default-image

Η αγορά του Ηρακλείου τον 20ό αιώνα

Κρήτη
Η αγορά του Ηρακλείου τον 20ό αιώνα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Με "παλιό σκονισμένο πολυσέλιδο βιβλίο", που σε προκαλεί να το ανοίξεις και να το διαβάσεις λέξη-λέξη, θα μπορούσε κάποιος να παρομοιάσει την οικογένεια του πασίγνωστου εμπόρου Μηνά Γιέτη. Με έναν μοναδικό τρόπο που τον χαρακτήριζε πάντοτε, ο παλιός πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ηρακλείου και για πολλά χρόνια συνταξιούχος έμπορος δέχτηκε χθες και "άνοιξε το βιβλίο της οικογένειάς του", για την ενημέρωση της κοινής γνώμης, μιλώντας στην εφημερίδα μας για το παλιό Ηράκλειο.

Την κεντρική αγορά της πόλης σε περασμένες δεκαετίες. Από τις "σελίδες" για τις καλές εποχές, τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια, μέχρι και τη σημερινή "νεκρή" κατάσταση, εκφράζοντας τις προσωπικές του ελπίδες για το "αύριο" όχι μόνο του εμπορικού κόσμου, αλλά γενικότερα των Ελλήνων, στους οποίους δεν έπαψε ποτέ να "επενδύει", πιστεύοντας στην ικανότητα που έχουν «να βγαίνουν πάντα νικητές από την κάθε κρίση»!

Οι πιο "λαμπρές" σελίδες του μεταπολεμικού Ηρακλείου, στον τομέα του εμπορίου, γράφτηκαν, όπως μας είπε ο κ. Γιέτης, από τα τέλη της δεκαετίας του '60 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '70. Αλλά και η δεκαετίας του '80, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα αυτής, πήγε καλά. Ο κόσμος ψώνιζε, οι έμποροι έκαναν χρυσές δουλειές τόσο στα υφάσματα, όπου πατροπαράδοτα δραστηριοποιούνταν η οικογένεια Γιέτη, όσο και σε όλα τα είδη που κυκλοφορούσαν στην αγορά. Η σταδιακή κατρακύλα αρχίζει μετά τα μέσα της δεκαετίας του '80 και ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του '90, οπότε και φάνηκε πως υπήρχε μια κατάσταση που θα χειροτέρευε διαρκώς...

Στη Μικρασία

Ο Μηνάς Γιέτης αρχίζει την ιστορία "ταξιδεύοντάς" μας πάρα πολύ πίσω... «Εγώ παρέλαβα την επιχείρηση από τον πατέρα μου το 1963. Αλλά δε μιλάμε για το κτήριο που έχουμε τώρα. Ήταν ένα άλλο μαγαζί πολύ μικρότερο, μόλις 12 τετραγωνικών, πάλι στην Καλοκαιρινού και συγκεκριμένα ακριβώς απέναντι από το σημερινό μαγαζί».

Το παλιότερο μαγαζί Γιέτη στο Ηράκλειο είχε φτιαχτεί μετά το 1935, όταν ο πρόσφυγας πατέρας του Μηνά γνώρισε τη μάνα του και την παντρεύτηκε. Μέχρι τότε εργαζόταν σε έναν ξάδελφό του, τον Κωνσταντινίδη, του οποίου το μαγαζί ήταν πάλι στη λεωφόρο Καλοκαιρινού.

«Το υφασματάδικο Κωνσταντινίδη είχε δημιουργηθεί από το 1926. Μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν ο πατέρας μου μαζί με τα ξαδέλφια του ήλθαν στο Ηράκλειο και θυμήθηκαν τη δουλειά που ήξεραν στη Μικρά Ασία. Ήταν υφασματάδες στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας, σε ένα μαγαζί που πήγα εγώ το 2000 και το βρήκα. Γκρεμισμένο βέβαια, στην παλιά αγορά μέσα. Οι τοίχοι υπήρχαν. Και η πόρτα υπήρχε, σιδερένια, και είχε απ' έξω και το μονόγραμμα Α.Κ., Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης, που ήταν ο ένας εκ των εξαδέλφων του πατέρα μου, και είχε πάνω και την ημερομηνία 1888. Από το 1888 είχαν φτιάξει αυτό το μαγαζί στην Αττάλεια. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη.

Βρήκα και το σπίτι του πατέρα μου. Και αυτό γκρεμισμένο. Μάλιστα ο πατέρας μου δεν ήθελε ποτέ να ξαναγυρίσει πίσω. Διότι, μου λέει, "εγώ άμα πάω να δω το μαγαζί και το σπίτι γκρεμισμένα, θα με πιάσει η καρδιά μου και θ' απομείνω εκεί. Λοιπόν καλύτερα άσε να θυμάμαι τις καλές μέρες που περάσαμε στον τόπο μας"»!..

Ο πατέρας του Μηνά Γιέτη πρώτα πήγε για λίγα χρόνια στην Αθήνα και στη συνέχεια κατέβηκε από Αθήνα εδώ για να δουλέψει ως υπάλληλος στο μαγαζί του Κωνσταντινίδη. Το 1937, που παντρεύτηκε, δημιούργησε το δικό του υφασματάδικο.

Το 1961-1962 ο Μηνάς απολύεται από το στρατό. «Τότε πήρα την απόφασή μου να συνεχίσω το εμπόριο. Γιατί φαίνεται ήταν στο αίμα μου. Και τότε λέω στον πατέρα μου ότι σε αυτό το μικρό μαγαζάκι δε θα κάτσω. Θέλω να πάω σε ένα πιο μεγάλο, γιατί μου φαίνεται στενάχωρα. Τότε μου λέει ο πατέρας μου "κάτσε εδώ διότι εδώ βγάζουμε καλό μεροκάματο. Και δεν είναι ανάγκη να τρέχουμε στα μεγαλύτερα μαγαζιά, με μεγαλύτερα έξοδα". Αλλά εγώ, ως νέος, δε χαμπάριαζα από τέτοια. Βρήκα το απέναντι μαγαζί περίπου 50 τ.μ. Ήταν το μαγαζί του Μυλωνάκη, που πουλούσε τα καπέλα. Και αυτό νοίκιασα τότε, το οποίο το κράτησα μέχρι το 1968. Μετά το 1968 έφυγα και πήγα εκεί που είναι σήμερα ο γιος μου και έχει τα έτοιμα ανδρικά ρούχα και παπούτσια. Και αυτό το μαγαζί από το '69 μέχρι τώρα τα κρατάμε και το δουλεύουμε από τον πατέρα στο γιο, και είναι η τέταρτη γενιά τώρα ο γιος μου μέσα από την οικογένειά μας. Τώρα η κόρη μου ακολούθησε και αυτή το εμπόριο του υφάσματος, στην πλατεία της Αγίας Αικατερίνης».

Ο κύριος Μηνάς κάποιες ώρες της ημέρας πηγαίνει στον κόρη του και τη βοηθάει. Όπως μας εξηγεί, δεν ξέρει καθόλου από έτοιμα ρούχα και παπούτσια. Έτσι μόνο στο μαγαζί με τα υφάσματα μπορεί να βοηθήσει, όπως έκανε για πάνω από 65 χρόνια, γράφοντας τη δική του ιστορία στο χώρο του υφάσματος, στην αγορά του Ηρακλείου.

"Χρυσές" δεκαετίες

«Οι αγορές στο Ηράκλειο δεν ήταν όπως είναι τώρα, που έχουμε Καλοκαιρινού, Αβέρωφ, Ίδης κ.λπ. και είναι πολλά τα μαγαζιά. Τότε η αγορά ήταν η Καλοκαιρινού, άντε να ήταν μερικά μαγαζιά στην οδό του Αγίου Μηνά. Άντε να ήταν μερικά στην Αβέρωφ και κάποια στην Έβανς. Αλλά η καρδιά της αγοράς του Ηρακλείου ήταν πάντα η Καλοκαιρινού», λέει ο Μηνάς Γιέτης. Και θυμάται πως ειδικά το κομμάτι από το Μεϊντάνι μέχρι την Αγίου Μηνά ήταν το καλύτερο της αγοράς.

Από το ύψος της Αγίου Μηνά και πάνω, δηλαδή στο κομμάτι αυτό την Καλοκαιρινού μέχρι τη Χανιώπορτα, υπήρχαν λιγότερα εμπορικά καταστήματα και περισσότερα μανάβικα.

Για να μας δώσει να καταλάβουμε πόσο "χρυσές" ήταν οι εποχές εκείνες, ο κ. Γιέτης λέει: «Όταν το 1968 μεταφερθήκαμε στο μαγαζί που έχουμε μέχρι σήμερα, το ενοίκιο αυτού του μαγαζιού ήταν το μεγαλύτερο του Ηρακλείου. Τότε έδινα το μήνα 11.000 δραχμές. Ήταν πολλά λεφτά για την εποχή εκείνη. Φανταστείτε ότι για να αγοράσεις ένα διαμέρισμα 60-70 τετραγωνικών έδινες τότε από 180.000 έως 200.000 δραχμές. Όταν δίνεις, συνεπώς, 11.000 δραχμές το μήνα, καταλαβαίνετε ότι με τα ενοίκια αυτά σε δύο χρόνια το διαμέρισμα θα το είχες αγοράσει»!

Στο σημείο αυτό μας λέει ότι «η Καλοκαιρινού ήταν το διαμάντι του Ηρακλείου. Διότι ο κόσμος τότε ψώνιζε. Διότι τότε δεν υπήρχε η πληθώρα των μαγαζιών στην περιφέρεια. Δηλαδή τα χωριά και οι γύρω δήμοι του Ηρακλείου δεν είχαν μαγαζιά. Όλοι κατέβαιναν στο Ηράκλειο».

Αντίστροφη μέτρηση

Ρωτήσαμε τον Μηνά Γιέτη για την αντίστροφη μέτρηση του εμπορίου στο Ηράκλειο. Και όπως λέει στη "Ν.Κ.", «από το 1980 μέχρι και το '86-'87 είχε κίνηση η αγορά. Από το 1987 έως το 1990 είχαμε και μια διαφοροποίηση της αγοράς ως προς το είδος. Τότε άρχισαν να δημιουργούνται πολλές μονάδες με έτοιμο ένδυμα. Και υπήρχε πρόβλημα στα υφασματάδικα σε σχέση με μαγαζιά που έγιναν ετοιματζίδικα. Και κάποιοι από τους συναδέλφους που είχαν υφάσματα το γύρισαν στο έτοιμο».

Ακόμα τότε η αγορά του Ηρακλείου "δούλευε" πολλά ελληνικά υφάσματα, αλλά "δούλευε" και ξένα. «Δε μιλάμε βέβαια για τα ξένα της σημερινής ποιότητας. Τότε τα ξένα ήταν καλά υφάσματα γιατί ήταν από Ιταλία, από Αγγλία, από Γερμανία και παραμένουν καλά υφάσματα. Αλλά είχαμε κι εμείς καλές βιομηχανίες υφασμάτων».

Κι όμως, πράγματι. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80 η Ελλάδα είχε ακόμη πολλές δικές της βιομηχανίες και βιοτεχνίες υφασμάτων και ρούχων. «Ήταν άριστες και στα ανδρικά και στα γυναικεία. Και είχαμε και μεγάλες βιομηχανίες σε σχέση με το μέγεθος της Ελλάδας, σε ό,τι αφορά τα κασμίρια, τα οποία τα εξάγαμε στο εξωτερικό, και από την άλλη μεριά είχαμε και πολλά εργοστάσια υφαντουργίας, που ως γνωστόν έκλεισαν»!

Ο κ. Γιέτης πιστεύει ότι από τότε και μετά ο κόσμος άρχισε να μην ενδιαφέρεται για την ποιότητα, αλλά μόνο για την εμφάνιση ενός ρούχου και την οικονομική του τιμή. Πλέον δεν υπάρχουν ελληνικές βιομηχανίες. Και κάποιες βιοτεχνίες που έχουν απομείνει χρησιμοποιούν υφάσματα από το εξωτερικό, όπως από την Κίνα κυρίως, φτιάχνοντας όμως καλά προϊόντα, που πωλούνται και σε ακριβότερες τιμές, από τα άλλα προϊόντα που μας έρχονται από το εξωτερικό.

Η κρίση

Ο ίδιος ήταν πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ηρακλείου μες στη δεκαετία του '90. «Η αγορά στη δεκαετία αυτή μέχρι και τις επόμενες δεκαετίες γνώρισε τη μεγάλη κρίση. Σαν μπήκε η δεκαετία του '90 φάνηκαν τα πρώτα σημάδια. Ότι κάτι δεν πάει καλά και κάπου τα πράγματα πρέπει να ελεγχθούν. Αυτή τη δεκαετία φάνηκαν οι πραγματικοί έμποροι, ειδικά σε ό,τι αφορά το Ηράκλειο. Μέσα στις δεκαετίες από το '90 μέχρι το 2000 αυτές οι επιχειρήσεις που επιβίωσαν, που αναπτύχθηκαν, που μπόρεσαν και κρατήθηκαν στην αγορά ήταν οι επιχειρήσεις που από τα παλιά τα χρόνια είχαν γερές βάσεις».

ΧΑΜΟΣ ΚΑΘΕ ΟΚΤΩΒΡΙΟ

Η σταφίδα "έτρεφε" την αγορά

Και να πώς αλλάζουν οι εποχές. «Εγώ θυμάμαι Οκτώβρη μήνα, μετά το μάζεμα της σταφίδας», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Γιέτης, «και γινόταν ο χαμός. Να έχουμε τρεις υπαλλήλους και μαζί με εμένα και τον πατέρα μου να είμαστε πέντε και κάποια εποχή πήραμε και τρίτο υπάλληλο και να μην προλαβαίνουμε. Κλείναμε το μεσημέρι το μαγαζί και αφήναμε τα υφάσματα στα τόπια αδίπλωτα για να πάμε να φάμε κάτι και να γυρίσουμε να τα μαζέψουμε να ανοίξουμε το απόγευμα. Η δουλειά ήταν αρκετά καλή. Και γι' αυτό έγιναν όσα έγιναν στο Ηράκλειο. Και αν θα κρίνω και από συναδέλφους μου στην Καλοκαιρινού, άλλοι επένδυσαν στο εμπόριο, άλλοι επένδυσαν στα ξενοδοχεία, άλλοι επένδυσαν στα σπίτια, άλλοι επένδυσαν πιθανώς σε αγροτικές περιουσίες και πάει λέγοντας. Τα χρήματα έρχονταν. Η αγορά δούλευε. Ο κόσμος δούλευε»...

Ο κ. Γιέτης τονίζει επίσης ότι η σταφίδα ήταν ένα εξαιρετικά χρυσοφόρο προϊόν, κάτι που είχε φανεί έντονα στην αγορά του Ηρακλείου και στη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη της Κρήτης. «Δεν είναι καθόλου τυχαίο», όπως λέει, «ότι είχαμε 9 σταφιδεργοστάσια. Σε αυτά τα εργοστάσια δούλευε όλος ο εργατικός κόσμος του Ηρακλείου. Και όταν πολύ παλιά καταργήθηκε το δικαίωμα να κρατάμε ανοιχτά τα καταστήματα το απόγευμα του Σαββάτου, η αντίδρασή μας ήταν ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί αυτή η απόφαση, γιατί όλοι οι εργαζόμενοι έρχονταν το Σάββατο και μας έδιναν λεφτά. Γιατί; Γιατί ψώνιζαν. Οι εργαζόμενοι ψώνιζαν με δόσεις τότε. Θυμάμαι τον πατέρα μου με το τεφτεράκι»...

Στο ερώτημά μας τι είδους πελάτες ήταν οι σταφιδοπαραγωγοί, ο κ. Γιέτης λέει κουνώντας το κεφάλι: «Οι σταφιδοπαραγωγοί πλήρωναν κατευθείαν. Μετρητοίς. Πήγαιναν τις σταφίδες. Τις παρέδιδαν. Έπαιρναν τα λεφτά. Και βγαίνανε στην αγορά. "Κόψε κι εκείνο", "δώσε και τούτο", "κόψε και το άλλο" και πάει λέγοντας. Ωραία πράγματα. Πάνε αυτά».

Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, όπως μας λέει χαρακτηριστικά, ότι «ο νομός Ηρακλείου κάποτε έβγαζε 100.000 τόνους σταφίδα. Αυτά ήταν λεφτά. Και μόλις την παρέδιδαν, έπαιρναν και το χρήμα. Αλλά και με το λάδι υπήρχε χρήμα. Οι περιοχές του λαδιού, Μεσαρά και Βιάννος, είχαν και αυτές έντονη παρουσία. Και ήταν περίπου οι ίδιες εποχές που κατέβαινε ο κόσμος στα μαγαζιά του Ηρακλείου».

Βέβαια, όπως εξηγεί ο συνταξιούχους σήμερα έμπορος του Ηρακλείου, «τότε δεν υπήρχαν τα πολλά έτοιμα ρούχα. Και γι' αυτό μόνο στο Ηράκλειο είχαμε γύρω στα 28 υφασματάδικα. Στην Καλοκαιρινού 7, στη 1866 άλλα τρία και είχαμε και στην Αβέρωφ. Βέβαια, δεν ήταν όλα μεγάλα μαγαζιά. Ήταν και μικρά μαγαζιά. Άλλα είχαν λαϊκά είδη, άλλα είχαν πιο καλά. Θυμάμαι χρονιές που ήταν ανεπανάληπτες»...

Σύμφωνα με όσα θυμάται ο Μηνάς Γιέτης, «οι πιο καλές χρονιές ήταν από το 1969 μέχρι και το 1977-1978, που κυκλοφορούσε χρήμα. Θυμάμαι ότι γίνονταν πολλοί χοροί στο Ηράκλειο τις Απόκριες και έρχονταν οι γυναίκες και έπαιρναν υφάσματα για να ράψουν ρούχα να πάνε στο χορό. Και γινόταν τζίρος καλός στα μαγαζιά. Και δούλευαν όλα τα μαγαζιά».

ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΜΗΝΥΜΑ

«Ο Έλληνας στις δύσκολες στιγμές τα καταφέρνει»

Άραγε, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα ξανακάνουμε στη χώρα μας μια νέα αρχή; Ο κ. Γιέτης τονίζει ότι είναι καθαρά πολιτικό το ζήτημα. «Έχω όμως την εντύπωση ότι ο Έλληνας στις δύσκολες στιγμές τα καταφέρνει. Αρκεί να του αφήσεις τα περιθώρια. Χωρίς όμως να τον έχεις ανεξέλεγκτο. Ο Έλληνας θέλει τον έλεγχο, αλλά τον θέλει με μέτρο. Όχι όμως με δύο μέτρα και δύο σταθμά, άλλοι να μπορούν να φοροδιαφεύγουν και άλλοι να μην μπορούν να σταυρώσουν μια δεκάρα».

Εμπορικός Σύλλογος

Μέσα στη δεκαετία του '90, με τον ίδιο να είναι στέλεχος και για κάποια χρόνια πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ηρακλείου, είχαν καταγραφεί οι πιο θυελλώδεις συνεδριάσεις και συνελεύσεις των εμπόρων, που κατέληγαν ακόμα και σε... ξύλο! Ακόμα και σε θέματα εκπτώσεων, η διοίκηση έπαιρνε μια απόφαση για την περίοδο των εκπτώσεων και αμέσως την άλλη μέρα μέλη του Δ.Σ. την καταστρατηγούσαν, συμπαρασύροντας και μερίδα των εμπόρων της πόλης...

Ο κ. Γιέτης θυμάται: «Στη δεκαετία του '90 ο εμπορικός κόσμος ήταν διχασμένος. Δημιουργούνταν πολλά προβλήματα μέσα στον εμπορικό κόσμο. Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους εμπόρους ήταν ενταγμένοι σε ένα κόμμα. Και αντιμετώπιζαν όλες τις καταστάσεις σαν μέλη κόμματος. Και όχι σαν μέλη του εμπορικού κόσμου. Είχαμε αυτόν το δικομματισμό και αυτός ο δικομματισμός, ο φανατισμός των εμπόρων τόσο στο συμβούλιο όσο και απ' έξω ήταν πολύ έντονος»...

Καταλήγοντας, μας λέει ότι προσωπικά ό,τι κι αν έκανε δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει αυτήν την κατάσταση. «Και δεν τα κατάφερα ποτέ, διότι όλοι όσοι ήταν με το κόμμα πήγαιναν με το κόμμα τους. Οι άλλοι που ήταν στο άλλο, πήγαιναν με το κόμμα τους. Τι λέει το κόμμα; Τι υποστηρίζει ο συνδικαλιστής του τάδε κόμματος; Και έτσι λειτουργούσαν. Κανένας δεν κοίταζε τότε το συμφέρον του κλάδου μας».

Χριστόφορος Παπαδάκης

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News