default-image

Καπετάν Μανόλης Γιακουμάκης: "Βίρα καταπέλτη... Μόλα όλα"

Κρήτη
Καπετάν Μανόλης Γιακουμάκης: "Βίρα καταπέλτη... Μόλα όλα"

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο καπεταν-Μανόλης Γιακουμάκης δίνει το παράγγελμα: «Βίρα καταπέλτη... Μόλα όλα»... και η διαδικασία για τον απόπλου του πλοίου ξεκινάει. Τα σχοινιά λύνονται κι ένα ακόμα ταξίδι του Η/S "Festos Palace" των Μinoan Lines αρχίζει. Προορισμός, το λιμάνι του Πειραιά. Στη γέφυρα, καπετάνιος, ύπαρχος, αξιωματικός και ναύτης.

Ακούγονται μόνο οι καθαρές εντολές του καπεταν-Μανόλη που επαναλαμβάνονται από τη γέφυρα... Οι αναφορές του πληρώματος από την πρύμη και το μηχανοστάσιο για το σαλπάρισμα του πλοίου "Festos Palace" προς Κεντρικό Λιμεναρχείο Ηρακλείου: «Έτοιμοι για αναχώρηση... Επιβάτες... Αριθμός φορτηγών... Ι.Χ... 82 μέλη πληρώματος»...

Κεντρικό Λιμεναρχείο Ηρακλείου προς "Festos Palace": «ΟΚ... Καλό ταξίδι!».

«Χειριστήρια μηχανών στη μέση... Τέσσερα πρόσω η αριστερή... Τέσσερα πρόσω και οι δύο... Έξι πρόσω και οι δύο... Σαράντα μοίρες, δεξιά το τιμόνι... Μέση το τιμόνι... Πορεία 070... 070 γραμμή... Στα δεξιά μας αλιευτικό. Κινείται αργά προς την πορεία μας...».

Η ευθύνη του σκάφους - με μήκος 214 μ. και πλάτος 26,40 μ. - και της ζωής μας... στα χέρια πια του καπετάνιου. «Κάθε φορά που ταξίδευα με την οικογένειά μου, στο πλοίο της γραμμής έκανα την ίδια ευχή. Να μεγαλώσω γρήγορα, να πιάσω εγώ το τιμόνι. Έβλεπα τα πλοία να περνούν από τον κόλπο του Ηρακλείου και η καρδιά μου φτερούγιζε. Γυρνούσα σπίτι, πήγαινα στην τιμονιέρα που είχα φτιάξει, κι ονειρευόμουν. Έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Και πάλι καπετάνιος θα γινόμουν αν ξεκινούσα από την αρχή». Με αυτές τις κουβέντες μάς βουτά στο χθες και στο σήμερα της ζωής και της καριέρας του ο καπεταν-Μανόλης Γιακουμάκης, 29 χρόνια μετά το πρώτο μπάρκο.

Στα 51 του χρόνια με πλούσια εμπειρία και μέσα στο δικό του αγαπημένο χώρο, τη γέφυρα του πλοίου, μας μιλά για τα χρόνια που αφιέρωσε στη θάλασσα, για ό,τι στερήθηκε εξαιτίας αυτής της αγάπης, μας ξεναγεί στις φουρτούνες και τις μπουνάτσες της, τη μοναξιά της, ξεκαθαρίζοντας πως θα συνεχίσει να πορεύεται μαζί της. Μια συνέντευξη που αποδεικνύει εν κατακλείδι πως, αν αγαπάς και σέβεσαι αυτό που κάνεις κι έχεις επιλέξει, τότε η υπευθυνότητα και η ευθύνη θα είναι συνοδοιπόροι σου σε όλο το ταξίδι της ζωής.

Άλλωστε, οι Έλληνες ναυτικοί κρατούν παγκοσμίως τα σκήπτρα της αγάπης και του σεβασμού προς τη θάλασσα, της ευθύνης, της εργατικότητας και της συναδελφικότητας. Έμαθα δε πως το να ζεις σε ένα πλοίο, να διαχειρίζεσαι θέματα που αφορούν σε ένα πλοίο εντός κι εκτός αυτού, να νιώθεις ότι το τιμόνι που κρατάς "φέρει" την ευθύνη της ασφάλειας σκάφους, πληρώματος, επιβατών και παραπλεόντων σκαφών, αυτό το λένε "ναυτοσύνη".

Οικογενειάρχης σήμερα, πατέρας δύο παιδιών, μιλά στην πορεία της κουβέντας και για τα δικά τους όνειρα, που δεν έχουν καμία σχέση με τα δικά του, αλλά που σέβεται και θέλει να υλοποιηθούν. Μιλά για την κόρη του που θέλει να γίνει κτηνίατρος και το γιο του που έχει έφεση στα οικονομικά.

«Όλα άρχισαν όταν την είδα πρώτη φορά. Ήταν έρωτας κεραυνοβόλος. Το άρωμά της, η θέα της, η αύρα της, κυλούσαν στο αίμα μου. Αναζητούσα τις ευκαιρίες ή τις κυνηγούσα, για να με πάει η οικογένειά μου κοντά της. Ζούσαμε, βλέπετε, σε χωριό καλλιεργώντας τη γη. Ελιές, κηπευτικά, αμπέλια, ένας αέναος κύκλος χειμώνα-καλοκαίρι για να μπουν τα χρειαζούμενα στο σπίτι, στο τραπέζι. Το σεβόμουν, βοηθούσα όσο μπορούσα, αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού.

Οι ιστορίες των παλιών ναυτικών στροβιλίζονταν στο μυαλό μου. Πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, συνήθειες, κουλτούρες, νέοι τόποι, ομορφιές, που χωρίς τα ταξίδια δε θα μπορούσα να γνωρίσω. Μέσα από τις κουβέντες τους, πιτσιρικάς ακόμα, έμαθα τι σημαίνει δουλειά, εμπιστοσύνη, υπευθυνότητα, πειθαρχία, λόγος τιμής... Για μένα δεν υπήρχε άλλος δρόμος».

«Joveno ή ναυτόπαιδο»

Είχε καλούς βαθμούς, όπως εξηγεί ο ίδιος, άρα δεν υπήρχε και δυσκολία για την εισαγωγή του στην Ανωτέρα Δημόσια Σχολή του Εμπορικού Ναυτικού Πλοιάρχων-Μηχανικών με έδρα τα Χανιά.

Στα 21 του πια, το 1988, τελειόφοιτος, μπήκε στα πλοία των "Μινωικών", το "Φαιστός" και το "Κνωσός", για την πρακτική του σαν "joveno" ή "ναυτόπαιδο", βοηθώντας τους ναύτες στο γκαράζ με το παρκάρισμα των φορτηγών, το καθάρισμα, τη στοιβασία και το δέσιμο των φορτίων. Στα καθήκοντα της πρακτικής του επίσης η συντήρηση του πλοίου.

«Ουσιαστικά από 'κει πρέπει να ξεκινά ένας καπετάνιος, "joveno", για να ξέρει όλα τα σημεία και τις δουλειές του πλοίου», μου εξηγεί, προλαβαίνοντας την ερώτησή μου. «Σ' αυτό το πλοίο διδάχτηκα την πειθαρχία, τη δουλειά, την ευθύνη. Τα μαθήματα που πήρα ήταν καλύτερα κι από τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού. Σε αυτό το πλοίο ένιωσα τι θα πει συναδελφοσύνη, ναυτοσύνη».

Οι κρουαζιέρες

Ωστόσο, 14 μήνες αργότερα, ο καπεταν-Μανόλης αναζητά την τύχη του σε κρουαζιερόπλοιο, αποδεχόμενος πρόταση συναδέλφου του για προαγωγή, καθώς το στρατιωτικό είναι μπροστά του και για να εξοικονομήσει χρήματα πρέπει να ανέβει τα σκαλιά της ιεραρχίας και να γίνει ναύτης. «Στην εταιρεία που εργαζόμουν», λέει, «ο συνωστισμός και ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, καθώς εκεί είχε μαζευτεί η αφρόκρεμα της ελληνικής Ναυτιλίας. Το ίδιο που ισχύει και σήμερα. Οι "Μινωικές" ήταν ανερχόμενη δύναμη. Διπλωματούχοι αξιωματικοί, ανθυποπλοίαρχοι... περίμεναν καρτερικά την πολυπόθητη προαγωγή. Πλοίαρχοι οι αξιωματικοί της γέφυρας σε ποντοπόρα, που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν προκειμένου να είναι κοντά στις οικογένειές τους, στα παιδιά τους»... Ναύτης στο κρουαζιερόπλοιο ο καπεταν-Μανόλης, μπαίνει σε μια άλλη διαδικασία. Εδώ καλείται να διαχειριστεί και να εξυπηρετήσει επιβάτες που κάνουν διακοπές και παραμένουν σε ένα καράβι για πολλές ημέρες. Βγαίνει στη στεριά τον Οκτώβρη του 1991 και τρεις μήνες αργότερα ξεκινά τη στρατιωτική του θητεία ως σημαιοφόρος έφεδρος αξιωματικός στο Πολεμικό Ναυτικό.

«Είκοσι τρεις μήνες μετά, ολοκληρώνω τη θητεία μου κι επιστρέφω στην ενεργό δράση», συνεχίζει. «Επιστρέφω ως ανθυποπλοίαρχος στα κρουαζιερόπλοια και μένω δύο χρόνια. Κρουαζιέρες στο Αιγαίο με ελληνική πλοιοκτήτρια εταιρεία».

Στα καφενεία των ναυτικών

Στα διαλείμματα, εξομολογείται, όταν το πλοίο έδενε Πειραιά, η αγαπημένη συνήθεια όλων των ναυτικών, που έγινε και δική του, ήταν το καφεδάκι στα «καφενεία των ναυτικών», που περιμετρικά στο μεγάλο λιμάνι ήταν αρκετά. Εκεί και μέσα από τις ιστορίες των "παλιών" συναδέλφων του μαθαίνει για τα ανασφάλιστα πλοία. «Ξένη σημαία, ελαστικότεροι κανονισμοί, περισσότερα χρήματα. Πλοία που χωρίς την ελληνική σημαία δεν είχαν τους αυστηρούς κανονισμούς του ελληνικού κράτους. Δε σε ασφάλιζαν στο ΝΑΤ, δεν πλήρωναν οι πλοιοκτήτες εισφορές στο κράτος, κι ένα μέρος αυτών των χρημάτων ερχόταν στην τσέπη σου. Εκτός κι αν ήθελες ο ίδιος να εξαγοράσεις τα ένσημά σου με τα χρήματα αυτά».

Ανήσυχος, με αυξημένες υποχρεώσεις προς την οικογένειά του, παίρνει την απόφαση να μπαρκάρει με ένα από αυτά. Επιλογή ανάγκης που είχε πολλές δυσκολίες. «Το πλοίο δεν ήταν καλοσυντηρημένο. Η δουλειά ήταν σκληρή. Κάναμε τη γραμμή Βόρεια Αφρική-Τουρκία μεταφέροντας κοντέινερ με διάφορα προϊόντα. Συνάντησα συνταξιούχους να εργάζονται. Να κοπιάζουν πραγματικά. Ήταν οι ίδιοι που με παρότρυναν να φύγω, λέγοντάς μου ότι τα νιάτα κι οι σπουδές μου δεν έκαναν για 'κει», όπως λέει.

Για τον Μανόλη Γιακουμάκη ξεκινά και πάλι η αναζήτηση εργασίας, αν και για να ζήσεις στη θάλασσα βουτάς και κολυμπάς. Κι όπως κάθε τι που αναφέρει, το συνοδεύει με μια ιστορία από αυτές που κατά δεκάδες θα έχει να διηγείται σαν παραμύθια στα εγγόνια του: «Ήμουν ανθυποπλοίαρχος σε ένα εμπορικό πλοίο. Πέσαμε σε καιρό και το σκάφος κλυδωνιζόταν επικίνδυνα. Βρισκόμουν στην καμπίνα μου, έχοντας τελειώσει τη βάρδιά μου, όταν ο καπετάνιος με κάλεσε στη γέφυρα. Ανέβηκα παραπατώντας. Εκεί είχαν καταφύγει και τα περισσότερα μέλη του πληρώματος: αξιωματικοί, ναύτες, λοστρόμοι. Τα κύματα μπροστά μας μέτωπο. Το να σταθείς όρθιος, το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Ο Λεωνίδας, λοστρόμος από τον Πειραιά, λιποθύμησε. Ο καπετάνιος, γέννημα-θρέμμα στην Κάσο, πήγε στα χειριστήρια κι άφησε εμένα κι άλλο ένα ναύτη στο τιμόνι, βλέποντας ότι είμαστε οι μόνοι που μπορούσαμε ακόμα να κρατηθούμε. Το πλοίο με δυσκολία το κουμαντάραμε. Μια απότομη κλίση με πέταξε στην άκρη της γέφυρας, κι όμως σηκώθηκα. Μπήκαμε σε ένα όρμο μέχρι να περάσει το κακό. Για να ζήσεις τελικά στη θάλασσα, βουτάς και κολυμπάς».

«Τα σπίτια μου»

Έτσι, η επιστροφή στις "Μινωικές" έμοιαζε να είναι θέμα χρόνου. «Επέστρεψα το 1995 κι εδώ παραμένω», συνεχίζει. «Θυμάμαι ένα-ένα τα "σπίτια" που έζησα: ανθυποπλοίαρχος στο "Agia Galini", στο "Daedalos" στη γραμμή Πάτρα -Ηγουμενίτσα -Κέρκυρα -Βενετία, στο "Ν. Kazantzakis" στη γραμμή Ηράκλειο-Πειραιάς και στο "King Minos" Ηράκλειο-Πειραιάς, υποπλοίαρχος στο "Fedra" και στη γραμμή Πάτρα -Ηγουμενίτσα -Κέρκυρα -Βενετία, στο "Pasiphae" στη γραμμή Πάτρα -Ηγουμενίτσα -Ανκόνα και υποπλοίαρχος στο "Knossos Palace" για τρία χρόνια, στο "Ariadne Palace" και στο "Ikaros Palace".

Ακολουθεί το 2004 η φοίτησή του στο Κέντρο Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού, από όπου παίρνει το δίπλωμα του πλοιάρχου κι επιστρέφει στο "Knossos Palace". Παίρνει προαγωγή, γίνεται ύπαρχος, συνεχίζει την καριέρα του στα πλοία της εταιρείας στην Αδριατική και το Μάιο του 2016 αναλαμβάνει καπετάνιος στο "Ikaros Palace" στη γραμμή Ιταλία-Ισπανία-Μαρόκο. Λίγο αργότερα επιστρέφει ως πλοίαρχος στο "Festos Palace".

Υποδομές

Αναπόφευκτα η κουβέντα σε "δένει" στους κάβους υποδομών των ελληνικών λιμανιών, τα εργασιακά, ασφαλιστικά, το Ναυτικό Δίκαιο του 1958 επί βασιλέα Παύλου που εφαρμόζεται ακόμα σήμερα, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των ναυτικών... Στην κουβέντα των τελευταίων διαπιστώνεις, μάλιστα, ότι η πραγματικότητα είναι ιδιαιτέρως δύσκολη.

Υποδομές, εξυπηρέτηση πλοίων, ναυτικών, επιβατών... στα λιμάνια εκτιμά ότι έχουν ακόμα περιθώρια βημάτων προόδου. Πως η Πολιτεία απαιτείται να παρέμβει έστω και τώρα δυναμικά, καθώς η ναυτιλία παραμένει σταθερή αξία και δύναμη, αν θέλει να την αξιοποιήσει. Στην ίδια λογική και η αναφορά του ότι η εκπαίδευση-επιμόρφωση-πιστοποίηση όλων των επιμέρους γνώσεων-ειδικοτήτων που απαιτείται να έχουν τα μέλη του πληρώματος πρέπει να παρέχεται απρόσκοπτα χωρίς εκπτώσεις. «Σε μια νησιωτική χώρα περιμένεις να συμβαίνει το αυτονόητο: το λιμάνι που θα δέσει με ασφάλεια το πλοίο, το κάθε πλοίο, να μπορεί να εξυπηρετήσει κάθε ανάγκη του, από το πλοίο της γραμμής, το κρουαζιερόπλοιο, το φορτηγό, το αλιευτικό, το ιστιοφόρο, τη βάρκα... Περιμένεις να έχεις την υποδομή του σύγχρονου επιβατικού σταθμού, της πρόσβασης, της πληροφορίας... Όλα αυτά δε, κι άλλα τόσα, να σου προσφέρονται σε καθημερινή βάση, χειμώνα-καλοκαίρι», επισημαίνει.

Η ψυχή των ναυτικών

Το ενδιαφέρον της "γέφυρας", την ίδια ώρα, και του καπετάνιου που χάραξε πορεία στρέφεται στα πλοία που κινούνται παράλληλα, δίπλα ή στην αντίθετη κατεύθυνση με τη δική μας πλώρη. Το ραντάρ δίνει το στίγμα τους. Πορεία, τύπος, μέγεθος, και το πλήρωμα καλείται να διευκρινίσει διά του ασυρμάτου τις προθέσεις του.

«Ο εγκέφαλος του πλοίου βρίσκεται στη γέφυρα», λέει. «Καρδιά του το μηχανοστάσιο. Ψυχή του, το ανθρώπινο δυναμικό».

Οι βάρδιες αξιωματικών ανά τέσσερις ώρες και ναυτών ανά μία ώρα. Οι περιπολίες ασφαλείας εντός του σκάφους έχουν μόλις ξεκινήσει. «Η κίνηση είναι συνεχής για όλους μας», επισημαίνει. «Το πλοίο είναι ζωντανός οργανισμός κι όταν δεν έχει επιβάτες. Το πλήρωμα φροντίζει να ετοιμαστούν τα πάντα μέχρι την ώρα της επιβίβασης. Στην καθημερινότητα περιλαμβάνονται επίσης ασκήσεις ετοιμότητας βάσει των διεθνών κανονισμών για την ασφάλεια πλοίου κι επιβατών. Παροχή βοήθειας και πρώτων βοηθειών. Εντολή της γέφυρας: Τα στάνταρ εξυπηρέτησης των επιβατών να παραμείνουν ως έχουν, τόσο ψηλά όσο είναι και σήμερα. Συμπέρασμα: Η ναυτική οικογένεια και επιχειρηματικότητα διατηρείται στην κορυφή όχι μόνο εξαιτίας της διαχείρισης των πλοιοκτητών, αλλά και της ψυχής που καταθέτουν οι Έλληνες ναυτικοί».

«Η θάλασσα σε ξεπληρώνει για όλα»

«Το διάστημα που ήμουν "joveno" κι ο μικρότερος ηλικιακά στην κουβέρτα του πλοίου, αρρώστησα και μάλιστα άσχημα», θυμάται ο καπεταν-Μανόλης. «Ο πυρετός μ' έψηνε και δεν μπορούσα να δουλέψω. Ένας συνάδελφος από τα Χανιά, μεγάλος σε ηλικία, με πήγε στην καμπίνα μου, με περιποιήθηκε, μου έφερε κάτι να πιω και να φάω, κι έμενε δίπλα μου κάθε μέρα με το που τελείωνε τη βάρδιά του, σαν να ήταν η μάνα μου, μέχρι που έγινα καλά.

Κι επειδή η θάλασσα αγριεύει, η θάλασσα ηρεμεί, η θάλασσα σε ξεπληρώνει για όλα, ήρθε μερικά χρόνια αργότερα και η δική μου σειρά να τον βοηθήσω.

Πώς; Ήμουν καπετάνιος σε ένα ρυμουλκό όταν υπηρετούσα στο ναύσταθμο της Σούδας τη θητεία μου. Πήρα σήμα από το Θάλαμο Επιχειρήσεων του υπουργείου και τη μονάδα μου, πως έξω από τον Κόλπο της Σούδας ένα σκάφος εξέπεμψε SOS καθώς ήταν ακυβέρνητο. Επρόκειτο για ένα μικρό σκάφος που είχε εγκλωβιστεί σε περιοχή με βράχια. Επιβάτες του δύο άτομα που τους βλέπαμε να μας κουνούν τα χέρια. Το να πλησιάσουμε και για μας ήταν πολύ επικίνδυνο, αλλά το καταφέραμε. Με τη βοήθεια του λοστρόμου τούς ρίξαμε σχοινί και ξεκίνησε η ρυμούλκησή τους. Τους τραβήξαμε, κι όταν κατάλαβα ποιον έσωσα έμεινα άφωνος. Ήταν ο άνθρωπος που έμεινε δίπλα μου τις νύχτες που ψηνόμουν στον πυρετό, μαζί με τη σύζυγό του!».

Το παιδικό όνειρο και οι στερήσεις της στεριανής ζωής

Ώρα... 1:30 με 2 τα ξημερώματα. Έτος 2016. Το πλοίο φτάνει κοντά στη Μήλο, στο δρομολόγιο Ηράκλειο-Πειραιάς, όταν ο αξιωματικός Υπηρεσίας παίρνει σήμα από το Θάλαμο Επιχειρήσεων του υπουργείου Ναυτιλίας ότι πιθανότατα ένα σκάφος βρίσκεται σε κίνδυνο. Στο "Festos" σημαίνει συναγερμός. Τα μέλη του πληρώματος στο σύνολό τους βρίσκονται στις θέσεις τους, κι ετοιμάζονται για το χειρότερο. Η πορεία αλλάζει και το πλοίο βρίσκεται στο σημείο που το έστειλε το Επιχειρησιακό Κέντρο του υπουργείου. Πρόκειται όντως για ένα γιοτ στο οποίο φαίνεται να επιβαίνουν πολλοί άνθρωποι.

«Πλησιάσαμε όσο πιο κοντά γινόταν. Με τους προβολείς είδαμε για τι σκάφος επρόκειτο, ποια ήταν η κατάστασή του. Δεν αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο όπως φαινόταν. Άνθρωποι στη θάλασσα δεν υπήρχαν. Ενημερώθηκε ο Θάλαμος Επιχειρήσεων, ενώ ήδη κοντά μας βρέθηκε κι ένα παραπλέον φορτηγό. Εμείς απελευθερωθήκαμε ενώ οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στο λιμάνι της Μήλου με τη βοήθεια του δεύτερου σκάφους. Το ταξίδι μας συνεχίστηκε για τον Πειραιά».

Από το παιδικό όνειρο του καπεταν-Μανόλη λείπουν, ωστόσο, οι κοινές στιγμές της καθημερινότητας με τα παιδιά του, τη γυναίκα του, τους φίλους του. «Το να τ' αγκαλιάσεις, να τα κανακέψεις, να τα σκεπάσεις, να βάλεις κανόνες για την προστασία τους, να τα διαβάσεις, ναι μου έλειψαν... Το να είσαι δίπλα στη σύντροφό σου, ναι μου έλειψε», λέει. «Είμαστε τρεις φίλοι παιδικοί που κρατήσαμε επαφές. Η καριέρα και των τριών πήγε πολύ καλά. Όταν, όμως, συναντηθούμε δεν έχουμε πολλά κοινά βιώματα και λέμε μόνο ιστορίες από το στρατό. Από τη στεριανή ζωή μου, ναι μου λείπει η φροντίδα του κήπου μου, των λουλουδιών μου, το μπάσκετ... Αν ξεκινούσα όμως από την αρχή και πάλι το ίδιο όνειρο θα ήθελα να πραγματοποιήσω».

Ρεπορτάζ: Αγγέλα Δουλγεράκη

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News