default-image

Άγγιγμα ψυχής για τον Πάσαρη: Από τα εγκλήματα στο Άγιο Όρος

Άγγιγμα ψυχής για τον Πάσαρη: Από τα εγκλήματα στο Άγιο Όρος

«Όταν ξαναγυρίσω στην Ελλάδα θέλω να αναλάβω τις ευθύνες μου. Να ζητήσω συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων. Δικαίωμα του κάθε κατηγορούμενου είναι να βλέπει τους κατηγόρους τους».

Ο διαβόητος κακοποιός Κώστας Πάσσαρης έγκλειστος στις φυλακές της Ρουμανίας τα τελευταία 15 χρόνια μίλησε τηλεφωνικά στην εκπομπή του  ΣΚΑΪ «Δικογραφίες».  

«Έχουν αλλάξει πλέον τα πράγματα. Άλλες οι αρχές μου τώρα. Πλησίασα τον Θεό και αυτό με άλλαξε. Είναι υποχρέωση μου να βρίσκομαι εδώ που είμαι και δεν κατηγορώ κανέναν»  είπε ο Κώστας Πάσσαρης.

Απαντώντας σε ερώτηση γιατί δεν δίνει πιο συχνά συνεντεύξεις, ο διαβόητος κακοποιός απάντησε πως: «μου φαίνεται απρεπές να μιλάω στα ΜΜΕ. Δεν είμαι κάποιο δημόσιο πρόσωπο. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι τέτοιο. Πολλά πράγματα έχουν ειπωθεί διαφορετικά απ' ότι πραγματικά έγινε. Κάποια στιγμή έπρεπε να ακουστώ κι εγώ».

Στη συνέχεια της τηλεφωνικής συνέντευξής του, ο Πάσσαρης αναφέρθηκε στη σχέση του με τον πνευματικό του πατέρα και το πώς άλλαξε η θρησκεία τον τρόπου που σκέφτεται.

«Με έχει αλλάξει η επαφή μου με τον πατέρα Γερβάσιο. Είμαι ένας άλλος άνθρωπος πλέον. Διαφορετικός από πριν. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Με έχει φέρει κοντά στον Θεό. Μου έδωσε  αγάπη. Πήρα πολύ περισσότερη αγάπη. Τόση που ίσως δεν την άξιζα» είπε και συμπλήρωσε:

«Θα ήθελα, όταν μετά από χρόνια βγω από την φυλακή να πάω στον πατέρα Γερβάσιο. Αυτό θα ήθελα. Έχω και εγώ στόχους. Είναι περισσότερο πνευματικοί, βέβαια. Ξέρω ότι είμαι φυλακή αλλά κάποια στιγμή θα ήθελα να πάω στο Άγιο Όρος και να γίνω μοναχός. Αλλά πρώτα πρέπει να κλείσω τους λογαριασμούς μου με την κοινωνία».

Ο Πάσσαρης απάντησε και για το πώς περνάει  η ώρα στη φυλακή. «Δεν μου λείπει κάτι. Είμαι καλά. Δεν αισθάνομαι ότι μου λείπει κάτι. Είμαι εκεί που είμαι. Εκτίω την ποινή μου. Είναι σημαντικό αυτό. Διαβάζω προσεύχομαι, γυμνάζομαι. Έχω ένα πολύ όμορφο πρόγραμμα. Τελειώνει η μέρα μου και υπάρχουν πράγματα που δεν έχω προλάβει να κάνω. Γράφω στίχους και ποιήματα. Βραβεύτηκα κιόλας. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο βέβαια»!

Παράλληλά, ο γνωστός κακοποιός αναφέρθηκε και στις οικογένειες των θυμάτων του. «Πραγματικά λυπάμαι. Αν θα μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω θα είχα κάνει διαφορετικά τα πράγματα. Δεν τους άξιζε αυτό που τους συνέβη. Ούτε στα θύματα, ούτε στους συγγενείς τους. Και λυπάμαι γι' αυτό» τόνισε και συμπλήρωσε:

«Η μόρφωση και η εκπαίδευση είναι σημαντική. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν από την αρχή της ζωής μου τα είχα πάει καλά. Τα πράγματα, πιθανότατα, θα ήταν διαφορετικά. Δεν μπορείς να στηρίζεις  την ευτυχία σου στη δυστυχία του άλλου. Η φυλακή δεν είναι το ίδιο με το να σκοτώνεις αλλά και εγώ πληρώνω γι' αυτό που».

Ο Πάσσαρης αναφέρθηκε και στον μεγαλύτερο φόβο του. «Φοβάμαι μη τυχόν στεναχωρήσω τον Θεό. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος μου φόβος πλέον. Θα ήθελα το τελευταίο μέρος της ποινής μου να το εκτίσω στην Ελλάδα. Και δεν είναι ότι εδώ οι φυλακές είναι τόσο χάλια όσο λένε. Ούτε ποτέ ήμουν σε κανένα υπόγειο όπως έλεγαν τα ελληνικά ΜΜΕ. Απλά θα ήθελα να ξαναμπώ στο κλίμα της Ελλάδας. Να είμαι πιο κοντά με τον πατέρα Γερβάσιο. Ήμουν νεκρός και τώρα ξαναζώ. Πέρασα από την κόλαση στη ζωή».

Η ατίθαση ζωή του

Γεννημένος στις 9 Μαρτίου του 1975, ο Πάσσαρης ήταν ο καρπός ενός εφηβικού έρωτα, που άνθισε ανάμεσα σε έναν 17χρονο Έλληνα έφηβο και μια Ρουμάνα με το όνομα Μαρία Αυγούστα. Η τελευταία πέθανε έξι χρόνια αργότερα και ο μικρός τότε Κώστας μεγάλωσε ουσιαστικά χωρίς επιτήρηση. Όσοι τον γνώρισαν μικρό κάνουν λόγο για ένα ατίθασο παιδί, που δεν δίσταζε να τσακωθεί ακόμη και με μεγαλύτερους.

Η επαφή του με τους δρόμους είναι συχνότατη, όπως και οι συναναστροφές του με άλλα άτομα, τα οποία δεν αργούν να τον οδηγήσουν στις πρώτες μικροκλοπές.

Σε ηλικία 15 ετών η Αστυνομία ανακαλύπτει στο σπίτι του διάφορα κλεμμένα και ο Κώστας Πάσσαρης περνάει για πρώτη φορά στη ζωή του, την είσοδο ενός σωφρονιστικού καταστήματος, αφού μένει έγκλειστος έξι μήνες σε αναμορφωτήριο. Μόλις απολύεται, βγαίνει ξανά στους δρόμους και δεν αργεί να συλληφθεί ξανά, αυτή τη φορά για επαιτεία.

Εκρηκτικός χαρακτήρας που «δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του», μισεί τα αναμορφωτήρια και, όταν καλείται να υπηρετήσει τη θητεία του, μισεί -εξαιρείται η εκπαίδευση στα όπλα- και τον στρατό.

Εκεί θα επιστρέψει στο αγαπημένο του σπορ -τις κλοπές- εντός και εκτός στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από την στρατονομία στις αρχές του 1995, οπότε και οδηγήθηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας.

Δεν θα αντέξει τον εγκλεισμό του και, ένα χρόνο αργότερα, δραπετεύει και κηρύσσεται λιποτάκτης, κάτι όμως που δεν τον απασχολεί, αφού έχει αποφασίσει να περάσει στην παρανομία.

Η ματωμένη του διαδρομή έχει μόλις ξεκινήσει...

Η συμμαχία με κακοποιούς

Το 1996 με την απειλή όπλου ληστεύει μια γυναίκα που πουλούσε φρούτα σε έναν πάγκο στην Καλλιθέα, αλλά, έπειτα από καταδίωξη και ανταλλαγή πυροβολισμών, συλλαμβάνεται. Εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές της Κασσάνδρας, γνωρίζεται με τον Ρουμάνο κατάδικο Νικολάε Γκορέα και γίνονται αχώριστοι.

Όταν αποφυλακίζονται, τον Δεκέμβριο του 1999, ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον επίσης Ρουμάνο Ιον Βασίλι και αρχίζουν τις ένοπλες ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας.

Αυτά μέχρι τον Φεβρουάριο του 2000, όταν η τύχη των τριών κακοποιών τελειώνει μερικώς, σε μια συμπλοκή με αστυνομικούς στην πλατεία Βάθη. Από την ανταλλαγή πυρών τραυματίζονται δύο αστυνομικοί και σκοτώνεται ο Βασίλι, γεγονός που τρελαίνει τον Πάσσαρη, ο οποίος τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και δηλώνει: «Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ».

Τρεις ημέρες αργότερα και ενώ οι Αρχές τον αναζητούν εντατικά, συλλαμβάνεται στην πλατεία Αμερικής, έχοντας πάνω του ένα πιστόλι και και μια χειροβομβίδα. Το ίδιο απόγευμα σκοτώνεται έπειτα από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πετρούπολη ο Νικολάε και ο Πάσσαρης είναι πλέον μόνος του. Οδηγείται στον Κορυδαλλό, αλλά δεν έχει ξεχάσει την υπόσχεσή του, να σκοτώσει τρεις αστυνομικούς.

Η εγκληματική δράση και το τέλος της διαδρομής

Ένα χρόνο αργότερα, έγκλειστος πλέον στον Κορυδαλλό, οδηγείται για εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό. Τον συνοδεύουν δύο αρχιφύλακες του Μεταγωγών και ένας εδικός φρουρός, οι οποίοι θα πληρώσουν ακριβά το μένος του Πάσσαρη και τη δίψα του για εκδίκηση.

Ποτέ δεν έγινε γνωστό πώς ο κατάδικος είχε όπλο μαζί του. Με αυτό σκότωσε τους δύο αρχιφύλακες που τον συνόδευαν και τραυμάτισε σοβαρά τον ειδικό φρουρό που προπορευόταν, σκορπώντας τον τρόμο μέσα στο νοσοκομείο.

Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης και ο δραπέτης εξαφανίστηκε, εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση και τον πανικό, συνεχίζοντας τους επόμενους μήνες τη ματωμένη πορεία του.

Ακολούθησαν ληστείες, η δολοφονία μιας Βουλγάρας ιερόδουλης και το περίφημο φιάσκο της ΕΛ.ΑΣ σε διαμέρισμα του Νέου Κόσμου, όπου κρυβόταν ενίοτε ο Πάσσαρης μαζί με συνεργάτη του.

Πάνω από 100 αστυνομικοί ακροβολίζονται πέριξ της πολυκατοικίας, ενώ επτά άνδρες των ειδικών δυνάμεων τον περιμένουν μέσα στο διαμέρισμα της οδού Ιππάρχου. Είναι 31 Ιουλίου του 2001 και, στις 11 το βράδυ, ο Πάσσαρης γυρίζει το κλειδί στην πόρτα. Η βιασύνη των αστυνομικών, που του φωνάζουν «ακίνητος» πριν μπει μέσα, του δίνει την ευκαιρία να αποδράσει, παρά το γεγονός ότι μια σφαίρα τον τραυματίζει στο πόδι.

Τον Σεπτέμβριο με πλαστό διαβατήριο, εισέρχεται στη Ρουμανία, εκεί όπου γράφτηκε το τέλος αιματηρής δράσης του, όταν, μετά τη σύλληψη συνεργού του, η αστυνομία έκανε επιδρομή σε διαμέρισμα στο Βουκουρέστι και τον συνέλαβε.

Έκτοτε, και μετά τη δίκη του για τη δολοφονία δύο ατόμων, εκτίει την ποινή του και, όπως διατείνονται πλέον οι ελάχιστοι που τον έχουν συναντήσει, είναι πια -έπειτα από 16 χρόνια εγκλεισμού- ένας άλλος άνθρωπος, που φέρεται να αναζητάει την εσωτερική γαλήνη που δεν είχε σχεδόν ποτέ στη ζωή του.

Πηγή: thetoc.grprotothema.gr

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News