default-image

Μια δημοσιογράφος στη θέση οδηγού λεωφορείου για 24ώρες

Κρήτη
Μια δημοσιογράφος στη θέση οδηγού λεωφορείου για 24ώρες

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Αν δεν το ζήσεις, δεν καταλαβαίνεις τι περνάω. Δεν υπάρχει πιο δύσκολη δουλειά από τη δική μου... Αλλά δεν έχω επιλογές... πρέπει να ζήσω», ή «μα δεν την αλλάζω με τίποτα στον κόσμο», ή «τι ξέρεις εσύ απ' αυτά που εγώ περνάω;». Άλλες πάλι φορές εμείς λέμε για συγγενείς, φίλους ή άλλους: «Εσύ τι ανάγκη έχεις; Βάζεις το κλειδί στην πόρτα, ανοίγεις τη δική σου δουλειά, αλί σε εμάς!», ή «πού ξέρεις εσύ από τα δικά μας βάσανα!»... Είναι οι πιο συνηθισμένες κουβέντες που λέει ο καθένας για τη δουλειά του, αλλά και τη δουλειά των άλλων. Καιρός λοιπόν να το δούμε στην πράξη...

Πώς και ποια είναι η εργασία του καθενός από μας; Θα γίνω λοιπόν οδηγός λεωφορείου, εργάτης, ιδιοκτήτης επιχείρησης και μέσα από τη βάρδια κάθε ειδικότητας θα καταγράψω αυτό που εκείνοι βιώνουν από τη δική τους θέση.

Σήμερα μπαίνω στη θέση ενός οδηγού λεωφορείου. Είμαι οδηγός λεωφορείου του ΚΤΕΛ Δρομολόγιο: Ηράκλειο-Ανώγεια, Ηράκλειο-Καστέλι...

Η ζωή μέσα από ένα λεωφορείο καταπίνει χιλιόμετρα, στέκεται με υπευθυνότητα στην ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής, εξυπηρετεί μεταφέροντας τον επιβάτη, ακούει και χαμογελά στο λυπημένο, κατανοεί και προσπερνά τον προσβλητικό, θυμωμένο, ευέξαπτο και αφήνει πίσω τις δικές της στενοχώριες, επιθυμίες, υποχρεώσεις...

Είναι Σάββατο απόγευμα, 4:30 και το λεωφορείο του Υπεραστικού ΚΤΕΛ, με οδηγό τον Γιώργο Ταμπακάκη, αναχωρεί από το σταθμό στη Χανιώπορτα με προορισμό τ' Ανώγεια.

Στη βάρδια σήμερα μπαίνω κι εγώ. Σ' ένα ρεπορτάζ που με βάζει στο πετσί τού επαγγέλματος ενός οδηγού, που αφήνει την ηρεμία του απογεύματος του Σαββάτου, της παρέας με την οικογένεια και τους φίλους, κάνει το σταυρό του και μπαίνει στη μάχη για το μεροκάματο. Χανιώπορτα, 62 Μαρτύρων, Ξηροπόταμος, Γάζι, "Αρόλιθος", Τύλισος, Γωνιές, Σίσαρχα, Ανώγεια, Περαχώρι και επιστροφή... Τίποτα εύκολο μα και τίποτα δύσκολο. Μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά ξέρεις άλλωστε το πώς και το γιατί. Συνειδητά πια κρατάς το τιμόνι μεταφέροντας στον προορισμό τους ανθρώπινες ζωές. Τα μάτια σου "δεκατέσσερα", ελέγχουν και οδηγούν τα πάντα: το λεωφορείο, τις στάσεις, τις πόρτες, τους επιβάτες και την ασφάλειά τους... Αυτούς που προπορεύονται του αυτοκινήτου σου, εκείνους που ακολουθούν, σε "μαρκάρουν", ζητούν να σε προσπεράσουν σε τρία μέτρα δρόμο με μηδέν ορατότητα, κι εκείνους που έρχονται από την αντίθετη πλευρά ανυπόμονοι και πεπεισμένοι ότι η προτεραιότητά τους είναι δεδομένη, όπως και η ασφάλειά τους.

Διαφορετικός ο προορισμός για κάθε επιβάτη... Τέσσερις φίλες θέλουν να πάνε στις Γωνιές. Ο ηλικιωμένος στην πρώτη θέση επιβιβάστηκε με προορισμό τ' Ανώγεια. Το νεαρό ζευγάρι έχει προορισμό ξενοδοχειακό συγκρότημα στον Ψηλορείτη. Τους έχεις όλους κατά νου. «Δε φτάνουμε εκεί ψηλά», λέει ο οδηγός στο ζευγάρι. «Πώς θα πάτε; Μήπως πρέπει να ειδοποιήσετε κάποιον;».

Το λεωφορείο σταθερά "καταπίνει" τα χιλιόμετρα. Στις στάσεις το επιβατικό κοινό ανεβοκατεβαίνει. Μειωμένη είναι η κίνηση. Η κρίση, βλέπεις, από τη μια. Το λιομάζωμα, από την άλλη...

«Πριν από μερικά χρόνια άκουγες γέλια μέσα στο λεωφορείο», σχολιάζει ο Γιώργος. «Σήμερα οι επιβάτες είναι σκεφτικοί και ανήσυχοι. Άλλος στεναχωριέται για τη σύνταξή του που μειώνεται, άλλος γιατί δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα... Η ελπίδα έχει χαθεί από τα μάτια τους. Δεν τους ακούω πια να σχεδιάζουν, να ονειρεύονται για την επόμενη ώρα και μέρα. Είναι και οι αγροτικές δουλειές, που αυτή την περίοδο κρατούν τον κόσμο στο λιόφυτο», μου εξηγεί.

Ο οδηγός του Υπεραστικού ΚΤΕΛ Γιώργος Ταμπακάκης : Η ζωή μέσα από ένα λεωφορείο καταπίνει χιλιόμετρα, στέκεται με υπευθυνότητα στην ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής, εξυπηρετεί μεταφέροντας τον επιβάτη, ακούει και χαμογελά στο λυπημένο, κατανοεί και προσπερνά τον προσβλητικό, θυμωμένο, ευέξαπτο και αφήνει πίσω τις δικές της στενοχώριες, επιθυμίες, υποχρεώσεις...

Το Γωνιανό φαράγγι

Το λεωφορείο μπαίνει στο Γωνιανό φαράγγι. Η ταχύτητα σταθερή. Ο δρόμος λες και είναι καθαρός από τομές, λακκούβες και σαμαράκια. Σε αρκετά σημεία το αυτοκίνητο πηγαίνει σημειωτόν. Όσοι ακολουθούν και "μαρκάρουν" λες το λεωφορείο, προσπερνούν με φούρια. Δίπλα τους το χάος του φαραγγιού. Μπροστά τους οι στροφές και η μηδενική ορατότητα. Εκείνοι αμετανόητοι...

«Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά σου στο δρόμο;», ρωτώ τον οδηγό μας και εκείνος, χωρίς δεύτερη σκέψη, μιλά για την ανευθυνότητά μας, την άγνοια κινδύνου και την έλλειψη προνοητικότητας.

«Πρέπει να αντιλαμβάνεσαι από μακριά τι θέλει να κάνει ένας οδηγός», προσθέτει. «Να αντιλαμβάνεσαι τις προθέσεις του και να πράττεις ανάλογα, καθώς φέρεις την ευθύνη των ανθρώπων που μεταφέρεις. Βοηθάς με αυτό τον τρόπο ακόμα κι εκείνον που επιδεικνύει την παραπάνω συμπεριφορά να μην εμπλακεί σε τροχαίο».

Εκπαιδευτής υποψήφιων οδηγών ο ίδιος άλλωστε, εργάζεται στο ΚΤΕΛ από το 2005 και αποδεικνύει ότι διαθέτει τις γνώσεις και την εμπειρία των όσων λέει.

Στις Γωνιές αποβιβάζεται η παρέα με τα νεαρά κορίτσια. Ο Γιώργος ανοίγει το μπαγκάζ για να τους δώσει τις τσάντες τους, επιστρέφει στη θέση του, βάζει τη ζώνη του και συνεχίζουμε το δρομολόγιο.

Οι μέρες μικρές πια. Η νύχτα ξεκινά να "χορεύει" στο δικό της ρυθμό. Η φύση ήρεμη, ο αέρας δε "σαλεύει" ούτε φύλλο από τα δέντρα... Η θερμοκρασία στους 14βαθμούς Κελσίου.

«Μεταφέρω τόσες ψυχές που με εμπιστεύονται»

Παίρνοντας την επόμενη στροφή, διακρίνεις από μακριά τ' Ανώγεια. Ο φωτισμός στο δρόμο ανύπαρκτος. Οι κίτρινες γραμμές "του χιονιού" και της υποχρεωτικής πορείας μοναδικός οδηγός. Η σήμανση και οι καθρέπτες στις δύσκολες στροφές επίσης δυσεύρετα εργαλεία για την ασφαλή οδήγηση όλων των χρηστών του δρόμου.

«Στην επιστροφή», σχολιάζω, «θα φανεί το πρόβλημα».

«Αυτό είναι και το μείζον θέμα για ένα οδηγό», επισημαίνει ο Γιώργος. «Εκείνος που κάνει συχνά τη διαδρομή ξέρει το πώς και το πού. Για τους υπόλοιπους, οδηγός τους είναι η τύχη».

Κανείς από τους δυο μας δεν κοιτά το ρολόι. Ο χρόνος, σημείο αναφοράς άλλωστε, για την άφιξη του λεωφορείου στ' Ανώγεια είναι προγραμματισμένος.

Οι τελευταίοι επιβάτες αποβιβάζονται και οι νέοι που επιβιβάζονται με προορισμό το Ηράκλειο είναι ελάχιστοι.

Το κεφαλοχώρι ήσυχο... Στους δρόμους οι πεζοί είναι ελάχιστοι. Τα καφενεία δεν είναι πια γεμάτα, στα σπίτια το φως που φέγγει δεν είναι και τόσο φωτεινό όσο στο παρελθόν... Τα αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα κι από τις δύο πλευρές στους δρόμους, στις στροφές, γύρω στις πλατείες και στα ξέφωτα, σε αφηρημένη σύνθεση, με το λεωφορείο να μετακινείται υπολογισμένα πόντο-πόντο προκειμένου να περάσει - στα 12 μέτρα το μήκος του, στα 2,80 μέτρα το πλάτος του και στα 3 μέτρα το ύψος του.

«Πώς χώρεσες να περάσεις;», ρωτούσαν όλοι όσοι παρακολουθούσαν επευφημώντας τον οδηγό. Άλλοι κουνούσαν το κεφάλι... στο ρυθμό τού "δεν ξέρω", "δεν άκουσα", "δεν είδα", "δεν είναι δικά μας τ' αυτοκίνητα που σε εμποδίζουν να περάσεις"...

Ούτε κουβέντα άσχημη ο ίδιος. Ήρεμος, προσηλωμένος σ' αυτό που έκανε, ευγενικός, φιλικός και κοινωνικός με όποιον του μιλούσε. Καλησπέριζε και ρωτούσε όλους όσους έβλεπε. Ούτε μια άσχημη κουβέντα κι εντός του λεωφορείου.

«Αναρωτιέμαι πώς το καταφέρνεις αυτό», του είπα. Αποστομωτική ήταν η απάντησή του: «Μεταφέρω τόσες ψυχές που με εμπιστεύονται».

Οι δυσκολίες του επαγγέλματος...

«Έπαε στάσου, γιατί εδώ είναι το σπίτι μου»

Το μόνο που μου έμενε ήταν να συνεχίσω την καταγραφή όλων των δεδομένων με τα μάτια και το κινητό μου.

Ζήτησα από τον Γιώργο να θυμηθεί περιστατικά που του συνέβησαν και του έχουν μείνει στη μνήμη.

«Ένας παππούς μια φορά», ξεκίνησε, «επιστρέφοντας στο χωριό του, ήθελε να κατέβει έξω από την πόρτα του σπιτιού του κι όχι στη στάση. Προσπερνώντας εγώ το σπίτι του, ήρθε πίσω μου, με το αυτοκίνητο εν κινήσει, σήκωσε τη μαγκούρα του, μου έδωσε μια - ευτυχώς που δε με βρήκε στο κεφάλι - και μου φώναξε: "Επαέ στάσου γιατί εδώ είναι το σπίτι μου. Ήκουσες;"».

Σε ένα δεύτερο περιστατικό καταγράφει την αγωνία του όταν η κίνηση τον μπλοκάρει στο δρόμο σε δρομολόγιο εκτός Κρήτης, με αποτέλεσμα να χάσει το πλοίο προς το Ηράκλειο μαζί με 20 επιβάτες, που χρειάστηκε να διαμείνουν σε ξενοδοχείο με έξοδα του ΚΤΕΛ και να ταξιδέψουν την επόμενη ημέρα το βράδυ.

«Ποτέ δεν ξέρεις αυτό που θα αντιμετωπίσεις στο δρόμο. Απαιτείται να είσαι ψύχραιμος και να συνεργάζεσαι τόσο με την εταιρεία, όσο και με τους επιβάτες, για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα», λέει ενδεικτικά.

Με την κουβέντα, βγήκαμε από τ' Ανώγεια και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Με πανοραμική θέα μέσα από ένα λεωφορείο, βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Μαύρο σκοτάδι και χάος σε τρομοκρατούν. Τα φώτα σου και τα φώτα των άλλων αυτοκινήτων, από την αντίθετη κατεύθυνση, μόνο σημάδι μιας δύσκολης διαδρομής είναι, παράλληλα με τη γνώση της κάθε γωνιάς ενός δρόμου που έχεις διανύσει εκατοντάδες φορές στα χρόνια που κάνεις αυτή τη δουλειά. Σκοτάδι, ανύπαρκτη σήμανση, καθρέπτες, διαγραμμίσεις, επαγγελματισμός... Η τελευταία λέξη περικλείει την ουσία.

Φτάνοντας κοντά στην 62 Μαρτύρων, οι πόρτες ανοιγοκλείνουν: Οι τελευταίοι επιβάτες αποβιβάζονται.

Για τον ίδιο, ωστόσο, η βάρδια συνεχίζεται... Το "παρών" της επιστροφής δίδεται στο σταθμό της Χανιώπορτας. Η ώρα έχει πάει 7 μ.μ., η φωτεινή ένδειξη αλλάζει, και το νέο δρομολόγιο για το Καστέλι είναι έτοιμο να ξεκινήσει.

Ο δρόμος της επιστροφής

Ηράκλειο-Καστέλι: Ώρα αναχώρησης 7:15 μ.μ. Διαδρομή: Σταθμός στο λιμάνι, Ικάρου, πλατεία Ελευθερίας, Ανώνυμος, Δημοκρατίας, Κνωσού, Κνωσός, Σπήλια, Πατσίδες, Κουνάβοι, Αγιές Παρασκιές, Βόνη, Θραψανό, Ζωφόροι, Αποστόλοι, Καστέλι, Σαμπά και επιστροφή στο Ηράκλειο.

Διαφορετικό το δρομολόγιο, οι δρόμοι, το επιβατικό κοινό... "Μελισσολόι" τα νεαρά παιδιά που επιστρέφουν στο σπίτι από τη βόλτα του Σαββάτου. Κέφι και γέλια γεμίζουν το λεωφορείο. Σχεδόν όλοι γνωστοί, συγχωριανοί... Χαιρετιούνται και στήνουν κουβεντολόι. Κόβουν το εισιτήριό τους μέσα στο λεωφορείο. Ενημερώνουν πού ακριβώς θέλουν να κατέβουν και ο Γιώργος τούς θυμάται έναν προς έναν. Τα δύο δεκαπεντάχρονα ψηλά στους Κουνάβους. Δύο κοπέλες στο φαρμακείο στις Αγιές Παρασκιές, κι άλλες δύο στο ύψος του γηπέδου. «Ποιος ζήτησε να κατέβει στο γήπεδο;», ρωτά; «Εσείς πάτε στη Βόνη;», συνεχίζει, απευθυνόμενος σε μια κυρία.

«Δε θα την άλλαζα με τίποτα αυτή τη δουλειά», σχολιάζει. «Η επικοινωνία με όλο αυτό τον κόσμο μόνο ζωή δίνει». Κι όμως, το δρομολόγιο δεν είναι εύκολο.

Το σκοτάδι δε σου αφήνει περιθώρια σιγουριάς. Όλες οι αισθήσεις σου απαιτείται να είναι σε εγρήγορση. Ο δρόμος είναι γεμάτος παγίδες. Οι διαγραμμίσεις και ο φωτισμός πολυτέλεια... Το οδόστρωμα χιλιομπαλωμένο και οι παγίδες δεκάδες...

Οι κουβέντες μας λίγες. Αν ήμουν στη θέση του, σκέφτηκα, θα ήθελα να είμαι συγκεντρωμένη στο δρόμο, στις στάσεις, στους επιβάτες. Πρέπει να επιστρέψουν όλοι σπίτι τους κι εκείνος στον Γιώργο του, τον 7χρονο γιο του, και την 5χρονη Μαρία του...

Το Καστέλι έρημη πολιτεία. Λιγοστά φώτα αναμμένα. Κάτοικοι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια. Καφενεία άδεια...

«Κάποτε καθόσουν στο καφενείο, έπαιζες το χαρτάκι σου, ή όποιο άλλο τυχερό παιχνίδι ήθελες. Σήμερα όμως, και χωρίς χρήματα, μόνο γεροντάκια μπορεί να συναντήσεις για μια κολιτσίνα ή πρέφα», συμπληρώνει τη σκέψη μου ένας επιβάτης, που με βλέπει να κοιτώ προσεκτικά το χώρο στην κεντρική πλατεία.

Μα δε μένει εκεί... Μικρό "καφενείο" και το λεωφορείο, ή χώρος επικοινωνίας των μοναχικών ανθρώπων, μας λέει σε μια ανάσα δρόμο, από το Καστέλι ως το Σαμπά, τον πόνο του: πως επιστρέφει σπίτι του με τα ψώνια της ημέρας και στην άρρωστη σύζυγό του, που είναι καθηλωμένη στο κρεβάτι εδώ και τρία χρόνια εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου που πέρασε... Ότι την άφησε με την κόρη του, που τον τελευταίο μήνα μένει στο χωριό για να τον βοηθήσει, αλλά πρέπει σύντομα να επιστρέψει σπίτι της και στα τέσσερα παιδιά της... Και πως ο ίδιος δεν ξέρει τι να κάνει πια, καθώς η γυναίκα που βρήκε να την προσέχει τον έκλεψε κι έφυγε...

«Δε θα την άλλαζα με τίποτα αυτή τη δουλειά», επαναλαμβάνει ο οδηγός του λεωφορείου, που τώρα στον τόνο της φωνής του διακρίνω τη νοσταλγία επιστροφής στην αγκαλιά της οικογένειάς του.

Η ώρα είναι 9:38 μ.μ. Το λεωφορείο αφήνει τον τελευταίο του επιβάτη στον Άγιο Δημήτριο στον Κατσαμπά και παίρνει το δρόμο προς το σταθμό του αεροδρομίου.

Η μέρα και η βάρδια τέλειωσαν για τον οδηγό του λεωφορείου κι εμένα που σε θέση συνοδηγού έζησα μαζί του την καθημερινότητά του σε δρομολόγια που μεταφέρουν «ανθρώπινες ψυχές», όπως κι ο ίδιος λέει. Σήμερα μεταφέραμε ογδόντα ανθρώπους...

Ρεπορτάζ: Αγγέλα Δουλγεράκη

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News