default-image

Μαρκουλάκης: Ξεκινάς με υπεύθυνη χαρά να επιστρέψεις αυτό που ζητούν

Πολιτισμός
Μαρκουλάκης: Ξεκινάς με υπεύθυνη χαρά να επιστρέψεις αυτό που ζητούν

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θίασος με δυνατά ονόματα του ελληνικού θεάτρου: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Ένας από τους πιο εμβληματικούς Έλληνες σκηνοθέτες, που απογείωσε το Εθνικό Θέατρο στα 8 χρόνια της θητείας του, με περγαμηνές και αναγνώριση στο εξωτερικό. Συνεργάζονται για να ανεβάσουν τη μοναδική σωζόμενη τριλογία αρχαίου δράματος: την Ορέστεια του Αισχύλου. Βία, μοιχεία, πόλεμος, καταστροφή, δολοφονίες, αιμομιξία, ενοχές, χειραγώγηση και τύψεις ψάχνουν να βρουν την εξιλέωση σε ένα έργο που η σκηνοθετική ματιά το συνέδεσε με την Ελλάδα του '40 και του '50.

Η παράσταση ταξιδεύει αυτές τις μέρες στην Κρήτη. Και το neakriti.gr μίλησε αποκλειστικά με τον πρωταγωνιστή Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, ο οποίος έδωσε την προσωπική του οπτική πάνω στο έργο, αλλά και για την Ελλάδα του σήμερα, του τότε και γενικότερα.

Συνέντευξη στη Μαρία Αγαπάκη

Γιατί επιλέξατε να πρωταγωνιστήσετε στην Ορέστεια;

«Επέλεξα να συνεργαστώ με τον Γιάννη Χουβαρδά. Είχαμε μία πρώτη συνάντηση πριν από δυόμιση χρόνια περίπου όπου είπε ότι θα τον ενδιέφερε πολύ να κάνει την Ορέστεια και χάρηκα με την ιδέα του αυτή. Γιατί είναι η μόνη σωζόμενη τριλογία που υπάρχει και παίζεται πάρα πολύ σπάνια ολόκληρη. Έχει λοιπόν κανείς την ευκαιρία να βρεθεί σε μια μοναδική συνθήκη και σαν θεατής και σαν ηθοποιός ή δημιουργός, όταν καταφέρει να πιαστεί με το σύνολο της Ορέστειας».

Μπορεί να παραμείνει κλασικό, μεστό ένα έργο- και να κρατήσει το νόημα του- όταν βγαίνει από το ιστορικό του πλαίσιο και μεταφέρεται σε άλλη εποχή;

«Έτσι κι αλλιώς, η Ορέστεια δε μπορεί να ανέβει στην εποχή του. Η εποχή του δεν είναι καν στην κλασική Ελλάδα. Η εποχή του είναι πολύ πριν από την κλασική Ελλάδα. Κανείς δεν ανεβάζει την Ορέστεια στην εποχή της. Το αρχαίο δράμα δε μπορούμε να το ανεβάσουμε σήμερα στην εποχή του. Κάποιες τέτοιες απόπειρες κάναμε παλαιότερα, πολύ πριν το '70, ανεβάζοντας αρχαίο δράμα με χλαμύδες και κοθόρνους. Σήμερα αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βρούμε τον τρόπο να  λειτουργήσει το πνεύμα του έργου βρίσκοντας μία δίοδο μέσα από τη σκηνοθεσία. Μπορεί κανείς λοιπόν να κάνει ένα έργο αρχαίου δράματος άχρονο, δηλαδή να μην το ορίσει σε χώρο και χρόνο. Ή μπορεί - και έχει γίνει πολλές φορές - να δοκιμάσει να το βάλει σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η παράστασή μας δοκιμάζει το δεύτερο. Γιατί η περίοδος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έχει ένα υλικό που ταιριάζει πάρα πολύ με αυτό που θέλει να πει η σκηνοθεσία της Ορέστειας».

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς επέλεξε να μεταφέρει το χρονικό πλαίσιο της Ορέστειας στις δεκαετίες του '40 και του '50. Θα σταματήσουν ποτέ οι Ερινύες να κατατρύχουν τους Έλληνες για το διχασμό που προκάλεσε ο εμφύλιος;

«Η Ορέστεια δεν ασχολείται με τον εμφύλιο, όπως και η δική μας παράσταση δεν ασχολείται ακριβώς με τον εμφύλιο. Η Ορέστεια στη δική μας παράσταση ασχολείται με τη βία και τον πόλεμο και την καταστροφή, οι οποίες υπάρχουν στο πρώτο έργο. Και σιγά σιγά μέχρι το τρίτο έργο καταφέρνουν και οργανώνονται. Η ανθρώπινη κοινωνία οργανώνεται, εμφανίζονται οι θεσμοί και καταφέρνει η κοινωνία να προχωρήσει ένα βήμα από το χάος του πρώτου έργου σε μια οργάνωση στο τρίτο έργο. Παρόλα αυτά, όπως σωστά λέτε, έχει μια σχέση με το Β' ΠΠ και τον εμφύλιο και αυτές οι Ερινύες, οι οποίες επικρατούν, είναι Ερινύες που ακόμα υπάρχουν. Ο μόνος τρόπος για να καταφέρουμε να τις εξευμενίσουμε για να γίνουν Ευμενίδες είναι να προσπαθούμε να οργανώνουμε σωστότερα τη ζωή μας και να παραμένουμε πιστοί στους θεσμούς».

Πιστεύετε ότι έχουν αναδειχθεί σήμερα τα ζοφερά στοιχεία εκείνης της 20ετίας;

«Το έργο στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί μία αφορμή. Η δεκαετία του '40 και του '50 και η πορεία της Ορέστειας μέσα στη συγκεκριμένη εποχή της Ελλάδας, από την οποία όλοι έχουμε κάποιες μνήμες, χρησιμοποιείται περισσότερο σα μια αφορμή. Σαν ένα κλειδί που χρησιμοποιούμε για να ξεκλειδώσουμε το έργο. Η τραγωδία δεν εξετάζει την επικαιρότητα με ένα τρόπο σα μανιφέστο ή σαν δοκίμιο ή σαν επιθεώρηση. Η τραγωδία δεν είναι ένα κείμενο επίκαιρο, είναι ένα κείμενο διαχρονικό. Μιλάει για το σήμερα και για το χθες και για το αύριο. Μ' αυτή την έννοια αυτά που έχει να πει η Ορέστεια γενικά, αυτά που έχει να πει ο Αισχύλος για τον άνθρωπο και για την Ελλάδα συνολικά, παραμένουν πάντα πολύ σημαντικά. Δεν έχουμε μία διασκευή του έργου ούτως ώστε να μιλάει συγκεκριμένα γι' αυτές τις δεκαετίες. Η Ορέστεια μιλάει για την ανθρώπινη περιπέτεια του να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο της βίας οργανώνοντας τις ζωές μας. Βρίσκοντας τρόπο να συνυπάρξουμε σε μεγαλύτερες κοινότητες. Αυτό μας αφορά σήμερα και θα μας αφορά για πάντα».

Πώς συνδέεται η Ορέστεια με τις δεκαετίες του ΄40 και του '50 και το σήμερα;

«Ο τρόπος που γίνεται φανερή αυτή η σύνδεση είναι καταρχάς στην όψη, όπου έχουμε την αίσθηση ενός σκηνικού σαν εσωτερικού χώρου. Σα να έχουνε ξεθαφτεί από τα αρχαία μνημεία της Επιδαύρου έπιπλα από μία λέσχη του '40 με καναπέδες, μ' ένα παλιό γραμμόφωνο και με λάμπες δαπέδου. Μία αίσθηση σπιτιού, εσωτερικού χώρου, μεγάλου σαλονιού. Όπως η σκαπάνη του αρχαιολόγου σκάβει και βρίσκει αρχαία ερείπια… στη δική μας περίπτωση είναι σαν η σκαπάνη του αρχαιολόγου έχει σκάψει και έχει βρει ένα κομμάτι υπαρκτό της ζωής μας το 1940. Φανερώνεται επίσης και στα κοστούμια. Φανερώνεται ακόμα καθαρότερα στη μουσική όπου γίνεται χρήση κάποιων συγκεκριμένων, άγνωστων σχετικά τραγουδιών εκείνης της εποχής, τα οποία δένουν με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο με την πλοκή και τα οποία χρησιμοποιούνται μ' ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο στις διάφορες σκηνές. Π.χ. Στην αναγνώριση του Ορέστη από την Ηλέκτρα, στην αναγνώριση με την Κλυταιμνήστρα. Τα χρησιμοποιεί ο χορός σε καίρια σημεία χωρίς να αλλάξει το αισχύλειο κείμενο. Αυτό που  πετυχαίνει η παράσταση με αυτό τον τρόπο είναι χωρίς να πειράξει καθόλου το κείμενο του Αισχύλου - ίσα ίσα, σεβόμενη απόλυτα το κείμενο - καταφέρνει να το κάνει πιο απτό, πιο συγκεκριμένο, πιο δικό μας».

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες

Είναι εύληπτα τα μηνύματα μίας αρχαίας τριλογίας από όλους μας;

«Κάτι που μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση είναι ο βαθμός με τον οποίο προσηλώνεται ο θεατής στην παράσταση, η οποία διαρκεί σχεδόν δυόμιση ώρες (γιατί ας μη ξεχνάμε ότι πρόκειται για 3 έργα). Η προσήλωση όμως είναι εντυπωσιακή. Επίσης, εντυπωσιακό είναι πώς αντιλαμβάνονται καλά την παράσταση και αυτά τα δύσκολα νοήματα όλοι οι άνθρωποι. Ακόμα και έφηβοι ή πολύ νέα παιδιά. Έχουν έρθει στην παράσταση νέα παιδιά που αναρωτιόμουνα πώς θα μπορέσουν να αναγνωρίσουν τα νοήματα. Παρόλα αυτά, ο τρόπος που έχει στηθεί και γίνεται δικό μας, βοηθάει πάρα πολύ το θεατή να το ξεκλειδώσει και να το κάνει δικό του. Πολλά παιδιά ήρθαν και μου είπαν ότι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν αρχαίο δράμα και τους γοήτευσε τους άγγιξε πολύ. Αυτό για μας είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση».

Υπάρχουν απαντήσεις μέσα στην Ορέστεια για το σημερινό οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο της χώρας;

«Όχι. Οι απαντήσεις που παίρνει κανείς από το αρχαίο δράμα δεν είναι τόσο συγκεκριμένες σε τόσο πρακτικά ζητήματα. Τα ερωτήματα είναι πανανθρώπινα, γενικά και αφορούν την πορεία του ανθρώπου συνολικά. Παρόλα αυτά, η απάντηση που περιέχεται έχει σίγουρα να κάνει με την πίστη στους θεσμούς, με την πίστη στο ότι οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τη μοίρα τους και λαμβάνουν στα χέρια τους τη μοίρα τους. Φεύγουν από την αυτοδικία και να κάνει καθένας ό,τι νομίζει, να διαλέγει ο καθένας τη δικαιοσύνη για τον εαυτό του. Μέχρι την ίδρυση του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι ανθρωποκτονίες στην αρχαία Αθήνα δεν εκδικάζονταν. Η τιμωρία του δράστη ήταν ευθύνη της οικογένειας του θύματος. Αυτό που συμβαίνει λοιπόν είναι ότι εμφανίζεται στους ανθρώπους ο θεσμός της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Η πίστη στη δικαιοσύνη, η πίστη στους ανθρώπινους θεσμούς, η πίστη στους κανόνες είναι για μένα ένας δρόμος που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε σήμερα».

Ορέστης, Κλυταιμνήστρα, Αγαμέμνονας, Αίγισθος. Αυτοί είναι οι ήρωες του Αισχύλου. Ποιοι είναι οι αντίστοιχοι ήρωες του σήμερα;

«Δεν μπορώ να δώσω ακριβείς αντιστοιχίες. Αλλά ο Αγαμέμνονας είναι ένας στρατηλάτης. Κατεστραμμένος από τον πόλεμο, στα όρια της απόλυτης βαρβαρότητας, ο οποίος επιστρέφει με αλαζονεία και τρομερή δύναμη και προβάλλει το «θέλω» του. Ταυτόχρονα όμως είναι και ο ίδιος εντελώς κατεστραμμένος από την εμπειρία του πολέμου που έχει ζήσει. Ο Αίγισθος είναι μία τυπική περίπτωση σφετεριστή της εξουσίας που την έχουμε ζήσει και το '40 και σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις στη χώρα. Ο Ορέστης είναι η περίπτωση του ανθρώπου που είναι αντιήρωας με την έννοια ότι πρέπει να εκδικηθεί όχι μόνο επειδή το επιθυμεί, αλλά και επειδή το έχουν διαλέξει άλλοι γι' αυτόν.

» Στην περίπτωση του Ορέστη το έχει διαλέξει ο Απόλλωνας, είναι ένα ενεργούμενο. Είναι λίγο σαν τον Άμλετ που δε μπορεί να πράξει ούτε έτσι ούτε αλλιώς, βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο. Δεν είναι εύκολο να εκδικηθεί γιατί αυτό που πρέπει να κάνει είναι τρομερό. Δεν είναι εύκολο να μην εκδικηθεί γιατί θα τον τιμωρήσει ο Θεός. Για τον Ορέστη το δίλημμα είναι πολύ μεγάλο. Είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Επιλέγει να προχωρήσει με το να εμπιστευτεί το δίκιο του και πιστεύοντας ότι, αν φτάσει σε δίκη, θα αθωωθεί. Η Κλυταιμνήστρα είναι μία τυπική περίπτωση πολύ δυναμικής γυναίκας, η οποία αναλύει το δίκιο της και έχει ένα μέρος του δίκιου με το μέρος της αφού θυσιάστηκε η κόρη της για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η εκστρατεία. Ταυτοχρόνως όμως τρομερή δύναμη και καταφέρνει να κάνει μία πράξη, η οποία μέσα στο σύμπαν του έργου φαίνεται αδιανόητη. Καταφέρνει να γοητεύσει, να μαγεύσει τον Αγαμέμνονα για να τον οδηγήσει στο παλάτι και στη συνέχεια να τον σκοτώσει. Στην παράστασή μας το κάνει, γοητεύοντάς τον με ένα συγκεκριμένο τραγούδι της εποχής που λέγεται «Αγάπη μου η ώρα φτάνει» (video).

Με ποιο τρόπο θα απαλλαγούμε από τα λάθη του παρελθόντος και θα καταφέρουμε να φτάσουμε στον εξαγνισμό;

«Η προσπάθεια του ανθρώπου είναι συνεχής και δε σταματά. Όσο προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα, δημιουργείται ένα άλλο. Είναι ένας συνεχής αγώνας. Δεν υπάρχει ένα τελικό σημείο στο οποίο θα φτάσουμε και θα λυθούν οριστικά τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Η Ορέστεια μας δείχνει ότι ο δρόμος γι' αυτό είναι η πίστη στους θεσμούς και στην οργάνωση των κοινωνικών δομών. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να προχωρήσουν πολύ την κοινωνία τους από το χάος στην οργάνωση. Μπορεί να μας κάνει εντύπωση αλλά είναι αλήθεια: σήμερα περισσότερο από ποτέ είμαστε ασφαλέστεροι ως προς τη ζωή μας, ως προς τις ατομικές μας ελευθερίες και σε μια σειρά από πράγματα που θεωρούμε δεδομένα όσο ποτέ άλλοτε στον πλανήτη. Ξέρουμε ότι αν συμβεί κάτι μπορούμε να απευθυνθούμε σ' ένα δικαστήριο για να απονείμει δικαιοσύνη. Μπορεί να αισθανόμαστε ότι ορισμένα πράγματα δεν γίνονται σωστά - και πράγματι μπορούν να γίνουν πολύ καλύτερα - παρόλα αυτά είναι πολύ μεγάλη πρόοδος σε σχέση με αυτά που απολάμβαναν οι πρόγονοί μας μερικές γενιές πίσω».

Στο τρίτο μέρος του έργου, όταν η Αθηνά ζητάει από τους πολίτες να αποφασίσουν σχετικά με την ενοχή ή την αθώωση του Ορέστη, σέβεται τη Δημοκρατία;

«Έχετε δίκιο. Η Αθηνά παίρνει θέση. Ναι μεν απευθύνεται στους πολίτες για να αποφασίσουν. Παρόλα αυτά δίνει και τη δική της ψήφο και συντάσσεται με την πλευρά του Ορέστη. Αυτό βέβαια ο δικαστής έχει το δικαίωμα σε διάφορες μορφές δικαστηρίων να το κάνει. Εν τούτοις, παίρνει θέση πριν δοθεί η απόφαση. Δεν αφήνει τους ανθρώπους τελείως ελεύθερους. Κατευθύνει με κάποιο τρόπο την απόφαση. Άρα, σωστά όπως λέτε, κάνει κάτι διττό: από τη μία μεριά δίνει στους ανθρώπους ένα εργαλείο, από την άλλη διασφαλίζει την τελική απόφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Βέβαια, καταφέρνει να επηρεάσει με τη ψήφο της επειδή υπάρχει ισοψηφία.

» Παρεμβαίνει μεν στη Δημοκρατία, αλλά όχι μόνο τη σέβεται, την εγκαθιδρύει. Δίνει τη Δικαιοσύνη στα χέρια των ανθρώπων. Απλώς μ' ένα τρόπο την επηρεάζει κιόλας λίγο. Θα μπορούσε να αποφασίσει μόνη της. Δεν το κάνει. Βρήκε μία νέα μέθοδο. Εφευρίσκει το ορκωτό δικαστήριο. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος κρίνεται από τους συνανθρώπους του».

Υπάρχουν ανάλογες συμπεριφορές στη σημερινή πολιτική σκηνή;

«Δε μπορώ να βρω εύκολα την αναλογία. Διότι αυτό που κάνει η Αθηνά είναι η απαρχή της ανθρώπινης Δικαιοσύνης. Εμείς αυτό που κάνουμε είναι να στεκόμαστε αντάξιοι αυτής της Δικαιοσύνης, αλλά το να την ιδρύσει κανείς είναι η μεγάλη δυσκολία. Το ότι ο άνθρωπος βρήκε έναν τρόπο να απονέμει Δικαιοσύνη ο ένας στον άλλο είναι, παρά τα προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν ή τις ελλείψεις που μπορεί να έχει, ένα τρομερό εργαλείο. Είναι πολύ προς τιμήν του ανθρώπου που σκέφτηκε μέσα στον πολιτισμό αυτό το εργαλείο της Δικαιοσύνης».

Έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους ηθοποιούς το ανοιχτό θέατρο (σε σχέση με το κλειστό);

«Το θέατρο έχει έτσι κι αλλιώς πολύ μεγάλες απαιτήσεις αν το κάνεις με σοβαρότητα, συνέπεια και θέτοντας εσύ τους στόχους. Το ανοιχτό θέατρο σε πάρα πολύ σπουδαία κείμενα όπως αυτό έχει σίγουρα πάρα πολύ μεγάλες απαιτήσεις. Όχι μόνο τεχνικές, αλλά και πολύ υψηλής κατάρτισης. Ηθοποιούς με ικανότητα στη χρήση του λόγου, του σώματος, με εμπειρία στην απαγγελία. Δυνατότητα να μπορείς να μεγεθύνεις την υποκριτική ώστε να μπορεί να καλύψει το μέγεθος των αρχαίων ή ανοικτών θεάτρων. Στα μεγάλα έργα απαιτεί και να μπορείς να αντιληφθείς την αξία τους ώστε να μπορείς να τα αποδόσεις».

Περιγράψτε τις εντυπώσεις σας από το κοινό της Κρήτης.

«Το κοινό της Κρήτης είναι ιδεασμένο κοινό γιατί βλέπει θέατρο. Πάρα πολλές παραστάσεις κατεβαίνουν στην Κρήτη. Υπάρχει το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης. Είναι ένα κοινό ταυτοχρόνως και θερμό και σκληρό».

Μπορεί να γίνει ρουτίνα η σκηνή;

«Μπορεί να γίνει ρουτίνα η σκηνή, ναι. Αυτό είναι κάτι το οποίο οι ηθοποιοί πάντα παλεύουν. Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει πάντα στις παραστάσεις τις χειμωνιάτικες που παίζονται στον ίδιο χώρο για πάρα πολλές επαναλήψεις. Οι παραστάσεις των καλοκαιρινών θεαμάτων του αρχαίου δράματος συνήθως ή οι σεξπηρικές, που παρουσιάζονται συνήθως σε φεστιβάλ ανά την Ελλάδα, είναι για τους ηθοποιούς μ' ένα τρόπο πιο ευχάριστες. Γιατί κάθε μέρα είμαστε σε άλλο θέατρο με διαφορετικό κοινό και διαφορετική πόλη. Είναι δηλαδή μία τελείως διαφορετική εμπειρία, οπότε εκ των πραγμάτων, δεν έχεις ακριβώς την αίσθηση της επανάληψης. Έχεις την αίσθηση μιας εντελώς καινούριας παράστασης. Πάντα έχουν οι ηθοποιοί άγχος, όπως οι αθλητές πριν από μια μεγάλη διοργάνωση. Πρέπει να είσαι στην καλύτερη πνευματική και σωματική κατάσταση. Το κοινό περιμένει να επικοινωνήσει με κάτι βαθύτερο και έχεις την ευθύνη αυτό να το δώσεις στο κοινό. Αλλά είναι μια πολύ ευχάριστη διαδικασία. Ξεκινάς πάντα με υπεύθυνη χαρά και διάθεση να τους επιστρέψεις αυτό που ζητούν».

Πρόγραμμα παραστάσεων:

Δευτέρα 18 Ιουλίου, Ρέθυμνο

Τρίτη 19 Ιουλίου, Χανιά

Τετάρτη 20 Ιουλίου, Ηράκλειο

Αγάπη μου η ώρα φτάνει, το τραγούδι που ακούγεται στην παράσταση:

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News