default-image

Αγία Ελένη: Η Αυγούστα που άλλαξε την ιστορία

Πολιτισμός
Αγία Ελένη: Η Αυγούστα που άλλαξε την ιστορία

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπορεί η ιστορία να έχει κρατήσει την πλέον περίοπτη θέση στον Κωνσταντίνο, δίνοντάς του τον τίτλο Μέγας για την κυριαρχία της χριστιανικής πίστης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όμως στην πραγματικότητα πίσω από τον αυτοκράτορα Flavius Valerius Aurelius Constantinus Augustus βρισκόταν μια γυναίκα που οδήγησε τον Κωνσταντίνο στα πρώτα του βήματα και θεμελίωσε με την ανακάλυψη των κειμηλίων της Σταύρωσης το Χριστιανισμό, στην Ανατολή, τη Ρώμη και ολόκληρη τη Δύση.

Επρόκειτο για τη μητέρα του, τη σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Χλωρού, τη Flavia Iulia Helena Augusta, την Αγία Ελένη. Η Αυγούστα αποτέλεσε τον άνθρωπο που βοήθησε με δεξιοτεχνικές κινήσεις τον Κωνσταντίνο να εδραιώσει την εξουσία του, προσφέροντας τις ιστορικές αποδείξεις που χρειαζόταν για να βάλει το θεμέλιο λίθο του Χριστιανισμού στην Αυτοκρατορία του, εκείνες ακριβώς που αποτελούσαν τα κειμήλια των Παθών, ακτινοβολώντας τη σημασία της θυσίας και της Ανάστασής Του.

Το ταξίδι της στους Αγίους Τόπους, το πρώτο βασιλικό προσκύνημα στην περιοχή, έχει μείνει θρυλικό, καθώς η Αγία Ελένη αψήφησε τους κινδύνους που έκρυβε για την ίδια, ούσα σε προχωρημένη ηλικία, και κατάφερε να φέρει σε πέρας τη μεγάλη της αποστολή. Η Αυγούστα Ελένη μπόρεσε να ανακαλύψει τα σημεία που σηματοδότησαν τις τελευταίες ώρες του Χριστού στη Γη και διασώζονταν στη μνήμη των κατοίκων, χτίζοντας κατ' εντολήν του γιου της Βασιλικές, ενώ ανακάλυψε τα πιο σημαντικά από τα κειμήλια που παρέπεμπαν στο Θείο Πάθος.

Όμως η σημασία του ταξιδιού και των ανακαλύψεών της δε σταμάτησε εδώ, καθώς το πιο μεγάλο της επίτευγμα ήταν η αξιοποίησή τους. Η Αγία Ελένη μοίρασε τα κειμήλια αυτά σε τρία κομβικά σημεία για την Αυτοκρατορία και την ισχύ της εξουσίας του Κωνσταντίνου. Τη Ρώμη, τη νέα πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου, τη Βασιλεύουσα, που έφερε το όνομά του, την Κωνσταντινούπολη, και φυσικά την ίδια την Ιερουσαλήμ. Το τι ακριβώς ανακάλυψε στους Αγίους Τόπους και τι μετέφερε από αυτούς στις αποσκευές της παραμένει ακόμα αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε ιστορικούς, πιστούς και σκεπτικιστές. Όλοι όμως ανεξαιρέτως της αναγνωρίζουν ότι χάρη στο θάρρος και τη δύναμή της, εξαιτίας της πολιτικής της ιδιοφυίας και της ικανότητάς της να βλέπει μακριά στο χρόνο, ο Χριστιανισμός απέκτησε τα πιο ισχυρά σύμβολά του και εδραιώθηκε με τρόπο που δικαίωνε τις επιλογές και τις προσδοκίες του γιου της.

Η Flavia Iulia Helena Augusta

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τα νεανικά της χρόνια και οι λιγοστές πληροφορίες προέρχονται από τον ιστορικό του 6ου αιώνα Προκόπιο, ο οποίος αναφέρει ότι η Ελένη γεννήθηκε στο Drepanum, στην επαρχία της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, το 248 ή το 250 από γονείς ταπεινής καταγωγής. Το γεγονός ότι μετά το θάνατό της ο Κωνσταντίνος ονόμασε την πόλη «Ελενιόπολη» ενισχύει την άποψη ότι αποτέλεσε τον τόπο καταγωγής της.

Είναι άγνωστο πώς γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χλωρό και ποια η ακριβής τους σχέση, καθώς ιστορικά δεν είναι αποδεδειγμένος ο μεταξύ τους γάμος. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, είναι πιθανόν ο Χλωρός να τη γνώρισε υπηρετώντας υπό το λάβαρο του Αυρηλίου στη Μικρά Ασία και μάλιστα στο πανδοχείο που διατηρούσε εκεί η οικογένειά της. Την ερωτεύτηκε με πάθος, καθώς μάλιστα αναφέρεται ότι ήταν γυναίκα εντυπωσιακής ομορφιάς. Καρπός της σχέσης τους ήταν ένα αγόρι, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 272 στη Ναϊσσό της Μοισίας, τη σημερινή Νίσσα της Σερβίας. Στα 293 ο Κωνστάντιος διατάχθηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό να χωρίσει την Ελένη, ώστε να αναλάβει τα καθήκοντα του Καίσαρα της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να παντρευτεί την προγονή του Μαξιμιανού, Θεοδώρα.

Η Flavia Iulia Helena Augusta έκτοτε δεν ξαναπαντρεύτηκε και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ανατροφή του γιου της. Η Αγία Ελένη παρέμεινε μαζί με το γιο της όμηρος στα χέρια του Διοκλητιανού και αργότερα του Γαλέριου στη Νικομήδεια, με βασικό στόχο να διασφαλιστεί η υπακοή του Κωστάντιου. Η Ελένη επέστρεψε στη δημόσια ζωή μετά την ανακήρυξη του Κωνσταντίνου αυτοκράτορα στα 306, υπό το όνομα Flavius Valerius Aurelius Constantinus. Φαίνεται ότι αμέσως μετά την ανακήρυξη του Κωνσταντίνου από τους στρατιώτες του, ως Καίσαρα, στο Γιορκ της σημερινής Μεγάλης Βρετανίας, κλήθηκε κοντά του και έζησε στην αυλή του στους Τρεβήρους.

Μετά τη νίκη του Κωνσταντίνου στη Μίλβια γέφυρα, επί του Μαξέντιου, η οποία τον κατέδειξε στον αδιαφιλονίκητο κυρίαρχο του παιχνιδιού για την ηγεμονία της Αυτοκρατορίας, η Ελένη τον ακολούθησε στη Ρώμη.

«Εν τούτω Νίκα»

Θεωρείται μάλλον ιστορικό γεγονός το ότι βίωσε από κοντά τη συγκλονιστική εμπειρία του γιου της λίγο πριν τη μάχη στη Μίλβια γέφυρα, όταν στον ουρανό φάνηκε το σημάδι του σταυρού με το «Εν τούτω Νίκα», που οδήγησε τον Κωνσταντίνο να διατάξει να τοποθετηθεί στις ασπίδες των στρατιωτών του το σύμβολο ΧΡ, από τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού. Είναι γνωστή η ιστορία με τη νίκη του επί του Μαξεντίου στη θρυλική μάχη της 28ης Οκτωβρίου του έτους 312, που τον κατέδειξε κυρίαρχο της Ρώμης, η οποία "χρεώθηκε" σε μεγάλο βαθμό στη θεϊκή επέμβαση.

Όπως επίσης γνωστές είναι οι θεωρίες για το τι ακριβώς είδε στον ουρανό ο Κωνσταντίνος με τα στρατεύματά του. Ένα όραμα ή την πτώση ενός κομήτη ή αστεροειδούς, που ερμηνεύτηκε ως τέτοιο. Το αποτέλεσμα πάντως είναι αυτό που έχει τη σημασία και φυσικά ο ρόλος που διαδραμάτισε η μητέρα του σε αυτό. Αν μη τι άλλο, καθώς αρκετοί έχουν υποστηρίξει ότι εκείνη ήταν που έπεισε τον Κωνσταντίνο να γίνει χριστιανός. Η θεωρία αυτή όμως αμφισβητείται ευρέως, γιατί είναι γνωστό ότι ο ίδιος βαπτίστηκε μόλις λίγο πριν το θάνατό του.

Όσο η Ελένη λάτρευε το γιο της και παρακολουθούσε από κοντά την αλματώδη πορεία του προς την κορυφή, άλλο τόσο ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι ανταπέδιδε τα αισθήματα για τη μητέρα του. Η Ελένη ήδη πριν το 324 έφερε τον τίτλο Nobilissma Femina, ενώ έβλεπε να κυκλοφορούν και νομίσματα με τη μορφή της σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας. Στα 325, μετά την επικράτηση του Κωνσταντίνου επί του τελευταίου αντιπάλου του, του Λικίνου, ως μέλος της αυτοκρατορικής αυλής πια πήρε τον τίτλο της Αυγούστας. Στην περιοχή Σεσόριο του Λατερανού, στη Ρώμη, ο Κωνσταντίνος της παραχώρησε έκταση, όπου κατασκεύασε το ανάκτορό της και ένα ναό, ο οποίος έμελλε να έχει ιδιαίτερη σημασία για τη ζωή, τη δράση της, τη Ρώμη, αλλά και τη συναρπαστική ιστορία των κειμηλίων του Ιησού. Τη Santa Croce in Gerusalemme.

Την ίδια χρονιά, ή κατά άλλους το 326, η Αγία Ελένη ξεκίνησε το ταξίδι της στους Αγίους Τόπους σε ηλικία 80 ετών περίπου. Τα πιο ισχυρά στοιχεία που έχουμε γι' αυτό το πραγματικά θαρραλέο ταξίδι της γηραιάς τότε Αγίας Ελένης προέρχονται από τον Ευσέβιο, ο οποίος το περιγράφει σαν προσκυνηματικό. Να σημειωθεί όμως ότι ο ίδιος δεν αναφέρει την εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Ελένη.

Η Ιερουσαλήμ έβγαινε κυριολεκτικά εκείνη την εποχή από τις στάχτες της μετά την καταστροφή της από τον αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος μάλιστα είχε κατασκευάσει πάνω από τον τάφο του Ιησού έναν ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη, στη λεγόμενη Aelia Capitolina. Σύμφωνα με την παράδοση, η Ελένη μπήκε σε αυτόν μαζί με τον αρχιεπίσκοπο της πόλης, τον Μακάριο, και αφού διέταξε να ισοπεδωθεί, επέλεξε ένα σημείο ώστε να ξεκινήσει τις ανασκαφές της.

Το Τίμιο Ξύλο

Αναζητώντας απτές αποδείξεις του Πάθους του Χριστού, συνέχισε την έρευνά της, ώσπου ανακάλυψε τους τρεις σταυρούς. Μη ξέροντας όμως ποιος ήταν εκείνος του Χριστού, παρακάλεσε για ένα θαύμα. Μια ετοιμοθάνατη γυναίκα από την Ιερουσαλήμ κλήθηκε να έρθει στο σημείο και αφού το σώμα της ήρθε σε επαφή με τους σταυρούς, θεραπεύτηκε μόλις την άγγιξε το ξύλο του γνήσιου σταυρού του Χριστού. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ως η απόδειξη ότι είχε πετύχει το στόχο της. Στο σημείο αυτό η Αγία Ελένη έδωσε εντολή να κατασκευαστεί ο ναός του Πανάγιου Τάφου, ο οποίος βρίσκεται στην ίδια εκείνη θέση της σημαντικής ανακάλυψής της, η οποία εμπλουτίστηκε με τον εντοπισμό των καρφιών και άλλων κειμηλίων, για τα οποία υπάρχουν περισσότερες εικασίες, παρά μια απόλυτα αποδεκτή ιστορική και γεωγραφική διαδρομή.

Πληροφορίες για την εύρεση του Τίμιου Ξύλου αντλούμε από τα κείμενα του Αγίου Κυρίλλου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο οποίος αναφέρει την ύπαρξή του στα τέλη του 340, ενώ ο ίδιος μετά το 351 γράφει στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β', γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι ο Σταυρός ανακαλύφθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου, χωρίς ωστόσο να μνημονεύει το όνομα της Ελένης.

Τη σύνδεση αυτή την κάνει ο Ρουφίνος στην "Εκκλησιαστική Ιστορία" του, τροφοδοτώντας έκτοτε μια παράδοση που έκανε το γύρο της Αυτοκρατορίας. Κοιτώντας πίσω από τις γραμμές, οι επιστήμονες ακόμα και σήμερα προσπαθούν να διαπιστώσουν ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που έκανε την Αγία Ελένη να είναι τόσο βέβαιη ότι είχε βρει το γνήσιο Τίμιο Σταυρό σε ένα πηγάδι ή μια στέρνα, όπως αναφέρει η παράδοση.

Θεωρείται δεδομένο ότι την εποχή που η Αγία Ελένη ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ, οι τοποθεσίες που σχετίστηκαν με τον Ιησού ήταν γνωστές και διατηρούνταν στη μνήμη. Άρα δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι η μητέρα του Κωνσταντίνου βρέθηκε στα πραγματικά σημεία όπου σταυρώθηκε και τάφηκε ο Ιησούς. Και πάλι όμως, το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Τι έκανε την Αγία Ελένη τόσο σίγουρη ότι είχε βρει το ανεκτίμητης αξίας κειμήλιο;

Η πιο πειστική απάντηση που έχει δοθεί είναι ότι ανακάλυψε μαζί με αυτό την επιγραφή του Σταυρού. Το κομμάτι ξύλου, γνωστό ως titulus, που έφερε την επιγραφή «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων». Σε αυτήν την περίπτωση δε χρειάζονταν περισσότερες αποδείξεις για να τεκμηριώσει τη μοναδική αυτή ανακάλυψη, που άλλαξε την ιστορία της Δύσης.

Η Αγία Ελένη πραγματοποίησε ανάλογες ανασκαφές και στη Βηθλεέμ, δίνοντας εντολή να κατασκευαστεί και εκεί ένας εντυπωσιακός ναός, στο σημείο που γεννήθηκε ο Χριστός, τη σημερινή Βασιλική της Γέννησης. Ο θρύλος αναφέρει ότι η Αγία Ελένη ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στη Ρώμη το 327, μεταφέροντας ένα μεγάλο κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο, ένα τμήμα της επιγραφής και άλλα κειμήλια που επιθυμούσε να στεγαστούν στο ανάκτορό της, στη σημερινή Santa Croce in Gerusalemme της Ρώμης.

Σύμφωνα με μια ακόμη παράδοση, η ίδια κατάφερε να αποκτήσει και το χιτώνα του Ιησού, τον οποίο έστειλε στην πόλη Τριέρ, τους τότε Τρεβήρους, στον καθεδρικό ναό της οποίας σώζεται ως τα σήμερα. Η ύπαρξη του κειμηλίου αυτού ιστορικά τεκμηριώνεται από το 12ο αιώνα.

Η Αγία Ελένη πέθανε το αργότερο το 330 στη Νικομήδεια και τάφηκε στη Ρώμη. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, το γεγονός ότι από τις αρχές του 329 μ.Χ. σταματάει απότομα η κοπή νομισμάτων με τη μορφή της συνηγορεί ότι ο θάνατός της επήλθε στα τέλη του 328 ή στις αρχές του 329. Η Αγία Ελένη ενταφιάστηκε με βασιλικές τιμές στη Ρώμη, στο μαυσωλείο της οδού Λαβικάνας. Αργότερα, το σώμα της μεταφέρθηκε στις κατακόμβες Πέτρου και Μαρκελλίνου.

Η εντυπωσιακή πορφυρή σαρκοφάγος της σώζεται σήμερα στο τμήμα Pio Clementino των Μουσείων του Βατικανό. Η Εκκλησία την ανακήρυξε Αγία και Ισαπόστολο. Η μνήμη της εορτάζεται από τους ορθοδόξους, μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο, στις 21 Μαΐου, ενώ από τους καθολικούς στις 18 Αυγούστου.

Να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος δε θεωρείται Άγιος από τους καθολικούς. Αναφέρεται ότι, μετά τον προσηλυτισμό της στο Χριστιανισμό, η Αγία Ελένη βοήθησε πολλούς φτωχούς και διακρίθηκε για το φιλανθρωπικό της έργο.

Ρεπορτάζ: Σταύρος Μουντουφάρης

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News