default-image

Ο Μ. Μανουσάκης μιλά για το "Ουζερί Τσιτσάνης"

Πολιτισμός
Ο Μ. Μανουσάκης μιλά για το "Ουζερί Τσιτσάνης"

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Με μία συγκλονιστική ιστορία αγάπης επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη ο δημοφιλής σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης. Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της ταινίας "Ουζερί Τσιτσάνης", ο Κρητικός δημιουργός, με καταγωγή από το Αβδού, μιλάει στην "Νέα Κρήτη" και το neakriti.gr για τη νέα του δουλειά, τις δυσκολίες που συνάντησε μέχρι αυτή να φτάσει στις κινηματογραφικές αίθουσες, την απουσία του εδώ και χρόνια από την τηλεόραση, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με την Κρήτη.

Συνέντευξη στην Αναστασία Μπιτζιλέου

Η ταινία, που πραγματεύεται έναν "απαγορευμένο" έρωτα μεταξύ ενός χριστιανού και μιας εβραίας στα χρόνια της κατοχής, έναν έρωτα που βρίσκει καταφύγιο σε ένα ουζερί, που τότε μεγαλουργούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης, βγαίνει στη μεγάλη οθόνη από την Feelgood στις 3 Δεκεμβρίου.

Μια ιστορία βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, που σε συνδυασμό με τη μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη αναμένεται να συγκινήσει το κινηματογραφόφιλο κοινό.

Τι σας έκανε να δημιουργήσετε το Ουζερί Τσιτσάνης;

«Εν αρχή ην ο λόγος, δηλαδή το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη που, όταν έπεσε στα χέρια μου πριν από χρόνια, με συνεπήρε. Με συνεπήρε ο πλούτος των γεγονότων, των καταστάσεων, των χαρακτήρων, το άρωμα της εποχής που έκλυε κάθε σελίδα. Κύρια όμως με συνεπήρε γιατί μέσα από ένα μεγάλο συνθέτη, μια εποχή και την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης τότε και έναν καταιγιστικό έρωτα θα μπορούσα να αρχίσω μια συζήτηση με τους θεατές για πολύ επίκαιρα θέματα. Μια συζήτηση για τον παραλογισμό των φυλετικών-θρησκευτικών διακρίσεων και για να θυμηθούμε μαζί ή να πούμε σε όσους δεν ξέρουν τι είναι πραγματικά ο ναζισμός. Δύο ζητήματα δυστυχώς πολύ επίκαιρα για την Ευρώπη και τον κόσμο σήμερα».

Πόσο χρόνο πήρε η υλοποίηση του έργου;

«Από τη στιγμή που πρωτοδιάβασα το βιβλίο πέρασαν πέντε χρόνια. Η διαδικασία της υλοποίησης της ταινίας κράτησε τρία χρόνια. Μελέτη της εποχής, σενάριο, επαφή με ανθρώπους που είτε έζησαν, έφηβοι τότε, τα γεγονότα και κατόρθωσαν να επιβιώσουν, είτε με ανθρώπους που κρατάνε ζωντανή τη συναισθηματική μνήμη από διηγήσεις των προγόνων τους. Ιστορικοί σύμβουλοι και πάλι σενάριο. Διορθώσεις, αναθεωρήσεις, γνώμες τρίτων, συμμετοχή στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Κινηματογράφου για τον έλεγχο του σεναρίου με διεθνείς δημιουργούς. Και βέβαια η εξεύρεση χρημάτων.

Τα γυρίσματα κράτησαν τρεις μήνες και, η μετά το γύρισμα επεξεργασία, μοντάζ, ήχοι, μουσική άλλους πέντε μήνες».

Βασίζεται σε αληθινή ιστορία; Έχει και μυθοπλασία μέσα το έργο;

«Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης περιγράφει τη φύση του βιβλίου του με τα παρακάτω λόγια: "Το βιβλίο ιχνηλατεί μυθιστορηματικά, αποσπασματικά και όχι ως ευθύγραμμη βιογραφία, τη ζωή του πιο σημαντικού λαϊκού συνθέτη, του Βασίλη Τσιτσάνη". Η μυθοπλασία του έργου αντλεί και στηρίζεται σε χαρακτήρες αληθινούς και φανταστικούς αποδίδοντας ρεαλιστικά και με συνέπεια τους ανθρώπους και την εποχή. Η φαντασία μπλέκει με το πραγματικό για να εξάρει το χαρακτήρα των ανθρώπων και των γεγονότων, πιστή στη φύση της εποχής».

Ποια είναι τα συναισθήματα που νιώθετε λίγο πριν βγει στον κινηματογράφο;

«Προσμονή, αισιοδοξία, αγωνία, αλλά κυρίως χαρά! Χαρά που κατορθώσαμε να ολοκληρώσουμε την ταινία, χαρά που περάσαμε όμορφα σε όλη αυτή την υπέροχη περιπέτεια, χαρά που βρέθηκα και πάλι στη Θεσσαλονίκη, χαρά που θα επικοινωνήσω πάλι με τους θεατές».

Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να στείλετε με αυτή την ταινία;

«Μέσα από τη ματιά του μεγάλου συνθέτη και μέσα από τον εμποδισμένο έρωτα δύο νέων ανθρώπων που διψάνε για ζωή σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που ισοπεδώνει τα πάντα λέμε κάτι πολύ απλό. Ποτέ πια! Ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια θύματα μισαλλοδοξίας και φυλετικής διάκρισης. Να διαβάζουμε ιστορία και όχι μία άποψη ή μια σύνοψη. Χωρίς ιστορία είμαστε φτερό στον άνεμο. Δε θέλουμε να στείλουμε ένα μήνυμα, θέλουμε να συζητήσουμε με τους θεατές αυτά τα θέματα».

Υπήρχαν στιγμές που δυσκολευτήκατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

«Κάθε δυσκολία ήταν ένα βήμα που ξεπερνούσαμε με ευρηματικότητα και έμπνευση και συντέλεσε στο να γίνουμε ικανότεροι και σοφότεροι. Οι δυσκολίες ήταν χαριτωμένες και δημιουργικές. Σαν παράδειγμα τα graffiti. Επιλέγοντας ένα χώρο για γύρισμα ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν όλη αυτή η ρύπανση των νεοκλασικών στην Πλάκα και αλλού. Ένα συνεργείο την προηγούμενη αποκαθιστούσε το αυθεντικό χρώμα των κτηρίων και το βράδυ είχαμε φύλαξη ώστε να μην ξαναγραφτούν. Ένα άλλο πρόβλημα που έλυσε η ευρηματικότητα του σκηνογράφου μας Αντώνη Χαλκιά ήταν ότι στη χώρα μας έχουμε κατεδαφίσει όλη τη σύγχρονη πολιτιστική μας κληρονομιά. Καλύπταμε προσόψεις, κλιματιστικά, σηματοδοτήσεις της τροχαίας, τσιμεντένιες κολώνες της ΔΕΗ κ.λπ., κ.λπ.».

Να υποθέσουμε ότι είστε μεγάλος θαυμαστής του Τσιτσάνη;

«Και ποιος δεν είναι; Βέβαια γνώρισα πραγματικά το δημιουργό με αφορμή την ταινία και γνωρίζοντας κάποιον σε βάθος τότε γίνεσαι πραγματικός θαυμαστής του. Όταν ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μέσα σου, μόνο τότε μπορείς να πεις πραγματικά ότι τον θαυμάζεις».

Ήταν δύσκολη η επιλογή των ηθοποιών για τους συγκεκριμένους ρόλους;

«Η επιλογή των ηθοποιών είναι μια μαγική διαδικασία. Μπαίνει ένας νέος άνθρωπος στο γραφείο σου και αισθάνεσαι την αύρα που αποπνέει, παρατηρείς τις μικρές κινήσεις του, την έκφραση ακόμη και της αμηχανίας του και ξαφνικά ξέρεις ότι είναι ο μόνος ή η μόνη που μπορεί να ερμηνεύσει το ρόλο.

Ο πιο δύσκολος ρόλος βέβαια ήταν ο ρόλος του Τσιτσάνη. Δε θέλαμε - και δεν θα ήταν δυνατόν - να βρούμε έναν σωσία του μεγάλου συνθέτη. Έψαχνα έναν άνθρωπο που να αποπνέει την αίσθηση του σχήματος του πραγματικού ήρωα. Θα μπορούσε να ήταν πάρα πολύ δύσκολο εάν δεν είχα την τύχη να δω την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Μικρά Αγγλία. Μόλις αντίκρισα τον Αντρέα Κωνσταντίνου ήξερα ότι αυτός και μόνο αυτός θα μπορούσε να είναι ο Τσιτσάνης. Το ίδιο με την Χριστίνα Χειλά Φαμέλη. Είχαμε δει πολλές υποψήφιες χωρίς να έχω καταλήξει για το ρόλο της πρωταγωνίστριας και έμεναν μόνο λίγες ημέρες για να αρχίσουμε τα γυρίσματα. Ήταν αργά, το τελευταίο ραντεβού της ημέρας, όλοι θέλαμε να πάμε σπίτια μας, ο βοηθός μάζευε τα κιτάπια του και ξαφνικά μπήκε η Χριστίνα! Δεν μπορούσε να ήταν άλλη η Εστρέα μας. Τον Χάρη Φραγκούλη τον ήξερα μόνο από φωτογραφίες και τον καλέσαμε να του προτείνουμε έναν άλλο ρόλο, όταν είδα όμως τον Χάρη, τις κινήσεις του, το γέλιο του, την αίσθηση του χιούμορ και την ανεξαρτησία που απέπνεε δεν μπορούσε παρά να είναι ο Γιώργος. Το ίδιο και η Λέλα. Είχαμε δει πολλές νέες κοπέλες για το ρόλο, είχαμε κάνει επίπονα και απαιτητικά δοκιμαστικά, αλλά Λέλα ήταν μόνο η Βασιλική Τρουφάκου».

Πείτε μας τους λόγους τους οποίους νομίζετε ότι πρέπει να έρθουν να δουν την ταινία;

«Το «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι μια περιπέτεια, είναι ένας έρωτας, είναι μια εποχή, είναι ένας μεγάλος συνθέτης. Όλα αυτά τα συστατικά δημιουργούν ένα θέαμα που προκαλεί διάλογο με το θεατή».

Γιατί ο Μανούσος Μανουσάκης λείπει από την τηλεόραση τα τελευταία χρόνια;

«Και η τηλεόραση λείπει από τον Μανούσο Μανουσάκη. Αλλά μου λείπει η τηλεόραση που μου επέτρεπε να μεταφέρω τη μεγάλη οθόνη στη μικρή. Έχει αλλάξει το ύφος και το πεδίο που κινείται η τηλεόραση».

Τι είναι αυτό που σας ενώνει περισσότερο με την Κρήτη;

«Τι άλλο από την Κρήτη και τους Κρητικούς».

Ένας απαγορευμένος έρωτας με φόντο την κατοχή

Ο Μανούσος Μανουσάκης επιστρέφει στην κινηματογραφική οθόνη με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του «Ουζερί Τσιτσάνης», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Με επίκεντρο έναν απαγορευμένο έρωτα και φόντο την υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη, ο έμπειρος σκηνοθέτης ξετυλίγει μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης, με τη μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη να υπογραμμίζει την εξέλιξη. Τον εμβληματικό δημιουργό υποδύεται ο ηθοποιός Ανδρέας Κωνσταντίνου (Μικρά Αγγλία), ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσαρκώνουν ο Χάρης Φραγκούλης (Γιώργος), η Βασιλική Τρουφάκου (Λέλα) και η πρωτοεμφανιζόμενη Χριστίνα Χειλά Φαμέλη (Εστρέα). Το εντυπωσιακό μωσαϊκό χαρακτήρων συμπληρώνουν οι Γιάννης Στάνκογλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μαρία Καβουκίδου, Μιχάλης Αεράκης, Ξανθή Γεωργίου, Γιάννης Αϊβάζης, Θοδωρής Αντωνιάδης και ο Λάκης Κομνηνός με τον Αλμπέρτο Εσκενάζη. Το «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι ένα ταξίδι στην ιστορία με προορισμό έναν μεγάλο έρωτα και αφετηρία τις δημιουργίες του Βασίλη Τσιτσάνη υπό τα νέα ηχητικά σχήματα του Θέμη Καραμουρατίδη, που ντύνει την ταινία με καινούριες ενορχηστρώσεις αγαπημένων τραγουδιών, αλλά και με νέα πρωτότυπα μουσικά ακούσματα.

Θεσσαλονίκη, 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν χριστιανό και μία εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης και παθιασμένη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News