default-image

Θερμαστής: 1958 Ηράκλειο, δουλειές δεν υπήρχαν, πεινούσαμε

Κρήτη
Θερμαστής: 1958 Ηράκλειο, δουλειές δεν υπήρχαν, πεινούσαμε

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

''Έζησα'' δίπλα σε καζάνια, ατμούς και ρολόγια…

Γιάννης Τσαϊνης: Μια ζωή γεμάτη εμπειρίες, ταξίδια, εικόνες.

Με το μυαλό του ταξιδεύει ακόμα και σήμερα. … Αμερική, Ινδία, Σουηδία, Δανία, Μαρόκο …. Και που δεν έχει πάει ….

Λύνει και δένει τα καζάνια ακόμα και σήμερα στα 84 χρόνια του με χειρουργική ακρίβεια, μετρά την πίεση του ατμού ακούει το θόρυβο και εξηγεί τι κρύβεται πίσω από κάθε τικ - τακ...

Ο κυρ Γιάννης κάθεται στην αγαπημένη του θέση πίνοντας τον πρώτο καφέ της ημέρας. Ελληνικός με πλούσιο καϊμάκι.

Τα μάτια του ''ακολουθούν'' κάθε τι που κινείτε. Θέλει να ξέρει τι συμβαίνει εντός κι εκτός του σπιτιού του. Παλιά συνήθεια που είχε ''φορτωθεί'' από τα καράβια. Θερμαστής, έφαγε τη μισή ζωή του στα λεβητοστάσια των πλοίων δίπλα στα καζάνια και την άλλη μισή σε αυτά των βιομηχανικών μονάδων στη στεριά απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκε.

Οι ώρες της δουλειάς ατέλειωτες. Τα πάντα τα κινούσαν τα χέρια τότε. Σε πολλές περιπτώσεις πολυτέλεια και η βόλτα στο κατάστρωμα. Επαγγελματισμός, υπευθυνότητα, ανάγκη, που δεν τον άφηναν να νοιαστεί ούτε για την υγεία του.

Χαμογελάει: ''Ένας καπετάνιος σε κάποιο ταξίδι από αυτά που διαρκούν 17 και 18 μήνες, έστειλε ναύτες να με πάνε σηκωτό στο κατάστρωμα'' θυμάται.

''Βγάλτε τον από κει μέσα να τον δει ο ήλιος, ήταν η εντολή που έδωσε''.

Μόνη του επαφή με καθαρό αέρα μία ανεμοδόχος που έφτανε στο χώρο που εργαζόταν.  

Τον πονάει που δεν μπορεί πια να τα προλάβει όλα. Η υγεία του έχει επιβαρυνθεί και το σώμα έχει καταπονηθεί . Όχι όμως και το μυαλό. Ταξιδεύει σε όλο τον πλανήτη  … Αμερική, Ινδία, Σουηδία, Δανία, Μαρόκο…. Και που δεν έχει πάει... Πλανεύτρα η θάλασσα τον κράτησε χρόνια στην αγκαλιά της. Βουτά εκ νέου με λαχτάρα σ' αυτή την αγκαλιά λοιπόν και μου διηγείται …

''1958 Ηράκλειο. Δουλειές δεν υπήρχαν. Πεινούσαμε. Ο  κόσμος έφευγε για το Βέλγιο αναζητώντας την τύχη του στα ανθρακωρυχεία. Έβγαλα κι εγώ διαβατήριο μόνο που τελευταία στιγμή ένας συγγενής, λογιστής σε ναυτιλιακό πρακτορείο στο λιμάνι του Ηρακλείου, μου άλλαξε προσανατολισμό. Μου έδειξε τα καράβια.

''Καλύτερα από τ' ανθρακωρυχεία'' …. Μου είπε.

Δεν υπήρχε πλοίο που να ήρθε στο λιμάνι γι ανεφοδιασμό και να μην ήμουν  κάτω στην προβλήτα ζητώντας δουλειά. Πείνα και φτώχεια σας είπα. Ένας 'Έλληνας ναύτης σε αμερικάνικο πλοίο ένα ''liberty'' που του έπιασα κουβέντα για να μάθω αν χρειάζονταν χέρια μαθητευόμενων, μου είπε ότι βρίσκομαι σε λάθος μέρος καθώς το σημείο αναφοράς για να βρω δουλειά ήταν ο Πειραιάς.

Με μόνα εφόδια λίγα χρήματα που είχα στην άκρη για ώρα ανάγκης έφθασα στο μεγάλο λιμάνι. Εδώ δεν ταλαιπωρήθηκα ιδιαίτερα.

''Έχεις χρυσό; μου σφυρίξανε, ''τότε θα βρεις αμέσως δουλειά''. Ότι είχε το κομπόδεμα μου το έκανα λίρες. Στους δρόμους γινότανε η ανταλλαγή. Έτσι ο χρυσός μ' έβαλε ως μαθητευόμενο σ' ένα φορτηγό καράβι, ''ανασφάλιστο'' με ξένη σημαία.

Σκληρή η δουλειά στην ''κουβέρτα'' για ένα μαθητευόμενο, αλλά οι επιλογές μου ήταν μετρημένες. Έκανα ότι δουλειά μου ανέθεταν οι ναύτες για τη συντήρηση του πλοίου. Ματσακόνιζα , έβαφα, καθάριζα …

Αλλά κα μετά το τέλος της βάρδιας δεν σταματούσα. Είχα γνωρίσει το θερμαστή του πλοίου, Έλληνας από τα Βάτικα, λέγαμε κουβέντες μεταξύ μας. Κατέβαινα κάτω στο λεβητοστάσιο και τον βοηθούσα. Δεν πληρωνόμουνα γιαυτό, παρέα ήθελα και δυο ανθρώπινες κουβέντες. Μέσα σ' 'ένα τρίμηνο όμως κουβέντα στην κουβέντα, άκουγα το θόρυβο των καζανιών κι ήξερα αν δούλευαν και πως δούλευαν. Πετρέλαιο κάρβουνο, ατμός, πίεση''….  

Έτσι ανοίγει επαγγελματικά το μέλλον του κυρ- Γιάννη, καθώς ο φίλος του ο θερμαστής σε ένα λιμάνι της Γιουγκοσλαβίας όπου είχε πάει για συντήρηση το πλοίο παραιτείται αλλά προτείνει στη θέση του το μαθητή του, που δίπλωμα ακόμα δεν έχει αλλά ξέρει τη δουλειά καλύτερα από το δάσκαλό.

''Σας τον εγγυούμαι τους είπε. Ξέρει να λειτουργεί τα καζάνια και με κάρβουνο και με πετρέλαιο''.

Με απορία και περιέργεια οι μηχανικοί του πλοίου πάνε μαζί του στο λεβητοστάσιο: ''Άναψε, σβήσε, αλλαγή καυσίμου, φίλτρα, λάδι, πίεση, ατμός,  ώθηση στα βίντσια, πρόβλημα, αποκατάσταση'' … Ο νέος θερμαστής αναλαμβάνει υπηρεσία.

Ένα ολόκληρο χρόνο έμεινε στο ίδιο πόστο ο κυρ- Γιάννης, αλλά σε ένα από τα λιμάνια ανεφοδιασμού στη Χίο, δηλώνει παραίτηση, κουράστηκε, παίρνει τα χρήματα και τα αποδεικτικά έγγραφα πιστοποίησης του από το καράβι, το λιμεναρχείο, απαραίτητα για την αυτασφάλιση του και την επόμενη δουλειά του και ταξιδεύει προς Πειραιά. Έχει δύο χρόνια κοντά να δει και την οικογένεια του.

Εδώ, γνωρίζει ένα φίλο της οικογένειας, επίσης ναυτικό - τον Παναγιώτη - με τον οποίο θα τους συνδέει μία μεγάλη φιλία. Ήταν ο άνθρωπος που τον βοήθησε να μπαρκάρει με πλοίο Έλληνα πλοιοκτήτη και να απολαύσει καλύτερες εργασιακές συνθήκες.

''Έμεινα λίγο στη στεριά'', συνεχίζει. ''Σαλπάραμε για Ευρώπη, Αμερική, Παναμά, Καλιφόρνια, Ιαπωνία, Καναδά, Ευρώπη.  Ταξίδι με διάρκεια 16 - 17 μήνες μεταφέροντας διάφορα εμπορεύματα. Βαπόρι που τα είχαμε όλα: εργασιακές σχέσεις, μισθός, φαγητό, ρούχα παπούτσια, δώρα, ότι χρειαζόμασταν το βρίσκαμε στην καμπίνα μας.

Όπου δέναμε δε για να ξεφορτώσουμε, να ανεφοδιαστούμε, να ξεκουραστούμε, με το που τελείωνε η βάρδια μας ήμασταν όλοι έτοιμοι, μπανιαρισμένοι, αρωματισμένοι για την ''τσάρκα'' μας. Καφές - ποτό - φαγητό - διασκέδαση - θέαμα'' …

Αυτό που του λείπει ωστόσο και το ξέρει δεν είναι άλλο από το δίπλωμα του θερμαστή. Έτσι βγαίνοντας στον Πειραιά προτεραιότητα  έχει η απόκτηση του και το καταφέρνει. Δίνει εξετάσεις στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και παίρνει το δίπλωμα.

Διπλωματούχος πλέον θερμαστής, με άλλο αέρα μέσα στο καράβι, το 1963 αλλάζει εταιρεία. Μπαίνει σε πλοίο που κάνει το δρομολόγιο: Γερμανία - Ολλανδία - Βέλγιο - Αγγλία - Πορτογαλία - Ισπανία - Αίγυπτος - Λίβανος - Συρία  κλπ. μεταφέροντας μηχανήματα. Σταθερή παραμένει η επιλογή του για τα μεγάλα ταξίδια.

''Θέλω να μαζέψω χρήματα. Να γίνω οικονομικά ανεξάρτητος. Να μπορώ να ζήσω άνετα, να καλύψω τις ανάγκες μου, να κάνω και τις τρέλες μου αν χρειαστεί'' εξομολογείται.  

Ολοκληρώνοντας αυτό τον κύκλο ή το γύρο του κόσμου παίρνει άδεια. Θέλει να ξεκουραστεί, να γυρίσει στο Ηράκλειο να δει φίλους και γνωστούς. Ν' ονειρευτεί αυτός ο σκληρός ναυτικός που γλυκοκοιτάζει μία πιτσιρίκα, σήμερα γυναίκα του, την κυρία Μαρίκα.

''Ξεμπαρκάρω, φτάνω στο Ηράκλειο κάθομαι κάμποσες μέρες'', θυμάται '' αλλά η δουλειά με κυνηγά και με ειδοποιούν να επιστρέψω σε ένα φορτηγό που έχει δέσει στη Σούδα καθώς τα νερά του λιμανιού στο Ηράκλειο δεν το χωράνε. Πήρα το λεωφορείο της γραμμής κι έφθασα στο προορισμό μου.

Καλώς το Γιαννιό μου έλεγαν οι Καπετανέοι.  Εσένα περιμέναμε…

Φύγαμε αμέσως για τις Ινδίες και από κει για τη Σαουδική Αραβία'' …

Μόνο μαζί με τα χρόνια που περνούν για τον ίδιο, γερνούν και τα πλοία όπως σχολιάζει. Αγώνας πραγματικός η συντήρηση τους και ήταν καλά ακόμα συντηρημένα, προσθέτει. Στα ναυπηγία έμπαιναν μόνο για έλεγχο: ''Καζάνια, βαψίματα, καθαριότητα … κάναμε τα πάντα και το πλοίο ήταν περιποιημένο όπως το σπίτι μας''. Τ' αγαπούσαμε όπως το σπίτι μας. Το κάθε πλοίο ένας ζωντανός οργανισμός, άλλοτε οικογένεια κι άλλοτε μεγάλη πολιτεία''….

Ναυτοσύνη, αλληλεγγύη, μεράκι για τη θάλασσα και τη ζωή. Αυτό που ζητούν και σήμερα οι περισσότεροι Έλληνες πλοιοκτήτες.

''Εκπαιδεύστε τους νέους, ανοίξτε τις δουλειές, αντιμετωπίστε την ανεργία, επιστρέψτε στη ναυτοσύνη, η θάλασσα έχει ζήσει τόσους από μας, το μήνυμα του προς την πολιτεία και τους  πλοιοκτήτες''.

Κι όπως κάθε τι στη ζωή κάνει το κύκλο του έτσι φαίνεται να κάνουν και το δικό τους οι καλές μέρες στα καράβια. Από το 1965 και μετά λέει ο έμπειρος θερμαστής η σύνθεση των πληρωμάτων αλλάζει, το ευκαιριακό κέρδος προκαλεί προβλήματα, οι δεσμοί φιλίας πνίγονται συχνά στους ωκεανούς που ταξιδεύουν, η έλλειψη συντήρησης εμφανής και οι ζημιές περισσότερες.

'Άλλαζαν και οι συνθήκες σταδιακά. Τα Ελληνικά πληρώματα αντικαθιστούταν με ξένα. Η καταβολή των δεδουλευμένων καθυστερούσε, εν αγνοία των πλοιοκτητών. Οι συνθήκες ζωής εντός του πλοίου όλο και δυσκολότερες. Φτάναμε στο σημείο να μην έχουμε χρήματα ούτε για τα τσιγάρα μας πολλές φορές. Σε ένα ταξίδι μας άφησαν χωρίς χρήματα στη Βενετία για 40 ημέρες καθώς στο πλοίο παρουσιάστηκε ζημιά κι αν δεν ήταν ο πρόξενος αλήθεια δεν ξέρω τι θα είχαμε απογίνει''…

Ο κυρ-Γιάννης επιστρέφοντας δεν το βάζει κάτω και ψάχνει για νέο πλοίο.

''Ήμουν πίστευα τυχερός καθώς η αναζήτηση δεν κράτησε πολύ. Προσελήφθηκα σε ένα πλοίο που μετέφερε ξυλεία. Μετά που σαλπάραμε κατάλαβα ότι την πάτησα. Έμεινα στο λεβητοστάσιο δύο μερόνυχτα μόνος και νηστικός. Δεν πήραν το προσωπικό που έπρεπε αφενός κι αφετέρου άφησαν στην τύχη τους,  τους υπόλοιπους.  Στον Πειραιά δήλωσα παραίτηση και στο Βόλο έφυγα'' προσθέτει.

Την ίδια ώρα στα μάτια του σπιθίζει μια θύμηση που τον κάνει να κρυφογελά.

''Άκου λέει: Εκείνοι με ξεχάσανε για να κάνουνε τη δουλειά τους, μόνο και νηστικό για δύο μερόνυχτα. Όταν βγήκα λοιπόν επάνω για να πάω στην καμπίνα μου μύρισα φαγητό. Συκωτάκι τηγανητό μου 'φερνε.  Πλησίασα δήθεν τυχαία προς το σημείο αναφοράς της μυρωδιάς. Ναι, πάνω στο πάσο της τραπεζαρίας βρισκόταν μία πιατέλα με μία φέτα τηγανιτό συκώτι. Έλεγξα γρήγορα αν είναι κανείς μέσα, πεινούσα, το άρπαξα κι έφυγα. Πήγα στην πρύμη, έκατσα και το έφαγα. Από την πρύμη έφθαναν στ' αυτιά μου οι φωνές του μάγειρα που γύρευε κι απειλούσε, τον κλέφτη της τροφής του καπετάνιου. Ήταν έλεγε η τελευταία μερίδα που διέθετε. Εγώ ήμουν 48 ώρες νηστικός….  

…Με τις συνθήκες να αλλάζουν προς το χειρότερο, ένα ατύχημα στο φορτηγό πλοίο που μπάρκαρε στη συνέχεια τον βγάζει οριστικά στη στεριά.

''Έσπασε ένας κύλινδρος της μηχανής. Τα αμπάρια ήταν φορτωμένα με ζάχαρη. Προορισμός μας ήταν η Σουηδία. Το πλοίο δεν μπορούσε να συνεχίσει. Αλλάξαμε ρότα κι επιστρέψαμε όπως μπορούσαμε στον Πειραιά. Αυτό ήταν και το τελευταίο μου ταξίδι στη θάλασσα. Εκείνη μου έλειπε και μου λείπει… Εγώ έλειπα  από την οικογένεια μου'' …

Στο διάστημα που μένει χωρίς δουλειά  ο κυρ -Γιάννης συναντά ένα συνάδελφό του ο οποίος του χαράζει τη νέα ρότα ζωής. Θερμαστής κι ίδιος του λέει πως πήγε σε σχολή προκειμένου να αποκτήσει δίπλωμα της ίδιας ειδικότητας αλλά για τους λέβητες και τα καζάνια σπιτιών και βιομηχανικών μονάδων. Του είπε πως γράφτηκε στο Σωματείο Θερμαστών και πως βρήκε άμεσα εργασία.

''Ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα, αναφέρει. Έγιναν όλα έτσι όπως μου τα είπε ο συνάδελφός μου. Το δίπλωμα μου το δεύτερο το πήρα. Δουλειά βρήκα αμέσως. Στα λεβητοστάσια των εργοστασίων συμπλήρωσα τα συντάξιμα χρόνια μου''.

Ο κυρ - Γιάννης σταματά να μιλά. Το μυαλό του τριγυρίζει στα λιμάνια. Τα μάτια του άλλοτε λάμπουν κι άλλοτε αγριεύουν. Τον αφήνω να ταξιδεύει και κλείνω το κασετόφωνο….

Ρεπορτάζ: Αγγέλα Δουλγεράκη

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News