποιας κεντρόφυγης εντατικότητας του προσδοκώμενου αποτελέσματος, αλλά και έμμεσα στην περαιτέρω αποσυνάρτηση τμήματος της ανώτατης εκπαίδευσης από τις ανάγκες της οικονομίας, της παραγωγής και της αγοράς εργασίας».

Σύμφωνα με τη μελέτη, μεταξύ 2000-2009 παρατηρήθηκε:

  • Στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε το μερίδιο των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης στους απασχολούμενους (από 14% σε 18%) και των αποφοίτων Λυκείου (από 29% σε 34%), ενώ στον δημόσιο τομέα αυξήθηκε το μερίδιο των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (από 57% σε 64%) και των κατόχων μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών (από 1% σε 4%), ενώ μειώθηκαν τα μερίδια του Λυκείου (από 26% σε 21%), του Δημοτικού (από 8% σε 3%) και του Γυμνασίου (από 3% σε 2%), δείχνοντας ότι η πολιτική της διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης οδήγησε σε αύξηση της απασχόλησης πτυχιούχων, πρωτίστως, στον δημόσιο τομέα.
  • Οι σημαντικότεροι κλάδοι απασχόλησης των αποφοίτων του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης ήταν στην Ελλάδα η εκπαίδευση και η δημόσια διοίκηση, τομείς στους οποίους απασχολούνται αναλογικά περισσότεροι πτυχιούχοι σε σύγκριση με τις χώρες της Ε.Ε.-28.
  • Ενώ τα ποσοστά ανέργων μειώθηκαν σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, με εξαίρεση το Δημοτικό, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας διατηρήθηκε μεταξύ των αποφοίτων μεταδευτεροβάθμιας και μέσης εκπαίδευσης (Γυμνάσιο ή Λύκειο).
  • Το μερίδιο των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης μεταξύ των ανέργων αυξήθηκε σε 19%, ενώ μειώθηκαν εκείνα των χαμηλότερων επιπέδων εκπαίδευσης (16% Δημοτικού και 36% Λυκείου), και παράλληλα άρχισαν να καταγράφονται μεταξύ των ανέργων οι απόφοιτοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών (με 1,7%).

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, κατά την περίοδο πριν την έναρξη της κρίσης, στη διαχρονικά προβληματική σύνδεση της μέσης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας στην Ελλάδα προστέθηκαν σταδιακά οι επιπτώσεις της πολιτικής της διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα την αύξηση και του μεριδίου των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης μεταξύ των ανέργων, μεγεθύνοντας σταδιακά την αναντιστοιχία εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας και σε αυτό το επίπεδο.

Η έναρξη της κρίσης και η δημοσιονομική προσαρμογή είχαν σημαντικές συνέπειες στη σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Η μεγάλη μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας, που σημειώθηκαν, προκάλεσαν βαθιά ρήξη στην ήδη προβληματική σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, που είχε διαμορφωθεί και ενισχυθεί πριν την κρίση. Ειδικότερα, μετά το 2009:

  • Η μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης σημειώθηκε στους απασχολούμενους με χαμηλότερη εκπαίδευση στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, σε αντίθεση με τους απασχολούμενους που είναι πτυχιούχοι ανώτατης εκπαίδευσης. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου μονάδες (από 21,4% το 2009 σε 30,9% το 2017), των κατόχων μεταπτυχιακών/διδακτορικών κατά 4 μονάδες (από 0,7% σε 4,8%) και των αποφοίτων Λυκείου κατά 3 μονάδες (από 31,7% σε 34,7%), εξέλιξη που αντανακλά τη συνεχιζόμενη αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των απασχολουμένων και μετά την έναρξη της κρίσης.
  • Το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να είναι το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-28 για τη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση, και κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-28 για τους αποφοίτους χαμηλής εκπαίδευσης. Ενδεικτικά, το ποσοστό απασχόλησης στην ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 66% έναντι μ.ο. 78% στην Ε.Ε.-28, ενώ τη δεύτερη χειρότερη επίδοση εμφανίζει η Κροατία με 73%.
  • Η μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των ανέργων σημειώθηκε μεταξύ των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (179,1%) και ακολούθησαν εκείνοι με εκπαίδευση στο Λύκειο (138,4%), ενώ η μικρότερη στους ανέργους με εκπαίδευση Δημοτικού (55,6%).
  • Παρά το γεγονός ότι στο σύνολο των ανέργων το υψηλότερο μερίδιο καταλαμβάνουν οι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης στο Λύκειο - παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητο τις τελευταίες 2 δεκαετίες - η μεγαλύτερη αύξηση μεριδίου, κατά 5 μονάδες, μετά την έναρξη της κρίσης σημειώθηκε στους αποφοίτους ανώτατης εκπαίδευσης (από 19% σε 24%).
  • Οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα με ανώτατη εκπαίδευση και με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές αυξήθηκαν (με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,8% και 8,2%, αντίστοιχα), ενώ οι απασχολούμενοι με χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης μειώθηκαν. Οι απασχολούμενοι, όμως, στον δημόσιο τομέα με ανώτατη εκπαίδευση μειώθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 4,3%.
  • Παρά την αύξηση των ανέργων πτυχιούχων μετά την έναρξη της κρίσης, τα ποσοστά ανεργίας τους, αν και υπερδιπλασιάστηκαν (από 7% σε 17,1% το 2017), παραμένουν τα χαμηλότερα μεταξύ των επιπέδων εκπαίδευσης, λόγω και της φυγής πολλών στο εξωτερικό. Από την άλλη, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι πιο εύκολη στα άτομα με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, καθώς το ποσοστό ανεργίας έχει διαμορφωθεί στο 10% περίπου το 2017, έναντι 7% το 2009.
  • Τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας επιδεινώνονται για όσους αποφοίτησαν πιο πρόσφατα απ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δείχνοντας τις μεγαλύτερες δυσκολίες εύρεσης εργασίας που αντιμετωπίζουν όσοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους.
  • Τα ποσοστά των νέων ανέργων - όσοι δηλ. δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν - είναι, σταθερά τις τελευταίες 2 δεκαετίες, υψηλότερα μεταξύ των αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης στο Λύκειο (43% το 2017, έναντι 39% το 2009 και 43% το 2001), ενώ ακολουθούν οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης (29% το 2017 και το 2009 από 17% το 2001).
  • Ο βαθμός συνάφειας της εκπαίδευσης με την εργασία που εκτελούν οι απασχολούμενοι μέσης εκπαίδευσης κατατάσσει την Ελλάδα στην 25η θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι οι απόφοιτοι μέσης τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα δηλώνουν μεγαλύτερη συνάφεια από τους απόφοιτους μέσης γενικής εκπαίδευσης στο Λύκειο.
  • Η εκπαίδευση έχει θετική επίδραση στις προοπτικές απασχόλησης, καθώς π.χ. σε σύγκριση με τους αποφοίτους Λυκείου, οι πτυχιούχοι πανεπιστημίων και ΤΕΙ έχουν υψηλότερες πιθανότητες να εργάζονται (κατά 65% και 41%, αντίστοιχα). Η επίδραση, ειδικότερα, της ανώτατης εκπαίδευσης στην πρόσβαση στην απασχόληση ενισχύθηκε την περίοδο της κρίσης.
  • Οι πιθανότητες απασχόλησης των αποφοίτων πανεπιστημίων στον δημόσιο τομέα μεταξύ 2008 και 2016 μειώθηκαν σημαντικά, ενώ αντίθετα οι απόφοιτοι ΤΕΙ αύξησαν σημαντικά τις πιθανότητες απασχόλησής τους στον ιδιωτικό τομέα, καλύπτοντας σημαντικό μέρος της απόστασής τους από τους αποφοίτους πανεπιστημίων πριν την έναρξη της κρίσης (από 44,3% το 2008 σε μόλις 7,7% το 2016). Σημαντική αύξηση των πιθανοτήτων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα σημειώθηκε και για τους κατόχους μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, δείχνοντας την αυξανόμενη στροφή της απασχόλησης αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης προς τον ιδιωτικό τομέα.
  • Ο μισθός των εργαζομένων, παρότι είναι μειωμένος το 2016 σε σχέση με το 2008, έχει θετική συσχέτιση με το επίπεδο εκπαίδευσης. Η επίδραση του επιπέδου εκπαίδευσης στις αποδοχές από την εργασία διατηρείται στη διάρκεια της κρίσης, αλλά με μικρότερη ένταση μεταξύ των βαθμίδων εκπαίδευσης.
  • Αν και στις γυναίκες ο μισθός είναι χαμηλότερος σε σχέση με τους άνδρες, η αξία των σπουδών - βάσει των αποδοχών από την εργασία - είναι υψηλότερη από τους άνδρες.
  • Σημαντικές διαφορές στις αμοιβές εργαζομένων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αμείβουν τους εργαζόμενους με μισθό χαμηλότερο απ’ ό,τι ο στενός ή ευρύτερος δημόσιος τομέας.

Οι προκλήσεις για την εκπαίδευση

Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί περιορίζουν την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και την απόδοση της δημόσιας επένδυσης στην εκπαίδευση. Απαιτούν, επομένως, παρέμβαση για τη βελτίωσή τους. Η οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου, διεθνώς ανταγωνιστικού, με εξαγωγικό προσανατολισμό, ειδικότερα σε συνθήκες έντονων τεχνολογικών μετασχηματισμών, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ριζικές αλλαγές και στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη μεριά δηλαδή της προσφοράς δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Με τις παλιές γνώσεις και δεξιότητες δεν μπορεί να οικοδομηθεί ένα νέο παραγωγικό πρότυπο. Χρειάζεται να αντιμετωπιστούν οι εξής επιμέρους προκλήσεις:

  • Ο αναπροσανατολισμός της ανώτατης εκπαίδευσης από την προετοιμασία των αποφοίτων για την απασχόληση στον δημόσιο τομέα στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, και ιδιαίτερα στους τομείς με εξωστρεφή εξαγωγικό προσανατολισμό.
  • Ο αναπροσανατολισμός της μέσης λυκειακής εκπαίδευσης από τη γενική εκπαίδευση στην τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση, με αύξηση της ελκυστικότητάς της και της συμμετοχής των μαθητών σε αυτήν, συνδεδεμένης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
  • Η επανεκπαίδευση των ανέργων αποφοίτων για την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας.

Η ανάγκη αποκατάστασης της σχέσης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας πρέπει να βασιστεί σ’ ένα βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο, το οποίο θα έχει ως βάση ένα εξωστρεφές και ευέλικτο εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες. Το νέο αυτό παραγωγικό πρότυπο πρέπει να στηριχθεί σε κάποιους άξονες. Ποιοι θα είναι όμως αυτοί οι άξονες; Και πάνω πού πρέπει να στηριχθεί το νέο παραγωγικό πρότυπο στην ανώτατη εκπαίδευση και σε άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης; Είναι ζητήματα καίρια και σημαντικά.

Ο κ. Παπαδάκης σε αυτά τα ερωτήματα απαντάει: «Αφετηριακά επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι η εκπαίδευση και δη η ανώτατη δεν μπορεί και δεν πρέπει να επικαθορίζεται από τις (μεταβαλλόμενες ταχύτατα, λόγω και των τεκτονικών μετασχηματισμών στην περίοδο της κρίσης) ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει και να τις αγνοεί. Επίσης, να μην ξεχνάμε ότι δε μας λείπουν ούτε τα καλά ΑΕΙ, ούτε οι καλοί επιστήμονες. Τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι καλά και αυτό προκύπτει από τις διεθνείς κατατάξεις.

Από την άλλη, καθίσταται σαφές από αρκετές μελέτες και έρευνες (συμπεριλαμβανομένης αυτής του ΙΟΒΕ) η εξελικτική αποσυνάρτηση των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης από την αγορά εργασίας και η απομείωση της απασχολησιμότητας, φαινόμενο που εντοπίζεται ήδη πριν την κρίση και κλιμακώνεται την περίοδο της κρίσης. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατων αποφοίτων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση το 2016 παραμένει το χαμηλότερο στην Ε.Ε.-28. Κοντολογίς, όλο και περισσότερο το πτυχίο χάνει την κοινωνική δυναμική του.

Ως προς τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, πέραν από το αυτονόητο ζήτημα της υποχρηματοδότησης, αυτό που επείγει είναι να πάψει επιτέλους ο διαχρονικά σφικτός εναγκαλισμός του κράτους και να εδραιωθεί ένα εμπράγματο αυτοδιοίκητο, που θα επιτρέψει στα ίδια τα ΑΕΙ να προχωρούν σε ουσιώδη στρατηγικό σχεδιασμό. Ας μη γελιόμαστε όμως: τα δομικά και διαθρωτικά προβλήματα στην αγορά εργασίας, όπως και τα προβλήματα και οι μετασχηματισμοί που είναι επιγενόμενα της μακρόχρονης κρίσης δεν αντιμετωπίζονται μόνο από αλλαγές στην εκπαίδευση.

Από την άλλη, ζητήματα όπως το πάγιο και εντεινόμενο πρόβλημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, η διαχρονική απουσία ενός ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού δικτύου τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης-ΕΕΚ, η πολύ χαμηλή ελκυστικότητα και αξιοποίηση της διά βίου μάθησης (συμμετοχή 4% στην Ελλάδα έναντι 10,8% στην Ε.Ε.), το συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης της εκπαίδευσης και κυρίως η επικυριαρχία του γνωσιοκεντρικού μοντέλου έναντι της στροφής σε μια προσέγγιση μάθησης βασισμένης στις ικανότητες (παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει, ιδίως την τελευταία δεκαετία) αποτελούν μείζονες προκλήσεις.

Αρκούμαι μόνο να επισημάνω ότι, όπως αναδεικνύει το Monitor του 2017 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό των σπουδαστών ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ISCED 3) στην ΕΕΚ κυμαίνεται γύρω στο 30%, ενώ ο μ.ο. της Ε.Ε. είναι στο 47,3%. Μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που θα προσπαθήσει να αποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση της σχέσης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας και ευρύτερα στην ενδυνάμωση της κοινωνικής δυναμικής της εκπαίδευσης».

Η πρόκληση της σύνδεσης της ελληνικής εκπαίδευσης με την απασχόληση συνδέεται με την πρόκληση της οικοδόμησης αφενός ενός συστήματος αυτόνομων Ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης με ευέλικτη οργάνωση και αποτελεσματική διοίκηση και αφετέρου συνδέεται με την οικοδόμηση ενός αποκεντρωμένου συστήματος μέσης εκπαίδευσης συνδεδεμένου σχετικά περισσότερο με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Αλλαγές μεγάλης κλίμακας στο εκπαιδευτικό σύστημα

Τέλος, η “Νέα Κρήτη” ρώτησε τον κ. Παπαδάκη εάν είναι αισιόδοξος πως θ’ αλλάξουν τα πράγματα και θα υπάρχει εκ νέου διασύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Ο κ. Παπαδάκης κατέληξε λέγοντας χαρακτηριστικά: «Σε ό,τι αφορά την “επόμενη μέρα” της εξόδου από το πρόγραμμα, νομίζω ότι είναι νωρίς να επιχειρήσει κανείς ασφαλείς προβλέψεις, καθώς αυτή εξαρτάται από σειρά παραγόντων, όπως π.χ. την αντίδραση των αγορών. Επίσης, οι συγκροτησιακές συνιστώσες για την ενδυνάμωση της σχέσης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας δε συναρτώνται μόνο με την πρώτη. Η προσέλκυση επενδύσεων και η τόνωση της επιχειρηματικότητας είναι μία εξ αυτών και μεταξύ άλλων προϋποθέτει την απομείωση των διοικητικών βαρών (περιττή γραφειοκρατία) και την αλλαγή φορολογικού καθεστώτος και μείωση της υφιστάμενης υπερ-φορολόγησης.

Ως προς την εκπαίδευση τώρα, έθεσα προηγουμένως τις, κατά τη γνώμη μου, επείγουσες ανάγκες για μεγάλης κλίμακας αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Θα προτεραιοποιούσα την αλλαγή μαθησιακού παραδείγματος με τη στροφή στις ικανότητες και δεξιότητες, την ουσιώδη αποκέντρωση σε όλες τις βαθμίδες και την ενίσχυση της ΕΕΚ (ιδίως της συνεχιζόμενης - με όρους reskilling), η οποία αποτελεί αναπτυξιακό εργαλείο, όπως και ενεργητική πολιτική απασχόλησης, όταν υλοποιείται σωστά».

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News