default-image

Ξυπνούν μνήμες: Όταν οι ναζί αιματοκύλησαν Μάραθος & Δαμάστα

Κρήτη
Ξυπνούν μνήμες: Όταν οι ναζί αιματοκύλησαν Μάραθος & Δαμάστα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εβδομήντα δύο χρόνια πριν, ένα ξημέρωμα Αυγούστου. Υγρό από τη δροσούλα της νύχτας, με τον άνεμο να μεταφέρει τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών, τα οποία ετοιμάζονταν να υμνήσουν τον ήλιο που θα ανέτειλε πίσω από τις βουνοκορφές που ζώνουν τη Δαμάστα.

Μόνο που κανείς δε γνώριζε ότι εκείνη η μέρα, η 21η Αυγούστου, θα ήταν η πιο σημαδιακή για το χωριό, η αρχή του τέλους που θα σηματοδοτούσε για πάντα τις ζωές των κατοίκων.

Οι Γερμανοί, έχοντας αποφασίσει ότι έπρεπε να εκκαθαρίσουν τον Ψηλορείτη και τις παρυφές του από τους αντάρτες, βρήκαν ως πρόσχημα το σαμποτάζ της 8ης Αυγούστου στο Δαμαστό, μια τοποθεσία λίγο έξω από το χωριό. Μόνο που ενορχήστρωναν μεθοδικά την παγίδα τους για μέρες, ελπίζοντας ότι η φαινομενική αδράνειά τους και η μεγάλη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου θα ωθούσε τους αντάρτες να κατέβουν από τα βουνά, να ξεθαρρέψουν και να επιστρέψουν στα σπίτια και τις οικογένειές τους, στην άλλοτε κραταιά Δαμάστα.

Η αρχή του τέλους

Το σκηνικό του τρόμου στήθηκε από τη νύχτα της 20ής Αυγούστου, όταν οι κατακτητές έζωσαν το χωριό, αποκλείοντας κάθε έξοδο. Πριν ανατείλει ο ήλιος πάνοπλοι Γερμανοί άρχισαν να γυρίζουν δρόμο το δρόμο του χωριού, ξυπνώντας τους κατοίκους και αναγκάζοντάς τους να κατέβουν στον "αμαξωτό", με την εντολή σε ανάμικτα Ελληνικά και Ιταλικά «τριών ημερών μαντζαρία και πάρτι».

Γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά, πολλά ακόμα μωρά, με βούργιες στις οποίες ίσα που πρόλαβαν να βάλουν λίγο ξερό ψωμί και ό,τι άλλο έφτανε το χέρι να αρπάξει από το τραπέζι υπό την απειλή των όπλων, άρχισαν να κατηφορίζουν μαζί με τους άντρες τους. Τα απορημένα βλέμματά τους συναντούσαν τα άγρια των Γερμανών, που δεν προμήνυαν τίποτα καλό.

Ο αποχαιρετισμός

Και κάπου εκεί, στην έξοδο του χωριού, άνοιξε η αυλαία ενός δράματος που ακόμα και σήμερα συγκλονίζει. Μάνες αποχαιρετούσαν τους γιους τους με ένα βλέμμα και ένα δάκρυ που ετοιμαζόταν να ξεχυθεί από τα βλέφαρα, πατεράδες νοερά αντάλλασσαν ένα «αντίο» με τα παιδιά τους και σύζυγοι τραβιούνταν με τη βία στην άκρη, επιλεγμένοι από το χέρι όχι μόνο της μοίρας, αλλά και ενός άντρα με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από τραγιάσκα, μη γνωρίζοντας ακόμα ότι έβλεπαν για τελευταία φορά τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Το υποψιάζονταν, το φοβούνταν, αλλά θα το συνειδητοποιούσαν λίγο αργότερα, όταν θα ανηφόριζαν το δικό τους "Γολγοθά", το μονοπάτι που τους οδηγούσε στο Κερατίδι, έναν ξερό τόπο, άνυδρο και ερημικό, μερικά χιλιόμετρα έξω από το χωριό, ο οποίος είχε οριστεί σαν το σημείο της εκτέλεσής τους.

Η τραγική συνάντηση

Και καθώς κατέβαιναν στον αμαξωτό για να μπουν στις καρότσες των φορτηγών, ένα όχημα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού με έναν Ελβετό γιατρό και μια 19χρονη τότε κοπέλα, την Παρή Κάββου, έστριβε στο δρόμο που περνούσε έξω από τη Δαμάστα με προορισμό τα Ανώγεια, που είχαν καεί συθέμελα από τους Γερμανούς.

Η διήγησή της είναι συγκλονιστική και αντηχεί ένα κομμάτι της ίδιας της ιστορίας του μαρτυρικού αυτού τόπου: «Ήμουνα στον Ερυθρό Σταυρό, και ήταν οι μέρες που είχαν οι Γερμανοί κάψει τα Ανώγεια. Είχαμε πάει στα χωριά του Μυλοποτάμου για να περιθάλψουμε τα παιδιά των Ανωγείων, τα γυναικόπαιδα. Όταν φτάσαμε στο Μάραθο, το πρώτο χωριό, ανεβαίνοντας για να πάμε στο Μυλοπόταμο, ήτανε γεμάτο, ήταν μια πλαγιά, μια πλαγιά γεμάτη Γερμαναράδες, με πολυβόλα στημένα, τι να σας πω, τι να σας πω... Εγώ ήμουνα στο αυτοκίνητο του Ελβετού γιατρού. Ντερουγιαμόν λεγότανε.

Εγώ, ο γιατρός, ο Ανωγειανός Βογιατζής, ο Νταγιαντάς, ο οποίος ήτανε θείος μου, και μία από τις κοπέλες, γιατί ήτανε και άλλες κοπέλες, σε άλλα αυτοκίνητα».

Το κομβόι των αυτοκινήτων του Ερυθρού Σταυρού «με το αυτοκίνητο του Ελβετού γιατρού και ένα καμιόνι που είχαμε μαζί μας, γεμάτο τρόφιμα και διάφορα εφόδια» περνάει από το Μάραθος, το χωριό πριν τη Δαμάστα, που είχε ήδη αρχίσει να ζει τον εφιάλτη με την εκτέλεση των 19 παλικαριών του χωριού και, όπως θυμάται η κ. Κάββου, «ο λόφος που ήτανε απέναντι στο Μάραθος ήτανε γεμάτος Γερμανούς... γεμάτος... πολυβόλα...».

Έξω από τη Δαμάστα

Τα αυτοκίνητα φτάνουν στη Δαμάστα. Και η εικόνα που αντίκρισαν η κ. Κάββου και τα άλλα μέλη της αποστολής δε θα σβήσει από τη μνήμη τους.

«Όταν φτάσαμε στη Δαμάστα, τι να σας πω, γεμάτος ο δρόμος, 500 μέτρα πριν από τη Δαμάστα, από Γερμανούς. Πολυβόλα στημένα, γύρω, γύρω, γύρω... παντού. Όταν φτάσαμε στο σημείο που είχε ένα δρομάκι στενό και ανέβαινε πάνω στο χωριό, βλέπουμε μια σειρά από άνδρες, ανά δυάδες, να συνοδεύονται από Γερμαναράδες, να κατεβαίνουνε αυτό το δρομάκι. Εγώ ήμουνα στου Ελβετού το αυτοκίνητο. Καθόμουν πίσω από τον οδηγό».

Ο κουμπάρος

Η κ. Κάββου κοντοστέκεται. Το βλέμμα της λες και κρυφοκοιτάζει ξανά από την κουρτίνα του ίδιου του χρόνου. Και τα γεγονότα ξαναζωντανεύουν μέσα από τη διήγησή της, η οποία αποκτά έντονα συναισθηματικό και προσωπικό χαρακτήρα.

Γιατί ανάμεσα στους μελλοθάνατους Δαμαστιανούς ήταν και ένας δικός της άνθρωπος: «Κοιτάζοντας λοιπόν εκεί, βλέπω στην πρώτη δυάδα, καθώς κατεβαίνανε ανά δυάδες, τον κουμπάρο μου - Σαρρής Γιώργος λεγότανε - που τον είχα στεφανώσει πριν ένα μήνα. Ε, ήμουνα κοπέλι, που λέμε εμείς οι Κρητικοί, και χωρίς να διστάσω την ώρα που ο Ελβετός είχε κατεβεί και μιλούσε με τους αξιωματικούς τους Γερμανούς, μόλις είδα τον κουμπάρο μου άνοιξα αυθόρμητα την πόρτα και έτρεξα. Οι Δαμαστιανοί που είχαν επιλεγεί για τη θυσία, περιμένανε εκεί και την ώρα που ο κουμπάρος μου πήγαινε να ανέβει στο καμιόνι, τον πλησίασα και τον ρώτησα: "Ε, κουμπάρε, πού σας πάνε;". Και μου απαντάει... το λέω και δακρύζω... "Ντα, δεν κατέχω κουμπάρα"»...

«Τους τουφεκίσανε»

Το δράμα οδηγούνταν προς την κορύφωσή του, σαν σε αρχαία τραγωδία. Η διήγηση της κ. Κάββου είναι μια ιστορία ζωής: «Τους πήρανε από 'κει... Εμείς φύγαμε... Ο Ελβετός δεν άνοιξε το στόμα του να μας πει τίποτα. Και τους πήγανε παρακάτω, στη θέση Κερατίδι, όπως λέγεται... Και τους τουφεκίσανε... Όλους... Και τους 30...».

Οι άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού, μη μπορώντας να κάνουν τίποτα, συνέχισαν τη διαδρομή τους προς το Μελιδόνι. Έπρεπε να περιθάλψουν γυναικόπαιδα, να φροντίσουν για τα συσσίτια μέσα στις κακουχίες της Κατοχής: «Θυμάμαι την ώρα που κατεβαίναμε στο δρόμο όπου δεν υπήρχε ψυχή γεννημένη στο χωριό. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο... και το μόνο που είδαμε ήτανε ένα κοτοπουλάκι, που πήγαινε κι ερχότανε το κακόμοιρο... Βλέπουμε ένα καφενείο, μπαίνουμε μέσα και εκεί ήταν ένας γεροντάκος... Και ξέρετε τι είχε συμβεί; Είχανε πάρει χαμπάρι ότι οι Γερμανοί κάνανε ό,τι κάνανε στη Δαμάστα και είχαν εξαφανιστεί όλοι, παιδιά, γυναίκες, μεγάλοι. Δεν υπήρχε άνθρωπος. Και αφήσαμε τρόφιμα και φύγαμε. Ήτανε, ήτανε απαίσια... απαίσια εκείνη τη μέρα».

Τις μέρες της κατοχής - Πώς πήρε το όνομά του το "Ανωγειανό Σχολείο"

Ο γιατρός και οι εθελοντές του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού φιλοξενήθηκαν στο Μελιδόνι για 2-3 ημέρες, παρέχοντας εφόδια και περιθάλποντας τα γυναικόπαιδα των Ανωγείων. Στο διάστημα αυτό οι Δαμαστιανοί, που είχαν δει το χωριό τους να καταστρέφεται συθέμελα από τους Γερμανούς, είχαν αναζητήσει και βρει καταφύγιο στα γειτονικά χωριά, χωρίς να γνωρίζουν το παραμικρό για την τύχη των δικών τους ανθρώπους για μέρες ολόκληρες.

«Μετά από αυτήν την μπόρα, δεν πέρασε πολύς καιρός, καμιά 15αριά μέρες, και ο Ερυθρός Σταυρός φρόντισε, εδώ στο Ηράκλειο, στο Ανωγεινό Σχολειό που λέμε σήμερα, τα παιδιά των Ανωγείων που μεταφέρθηκαν στην πόλη. Και ερχότανε οι κακομοίρες οι γυναίκες και μας λέγανε... "αν δεις τον άντρα μου, πες του πως είμαι εδώ..."».

Τα παιδιά έμειναν εκεί για αρκετό καιρό, όπου διέμεναν και σιτίζονταν με μέριμνα του Διεθνούς Οργανισμού για πολλούς μήνες... Και για το λόγο αυτό το σχολείο αυτό αποκαλείται ακόμα και σήμερα "Ανωγειανό"!

Οι εκτελεσθέντες νεκροί της Δαμάστας που δε θα ξεχαστούν

Οι 30 ήρωες που εκτελέστηκαν στη Δαμάστα την 21η Αυγούστου 1944 ήταν οι: Κλίνης Γεώργιος του Νικολάου, Κουγιουμουτζάκης Ανδρέας του Εμμανουήλ, Κουγιουμτζάκης Κωνσταντίνος του Εμμανουήλ, Κουγιουμουτζάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ, Κουντούρης Εμμανουήλ του Σταύρου, Κουντούρης Νικόλαος του Δημητρίου, Κρουσανιωτάκης Ιωάννης του Γεωργίου, Κρουσανιωτάκης Ιωάννης του Νικολάου, Λιαδάκης Ιωάννης του Εμμανουήλ, Λιαδάκης Κωνσταντίνος του Χρήστου, Μαρούσης Γεώργιος του Δημητρίου, Μαυράκης Εμμανουήλ του Στυλιανού, Μαυράκης Νικόλαος του Αλεξάνδρου, Μουντουφάρης Γεώργιος του Εμμανουήλ, Μουντουφάρης Ματθαίος του Παναγιώτου, Νικολουδάκης Χαρίδημος του Σωτηρίου, Νικολουδάκης Γεώργιος του Βασιλείου, Παπαδάκης Αναστάσιος του Βασιλείου, Περάκης Νικόλαος του Στυλιανού, Σαρρής Αριστόδημος του Κωνσταντίνου, Σαρρής Γεώργιος του Νικολάου, Σαρρής Γεώργιος του Δημητρίου, Σαρρής Ευάγγελος του Γεωργίου, Σαρρής Ιωάννης του Γεωργίου, Σαρρής Μιχαήλ του Δημητρίου (αδέλφια), Στρατιδάκης Γεώργιος του Αντωνίου, Στρατιδάκης Ιωάννης του Αντωνίου (αδέλφια), Τριγώνης Εμμανουήλ του Στυλιανού, Τριγώνης Ιωάννης του Γεωργίου, και Τριγώνης Ματθαίος του Γεωργίου.

Οι νεκροί του Μαράθου

Οι 19 ήρωες που εκτελέστηκαν στο Μάραθος την 21η Αυγούστου 1944 ήταν οι: Δημήτριος Μ. Μουλακάκης, Ιωάννης Μ. Βρέντζος, Γεώργιος Γ. Λίβας, Ιωσήφ Γ. Βλατάς, Χαράλαμπος Ε. Περυσινάκης, Χαράλαμπος Ι. Κλινάκης, Σταύρος I. Κλινάκης, Διονύσιος Ε. Δασκαλάκης, Μιχαήλ Ε. Δασκαλάκης, Ιωάννης Ν. Πρινάρης, Νικόλαος Γ. Πρινάρης, Εμμανουήλ Κ. Πρινάρης, Ιωάννης Μ. Παλαιάκης, Κων/νος Α. Παπαδομιχελάκης, Νικόλαος Δ. Βλατάς, Ιωάννης Μ. Μουντουφάρης, Μιχαήλ Ε. Κλινάκης, Ιωάννης Κ. Σμπώκος και Μιχαήλ Αντ. Συνάνης.

Ρεπορτάζ: Σταύρος Μουντουφάρης

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News