default-image

Εκλογές: Τα σενάρια της επόμενης μέρας

Ελλάδα
Εκλογές: Τα σενάρια της επόμενης μέρας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στην τελική ευθεία του δωδεκαημέρου προς την κάλπη από σήμερα, οι αναφορές ένθεν-κακείθεν για την περίφημη στρατηγική των κομμάτων δίνουν και παίρνουν. Όμως όλη αυτή η πολιτική σκακιέρα ήδη όσο πλησιάζουμε στις κάλπες αρχίζει να ξεδιπλώνει τις προοπτικές για την επόμενη μέρα των εκλογών. Η στρατηγική είναι σε τελευταία ανάλυση μια κεντρική ιδέα που προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις. Δεν έχει να κάνει με τη μακρόσυρτη λεπτομερειακή σχεδιομανία.

Κάλπη ακόμα δεν έχει στηθεί, ούτε και παραβάν, αλλά εδώ και δύο εικοσιτετράωρα η πολιτική ατζέντα περιστρέφεται ήδη γύρω από την επόμενη μέρα των εκλογών, λαμβάνοντας υπόψη τα μέχρι σήμερα δημοσκοπικά δεδομένα και το σταθερό προβάδισμα σε αυτά του ΣΥΡΙΖΑ, αν και το επιτελείο της Ν.Δ. επιμένει εμφατικά ότι αυτές οι δώδεκα μέρες είναι αρκετές για να επέλθει μία μεγάλη εκλογική ανατροπή. Ακόμη και έτσι όμως, και τα στελέχη της Ν.Δ. για την ώρα παραδέχονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που προηγείται.

Αν πάρει κανείς στα σοβαρά μόνο τις δημόσιες δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών, υπάρχουν τρία ενδεχόμενα για την επόμενη μέρα των εκλογών:

- Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει την αυτοδυναμία και θα σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση.

- Είτε θα γίνουν δεύτερες εκλογές μετά από άγονες συζητήσεις μεταξύ κομμάτων στα τριήμερα των διερευνητικών εντολών.

- Είτε θα υπάρξει συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ., εφόσον περάσουν το όριο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 3%.

Πιθανότητα συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι ή το κόμμα Παπανδρέου, που οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν για την ώρα κάτω από το 3%, δεν υπάρχει με βάση όσα είναι ορατά. Ο Α. Τσίπρας απορρίπτει μια τέτοια εξέλιξη και αφήνει να εννοηθεί ότι, αν και το απεύχεται, θα οδηγηθεί σε μία τέτοια περίπτωση σε επαναληπτικές κάλπες, ενώ ο Ευ. Βενιζέλος βλέπει για το ΠΑΣΟΚ μια θέση "εθνικού εταίρου" (συμμετοχή σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας), αποφεύγοντας να απαντήσει αν θα συνεργαζόταν με το ΣΥΡΙΖΑ, και ο Στ. Θεοδωράκης βάζει όρους (μεταξύ των οποίων ακόμη και βέτο στα υπουργεία).

Αντίθετα, ο Π. Καμμένος είναι εμφανώς πρόθυμος για κυβερνητική συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ και για όσους δεν το είχαν καταλάβει υπάρχει το προεκλογικό σποτάκι των ΑΝ.ΕΛ. που δείχνει τον πρόεδρό του να νουθετεί το μικρό Αλέξη πώς να κατευθύνει το τρενάκι. Ο Γ. Παπανδρέου από την πλευρά του επιτίθεται σκληρά στη Ν.Δ., με την οποία αποκλείει οποιαδήποτε συνεργασία, κάτι που δε δηλώνει για το ΣΥΡΙΖΑ, και μέσω συνέντευξης σε ιταλική εφημερίδα έριξε και την πρώτη βολή για το πώς θα έβλεπε μία τέτοια συνεργασία.

Αυτές τις προϋποθέσεις για συνεργασία με τον Αλέξη Τσίπρα έθεσε ο Γιώργος Παπανδρέου με συνέντευξή του στην εφημερίδα "Corriere della Sera", με τίτλο "Το άνοιγμα του Παπανδρέου προς τον Τσίπρα: ναι στο διάλογο, αλλά για τις μεταρρυθμίσεις".

Ο πρόεδρος του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών, ερωτηθείς σχετικά με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, απαντά ότι «αν δεν αλλάξουν οι παραγωγικές δομές, οι επιπτώσεις του θα είναι εφήμερες» και θεωρεί ότι χρειάζονται «ιδιωτικές επενδύσεις και σύγχρονοι κανόνες, σημεία στα οποία ο Τσίπρας δεν αναφέρεται καθόλου».

Ο κ. Παπανδρέου υπογράμμισε ότι «αν ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει μια θεαματική στροφή και δεχτεί να αντιμετωπίσει τα πραγματικά προβλήματα, αρχίζοντας από τη μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, μπορεί και να συζητήσει ενδεχόμενη συνεργασία».

Ψήφος ανοχής;

Ταυτόχρονα, στο ΠΑΣΟΚ, στο Ποτάμι και στο Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών είναι δημοφιλής η ιδέα της ψήφου ανοχής (σε πρώτη φάση) ώστε να μην έχουν συμμετοχή στη διαπραγμάτευση με τους έξω (που πιστεύουν πως θα αποτύχει) και στη συνέχεια να εμπλακούν ενεργότερα στη διακυβέρνηση εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση.

Ο Α. Τσίπρας, στην τηλεοπτική συνέντευξη της Δευτέρας, δεν έκρυψε τη σημασία που δίνει στην επίτευξη αυτοδυναμίας: «Η Αριστερά είναι μία παράταξη που έχει δώσει πολλά στον τόπο. Σε μία θέση δε βρέθηκε ποτέ, είναι η θέση της ευθύνης της διακυβέρνησης του τόπου. Πιστεύω ότι ο ελληνικός λαός δε θα τη δώσει μισή και κουτσουρεμένη αυτήν την ευκαιρία. Και εμείς αναλαμβάνουμε ευθύνη αυτήν τη στιγμή και θα μπορέσουμε να τη φέρουμε εις πέρας εάν έχουμε λυμένα τα χέρια μας», ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει «ολίγον μνημόνιο». Και συνέχισε: «Μπορεί κάποιοι που μας ακούν σήμερα να λένε ότι αυτό είναι εκβιαστικό. Η πραγματικότητα, όμως, λέει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ολίγον έγκυος, δηλαδή ολίγον μνημόνιο. Κάποιος ή συμφωνεί ή δε συμφωνεί με το μνημόνιο».

Σε σχέση με το ενδεχόμενο να συνεργαστεί μετεκλογικά με το κόμμα του Γ. Παπανδρέου ή με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο Α. Τσίπρας ήταν κατηγορηματικός: «Δεν μπορείς να αναζητήσεις την τομή και το καινούργιο με τα παλαιά υλικά».

Ειδικότερα, για το Ποτάμι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι «μέχρι σήμερα οι έξι μήνες ζωής του Ποταμιού φανερώνουν ότι επιδιώκει να είναι μία συμπληρωματική δύναμη στο μνημονιακό κατεστημένο». Το τελευταίο μπορεί και να εκληφθεί ως έμμεση σύσταση προς τον Στ. Θεοδωράκη να κάνει βήματα προς την κατεύθυνση που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ, για να συναντηθούν κάπου στη μέση.

Αισιοδοξία στην Κουμουνδούρου

Στην Κουμουνδούρου αισιοδοξούν ότι μπορεί, τελικά, να υπάρξει αυτοδυναμία, κάτι που συζητείται και σε άλλα κομματικά επιτελεία. Ο λόγος είναι ότι εμπεδώνεται η παράσταση νίκης υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό, κατά κανόνα, δημιουργεί τις τελευταίες μέρες ρεύμα νίκης υπέρ του νικητή. Το "κλειδί" προφανώς βρίσκεται στους αναποφάσιστους που αποφασίζουν, συνήθως, την τελευταία εβδομάδα. Το γεγονός ότι η κινδυνολογία για το ευρώ έχει εξαντλήσει τα όριά της επιβεβαιώνει ότι η στρατηγική του φόβου δεν αποδίδει πια για τη Ν.Δ. και αυτό διευκολύνει τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δημιουργεί ευκαιρίες και για τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου να διεκδικήσουν έναν ισχυρό ρόλο στην τρίτη θέση.

Δίνοντας έμφαση στην ανάγκη αυτοδυναμίας, ο Α. Τσίπρας προσπαθεί ακριβώς να αποφύγει τη χαλαρή ψήφο όσων, σίγουροι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξασφαλίσει την πρώτη θέση, στραφούν προς άλλα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου. Όλα θα εξαρτηθούν από την κοινοβουλευτική αριθμητική την επομένη της 25ης Ιανουαρίου, γιατί βεβαίως κανένα κόμμα δε θα θέλει να χρεωθεί την ευθύνη πραγματοποίησης και νέων, επαναληπτικών εκλογών.

Ο ρόλος των μικρών κομμάτων: Πού θα κριθεί η αυτοδυναμία

Εδώ και μέρες, σας έχουμε παρουσιάσει την ανάλυση που δείχνει θεωρητικά ότι και με ποσοστό 33% είναι δυνατόν το πρώτο κόμμα να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές. Ρόλο-κλειδί στην αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος παίζει το άθροισμα των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Αν αυτό κυμανθεί στα επίπεδα του Μαΐου του 2012, η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να είναι κάλλιστα μονοκομματική. Στις εκλογές αυτές (2012) η διασπορά των ψήφων ήταν μεγάλη και τα εκτός Βουλής κόμματα συγκέντρωσαν 19,02%. Στην περίπτωση, λοιπόν, που σημειωθεί στις επερχόμενες εκλογές ένα ανάλογο φαινόμενο, τότε αρκεί στο πρώτο κόμμα ποσοστό 33% για να αποσπάσει 152 έδρες.

Τα ψιλά γράμματα του υφιστάμενου εκλογικού συστήματος είναι καθοριστικά για τις πολιτικές εξελίξεις, καθώς, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται κατά καιρούς, το αποτέλεσμα δεν πρόκειται να επηρεαστεί είτε από τη διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων είτε από την επιμέρους απήχηση που θα εξασφαλίσουν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις. Όσο περισσότερα είναι τα κόμματα που θα μείνουν εκτός της Βουλής και κατ' ακολουθία μεγαλύτερο το άθροισμα της δύναμής τους, τόσο θα χαμηλώνει ο πήχης για να κερδίσει ο νικητής την απόλυτη πλειοψηφία των 151 βουλευτών.

Οι ουσιαστικές παράμετροι είναι δύο: Αφενός το ποσοστό που θα πάρει αυτοτελώς το πρώτο κόμμα και αφετέρου οι επιδόσεις των μικρών κομμάτων που δε θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν το όριο του 3% για την είσοδό τους στη Βουλή. Όσο περισσότερα είναι τα κόμματα που θα μείνουν εκτός της Βουλής και κατ' ακολουθία μεγαλύτερο το άθροισμα της δύναμής τους, τόσο θα χαμηλώνει ο πήχης για να κερδίσει ο νικητής την απόλυτη πλειοψηφία των 151 βουλευτών.

Αντίθετα, αν τα εκτός Βουλής κόμματα κινηθούν στα επίπεδα των επαναληπτικών εκλογών του Ιουνίου του 2012, που συμπιέστηκαν στο 5,98%, τότε το τοπίο θα είναι αρκετά διαφορετικό. Και με 33% το πρώτο κόμμα θα πάρει το πολύ 138 έδρες, οπότε θα χρειαστεί είτε ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας είτε προσφυγή σε νέες κάλπες.

Για να μπορέσει να σχηματίσει το πρώτο κόμμα αυτοδύναμη κυβέρνηση (με τους εκτός Βουλής σχηματισμούς στα επίπεδα του 5,98%), ο πήχης ψηλώνει αρκετά και απαιτείται ποσοστό τουλάχιστον 37,8% για να έχει 151 έδρες. Όπως είναι προφανές, το όριο της αυτοδυναμίας κινείται ενδιάμεσα των δύο αυτών ποσοστών, ανάλογα με την τελική συμπεριφορά των εκτός Βουλής κομμάτων. Για να υπολογιστεί ο αριθμός των εδρών που παίρνει κάθε κόμμα, κατ' αρχάς πολλαπλασιάζεται το ποσοστό του με το 250. Στη συνέχεια, το γινόμενο διαιρείται με το συνολικό ποσοστό όλων των κομμάτων που περνούν το 3%. Το αποτέλεσμα δίνει τις έδρες. Στις έδρες του πρώτου κόμματος προστίθενται και οι 50 έδρες που είναι το μπόνους που προβλέπει ο εκλογικός νόμος.

Το πολιτικό κλίμα των εκλογών - Οι ομοιότητες με το 2012

Από μία άποψη και τηρουμένων των αναλογιών, οι εκλογές του 2015 ομοιάζουν σε πολλά με αυτές του Ιουνίου του 2012. Ίδιο δίλημμα, ίδια επιχειρήματα, ίδιοι πάνω-κάτω οι πρωταγωνιστές, στους ίδιους ή παραπλήσιους ρόλους, ίδιο το έργο, ίδιοι και οι θεατές. Μένει μόνο να δούμε αν αυτή τη φορά το τέλος θα γραφεί διαφορετικά, αν δηλαδή το χειροκρότημα θα το πάρει άλλος. Επιπλέον, εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα το έλλειμμα εμπιστοσύνης στα κόμματα και γενικότερα στο πολιτικό σύστημα, ενώ η οργή, ο θυμός και ο φόβος δεν έχουν εγκαταλείψει ακόμα τους ψηφοφόρους και εξακολουθούν να επηρεάζουν την εκλογική τους συμπεριφορά.

Μέσα στα χρόνια της κρίσης το κριτήριο των πολιτικών-ιδεολογικών διαφορών των κομμάτων, που καθόριζε εν πολλοίς την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών τα προηγούμενα χρόνια, έχει υποχωρήσει μπροστά στο "μνημόνιο-αντιμνημόνιο".

Παράλληλα οι κομματικοί δεσμοί και οι κομματικές γραμμές έχουν χαλαρώσει και σε μερικές περιπτώσεις έχουν σπάσει με αποτέλεσμα να διασπαστούν κόμματα όπως η Ν.Δ., από τη μήτρα της οποίας δημιουργήθηκαν οι αντιμνημονιακοί ΑΝ.ΕΛ., να συνεργαστούν στην κυβέρνηση οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι της μεταπολίτευσης Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, να αφανιστεί το δεύτερο και με σχίσμα μεταξύ Βενιζελικών και Παπανδρεϊκών, να συνεργαστεί κόμμα της αριστεράς (ΔΗΜ.ΑΡ.) με τη Ν.Δ. σε κυβερνητικό επίπεδο, και να διεκδικεί σήμερα την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ στηριζόμενος κυρίως από ψηφοφόρους του πάλαι ποτέ μεσαίου η κεντρώου χώρου, που ουδεμία σχέση είχαν η έχουν με την αριστερά.

Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει στην αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής και της εκλογικής συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να ιδρύονται το ένα μετά το άλλο μικρά κόμματα χωρίς λόγο και να πληθαίνουν οι γυρολόγοι και οι τυχοδιώκτες της πολιτικής, που αλλάζουν κόμματα σαν τα πουκάμισα. Η κρίση έδωσε την ευκαιρία να βρουν στασίδι στη Βουλή βουλευτές χαμηλού επιπέδου, απολιτίκ, μετριότητες, καριερίστες, ανερμάτιστοι υποψήφιοι σωτήρες, σιωπηλοί-άβουλοι χειροκροτητές και ψηφοφόροι των κομματικών επιλογών.

Μέσα σε αυτό το κλίμα θα γίνουν οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Και μέσα στο ίδιο κλίμα ίσως χρειαστεί να ξαναγίνουν στις αρχές Μαρτίου, αν δε σχηματιστεί κυβέρνηση αυτοδύναμη ή συνεργασίας.

Επαναληπτικές εκλογές ή κυβέρνηση συνεργασίας;

Η χώρα αναγκαστικά λόγω των εκλογών βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο. Αναπόφευκτο, όχι όμως και επικίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα και την οικονομία, όσο κι αν ο χρόνος σε τούτη τη φάση είναι χρήμα. Αυτό το μεταβατικό στάδιο χαρακτηρίζεται από μία πρωτοφανή πόλωση, την οποία καλλιεργούν και τα δύο κόμματα που διεκδικούν τη νίκη.

Αποτέλεσμα αυτής της πόλωσης είναι να διαμορφώνεται αργά αλλά σταθερά ένας νέος ισχυρός δικομματισμός και να συρρικνώνονται τα υπόλοιπα κόμματα. Αναμενόμενο, δεδομένου ότι αρκετά από τα κόμματα που υπάρχουν σήμερα και κινούνται δημοσκοπικά λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 3% αναφέρονται επί της ουσίας στον ίδιο χώρο χωρίς ουσιαστικές πολιτικές διαφορές (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜ.ΑΡ., ΠΟΤΑΜΙ, ΚΙΝΗΜΑ).

Η Ν.Δ και ο ΣΥΡΙΖΑ δίνουν των υπέρ πάντων αγώνα γιατί ξέρουν πως όποιος χάσει αυτήν τη φορά χάνεται. Αυτό ισχύει κυρίως για το ΣΥΡΙΖΑ, που ξέρει πολύ καλά πως, αν χάσει, ίσως να μην έχει άλλη τόσο μεγάλη ευκαιρία. Αυτό γιατί θα κερδίσουν χρόνο οι μικρότεροι αντίπαλοί του, κυρίως εκείνοι που αναφέρονται στο χώρο της κεντροαριστεράς, να αναδιοργανωθούν, να συσπειρωθούν και να αποτελέσουν στο μέλλον μια υπολογίσιμη δύναμη που θα μπορεί να διεκδικεί με αξιώσεις όσα θεωρεί ότι της ανήκουν.

Όπως δείχνουν οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, υπάρχει ακόμη και η ισχυρή πιθανότητα να πάμε σε επαναληπτικές εκλογές ισχυρού ρίσκου. Το δίπολο Σαμαράς-Τσίπρας για την ώρα κερδίζει από την πόλωση και τη συμπίεση που αυτή δημιουργεί στα άλλα κόμματα. Το ερώτημα όμως για τους δύο βασικούς "παίχτες" είναι ποια τα όρια της δικής τους δυναμικής και κυρίως της υπέρβασης, με σχεδιασμό ακριβώς την επόμενη μέρα των εκλογών, τότε που θα πρέπει είτε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας και με ποιους, είτε κυβέρνηση αυτοδυναμίας (χωρίς άλλοθι, όμως, για το τι μπορώ να κάνω και τι όχι από όσα προεκλογικά έχω υποσχεθεί σε ένα εκλογικό σώμα που καμία ανοχή δε θα δείχνει σε μία τέτοια περίπτωση), είτε να έχουμε επαναληπτικές εκλογές, με ρίσκα όμως όχι μόνο πολιτικά, αλλά και οικονομικά και εθνικά.

Αν είναι κάτι που θα πρέπει άμεσα να επιδείξουν οι δύο βασικοί "παίχτες" είναι αν διαθέτουν την εγγαστρίμυθη ιδιότητα της εμπνευσμένης ηγεσίας: να μεταβιβάζει, δίχως να φαίνεται, τη φωνή και τη λογική της...

Γιώργος Σαχίνης

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News