default-image

Φωνές από Ισπανία για τις αποζημιώσεις

Φωνές από Ισπανία για τις αποζημιώσεις

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπορεί τα βλέμματα των περισσοτέρων να είναι στραμμένα στα αλλεπάλληλα Eurogroup, τα τεχνικά κλιμάκια και τις συνομιλίες των τεχνοκρατών με επίκεντρο την Ελλάδα, ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί για την ώρα με την ίδια θέρμη των προγραμματικών δηλώσεων Τσίπρα να αντιμετωπίζει το θέμα του γερμανικού αναγκαστικού κατοχικού δανείου από την Ελλάδα, αλλά και των γερμανικών επανορθώσεων. Η συνέχεια στο θέμα δόθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις Νίκο Χουντή, κατά τη διήμερη επίσκεψη στην Ελλάδα του υφυπουργού Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, υπεύθυνου για ευρωπαϊκά θέματα Μίκαελ Ροθ.

Του Γιώργου Σαχίνη

«Η Γερμανία και η Ελλάδα παραμένουν φίλοι και συνεργάτες μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο», δήλωσε ο Ν. Χουντής και αφού καλωσόρισε το Γερμανό υφυπουργό υπενθύμισε ότι ο Μ. Ροθ έχει εκφραστεί πολλές φορές φιλικά προς τη χώρα μας και υπογράμμισε ότι το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα στην περίοδο της λιτότητας και των μνημονίων στην οποία βρέθηκε η χώρα μας, οι σχέσεις της Ελλάδας και της Γερμανίας περνάνε μια δύσκολη φάση. Ανέφερε, επίσης, ότι «υπάρχουν εκκρεμότητες, όπως το θέμα του κατοχικού δανείου και των γερμανικών αποζημιώσεων, οι οποίες πιστεύουμε ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν. Εμείς πιστεύουμε, και νομίζω ότι και ο Μ. Ροθ το εξέφρασε, ότι η Γερμανία και η Ελλάδα παραμένουν φίλοι και συνεργάτες μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο».

Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Νίκος Χουντής με τον υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γερμανίας Michael Roth.

"El Publico"

«Τα χρήματα που χρωστά η Γερμανία στην Αθήνα υπερβαίνουν το ελληνικό χρέος και πρέπει να καταβληθούν», διαπιστώνουν Ισπανοί πανεπιστημιακοί σε άρθρο της "El Publico". Η Γερμανία χρωστά χρήματα στην Ελλάδα και, σύμφωνα με αρκετούς υπολογισμούς, το ποσό αυτό ανέρχεται σχεδόν στα διπλά χρήματα από αυτά που έχει λάβει η Αθήνα από τους Ευρωπαίους εταίρους της, όπως αποφαίνεται σε χθεσινό της δημοσίευμα η μεγαλύτερη ισπανική ηλεκτρονική εφημερίδα "El Publico".

Επικαλούμενη στοιχεία από μελέτες γνωστών και καθ' όλα έγκριτων Ισπανών ιστορικών κι οικονομολόγων, η ισπανική ηλεκτρονική εφημερίδα, που στηρίζει και το κίνημα των "Podemos", δημοσιεύει με τον τίτλο "Το χρέος της ναζιστικής Γερμανίας ξεπερνά όσα ζητούν οι Μέρκελ και Ε.Ε. από την Αθήνα" έναν εκτενή απολογισμό των γεγονότων από την επιβολή από το χιτλερικό καθεστώς του αναγκαστικού δανείου, ισοδύναμου με 3 δισ. ευρώ, τη συνδιάσκεψη του 1953 για τη διαγραφή του 63% του συνολικού εξωτερικού χρέους της Γερμανίας, έως τη συμφωνία των "Δύο συν Τέσσερις" του 1990 για τη μη πληρωμή των επανορθωτικών υποχρεώσεων του Βερολίνου, ενόψει της ενοποίησης των δύο Γερμανιών. «Τουλάχιστον 163,800 δισ. ευρώ θα έπρεπε να καταβάλει η Γερμανία στην Ελλάδα. Είναι σαφές πως με αυτά τα ποσά, η Ελλάδα όχι απλώς θα είχε λύσει το πρόβλημα του χρέους, αλλά θα της περίσσευαν και χρήματα», σημειώνεται.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας Εδμούνδο Φαγιάνας Εσκουέρ, εάν για το κατοχικό δάνειο «ισοδύναμο με 3 δισ. ευρώ», «εφαρμοστεί ως σημείο αναφοράς το μέσο επιτόκιο των αμερικανικών ομολόγων, το ποσό που θα έπρεπε σήμερα να καταβάλει η Γερμανία θα ήταν 163,800 δισ. ευρώ».

Ποσό που ουδέποτε καταβλήθηκε, υπενθυμίζει από την πλευρά του κι ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Παν/μιο Κομπλουτένσε της Μαδρίτης Κάρλος Σανθ Ντίαθ, «μολονότι η Κατοχή στην Ελλάδα ήταν μία από τις ωμότερες στην Ευρώπη», επισημαίνοντας τις μεγάλες απώλειες, από πείνα και κακουχίες, μεταξύ του πληθυσμού της χώρας και τις καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία της Ελλάδας.

«Ο υπολογισμός της καταστροφής», εκτιμά ο Φαγιάνας Εσκουέρ, «ποικίλει ανάλογα με τις διάφορες εκτιμήσεις, που την ανάγουν σε έως και 300 δισ. ευρώ. Ποσό που ο Γάλλος οικονομολόγος και πρώην σύμβουλος του Νικολά Σαρκοζί, Ζακ Ντεπλά, ανεβάζει ακόμη και στα 575 δισ. ευρώ», υπογραμμίζεται στο ίδιο άρθρο. «Είναι σαφές πως με αυτά τα ποσά η Ελλάδα όχι απλώς θα είχε λύσει το πρόβλημα του χρέους, αλλά θα της περίσσευαν και χρήματα», προσθέτει ο ίδιος καθηγητής.

Μάλιστα, η εφημερίδα σημειώνει ιδιαίτερα πως οι αποζημιώσεις που αξιώνουν οι Έλληνες δε φτάνουν ούτε καν στα πραγματικά χρηματικά ύψη που πρέπει να τους δοθούν: «162 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογιστούν τα επιτόκια από την εποχή της Κατοχής (…). Τα 108 δισ. αντιστοιχούν στις καταστροφές των υποδομών, ενώ τα υπόλοιπα στο καταναγκαστικό δάνειο της δωσίλογης κυβέρνησης».

Αναφορικά με τη δυσαρέσκεια της γερμανικής κυβέρνησης για τη μετεκλογική στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο θέμα των επανορθώσεων, αλλά και στον παραλληλισμό που "τόλμησε" ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης στο Βερολίνο με την κατάσταση που οδηγεί στην άνοδο των νεοναζί στην Ελλάδα, ο καθηγητής στο UCM Κάρλος Σανθ Ντίαθ δηλώνει πως «δεν ήταν μία αναιδής στάση. Κανένα άλλο έθνος δεν μπορεί να κατανοήσει καλύτερα την κατάσταση στην Ελλάδα. Η Ευρώπη οφείλει να διδαχθεί το μάθημα πως, όταν φέρνουν ένα λαό στην απογοήτευση και την ταπείνωση, ο δρόμος προς τον εξτρεμισμό ανοίγει διάπλατα».

ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΑΛΛΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΡΣΑΛ

Επίλυση του ελληνικού χρέους... a la γερμανικά

Η Γερμανία χάρη σ' αυτές τις χαριστικές συμφωνίες μπόρεσε να επανεκκινήσει το σημερινό γερμανικό οικονομικό θαύμα. Ο Σανθ Ντίαθ επιπλέον υπενθυμίζει πως η «Γερμανία πέτυχε από την Ευρώπη συμφωνία ότι πάνω απ' όλα δεν πρόκειται να αποζημιώσει τις χώρες της νότιας Ευρώπης» για τις "βοήθειες", εν είδει άλλου "Σχεδίου Μάρσαλ" που τις εξανάγκασε να της δώσουν στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συμφωνία που, όπως υπογράμμισε ο Γερμανός οικονομολόγος του London School of Economics Άλμπρεχτ Ριτσλ (σε συνέντευξή του στο "Der Spiegel" το 2011), καθιστά τη Γερμανία στο μεγαλύτερο χρεώστη του 20ού αιώνα, αλλά ακόμη και σε όλη τη σύγχρονη χρηματοοικονομική ιστορία, καθώς ήταν πρωταγωνιστής στις πιο βαριές εθνικές χρεωκοπίες».

Το δημοσίευμα της "El Publico", το οποίο υποστηρίζει πως η Γερμανία χρωστά 163,800 δισ. ευρώ στην Ελλάδα.

Κατά τον Σανθ Ντίαθ, η Ελλάδα έχει όλους τους καλούς λόγους και τα ιστορικά δεδικασμένα για να αξιώσει μία επίλυση του χρέους της... a la γερμανικά, υπογραμμίζοντας πως χάρις σ' αυτές τις χαριστικές συμφωνίες μπόρεσε να επανεκκινήσει το σημερινό γερμανικό οικονομικό θαύμα και να τεθούν οι βάσεις για τη σημερινή ανάπτυξή της. Καταλήγοντας σχολιάζει: «Η Γερμανία ήταν η χώρα που επωφελήθηκε όσο καμία άλλη από την Ε.Ε., συνεπώς είναι εκείνη που περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλο οφείλει να φροντίσει γι' αυτήν». Το άρθρο ολοκληρώνεται με την παρατήρηση του ίδιου καθηγητή, πως ψίχουλα που έδωσε η Γερμανία οιονεί επανορθώσεων στην Ελλάδα μεταπολεμικά «ήταν μία αρχική δόση εν αναμονή της διαπραγμάτευσης για την καταβολή των αποζημιώσεων μετά τη (γερμανική) ενοποίηση. Όμως, τα πάντα παρέμειναν σ' αυτό το σημείο και μάλλον θα παραμείνουν εκεί, εάν ο Τσίπρας δε βγάλει τη Μέρκελ από την οικονομική της αμνησία».

Μ. ΓΛΕΖΟΣ

Ξεχωριστές διαπραγματεύσεις

«Δεν υπάρχει θέμα συμψηφισμού του κατοχικού δανείου με τα χρέη της Ελλάδας», δηλώνει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Μανώλης Γλέζος στην εφημερίδα "Βήμα της Κυριακής" και διευκρινίζει: «Τα δύο θέματα είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Γι' αυτό και θα γίνουν ξεχωριστές διαπραγματεύσεις».

Εκτιμά ότι η Γερμανία μπορεί να πληρώσει επανορθώσεις χωρίς αυτό να επηρεάσει «αρνητικά τη γερμανική οικονομία» και δίνει παραδείγματα: «Γερμανικές υποτροφίες σε φοιτητές και νεαρούς επιστήμονες από την Ελλάδα με προτεραιότητα στους απογόνους των θυμάτων, μεταφορά τεχνογνωσίας στην Ελλάδα, ή ανάληψη από το γερμανικό κράτος των εξόδων των γερμανικών επιχειρήσεων, που πραγματοποιούν έργα υποδομής στην Ελλάδα. Τη σχετική διαδικασία θα μπορούσε να την επεξεργαστεί μια κοινή οικονομική επιτροπή». Ο κ. Γλέζος σημειώνει ότι, εκτός από το κατοχικό δάνειο, υπάρχουν οι ατομικές αποζημιώσεις, οι επανορθώσεις για τις καταστροφές στο δημόσιο τομέα, καθώς και η επιστροφή των κλεμμένων αρχαιοτήτων.

«Μόνο κατοχικό δάνειο»

Ενώ η υπόθεση των αποζημιώσεων είναι στην πρώτη γραμμή του πυρός για την κυβέρνηση με αναφορές πλέον και στον ευρωπαϊκό Τύπο, η "Νέα Κρήτη" αποκαλύπτει ότι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Ανδρέας Στεργίου, ο άνθρωπος που  πρωταγωνίστησε για την αναγόρευση του Χάινς Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου, παρά το περιβόητο πλέον βιβλίο του για την Μάχη της Κρήτης, έχει στο απώτερο παρελθόν δημοσιεύσει ερευνητική του δουλειά για το θέμα με πλείστες όσες πηγές, ακόμη και του άλλοτε καθηγητή του στο μεταπτυχιακό του, του κ. Ρίχτερ, όπου μεταξύ των άλλων πρωτοφανών συντάσσεται με όσους υποστηρίζουν ότι το μόνο θέμα διεκδίκησης που υπάρχει πλέον για την Ελλάδα είναι του αναγκαστικού κατοχικού δανείου (!).

Προφανώς και τη θέση του αυτή ο κ. Στεργίου την εντάσσει σε μία συνολικότερη άποψή του για αναθεώρηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Κάπως έτσι εξηγείται και η συνυπογραφή άρθρων με τον Χάινς Ρίχτερ από το 2011 περί "μύθων και πραγματικοτήτων" σχετικά με τη Μάχη της Κρήτης, που πρόσφατα αποκαλύψαμε. Σήμερα σας παρουσιάζουμε αποσπάσματα από τη δημοσίευση του κ. Ανδρέα Στεργίου το καλοκαίρι του 2005 στο "Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών", αριθμός τεύχους 42, με τίτλο "Το ζήτημα των επανορθώσεων και οι ελληνογερμανικές σχέσεις".

Αν ο αναγνώστης διαβάσει προσεκτικά από την εισαγωγή και μόνο της σχετικής έρευνας το 2005, θα διαπιστώσει πόσο "στεναχωρημένος" είναι για τα γεγονότα του 2001, τότε που επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Γερμανίας στην Ελλάδα, με βάση την απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς για αποζημίωση των θυμάτων του Ολοκαυτώματος στο Δίστομο, που τελικά με παρεμβάσεις της πέτυχε να μπλοκάρει η τότε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη. Γράφει εισαγωγικά το 2005 ο Ανδρέας Στεργίου:

«Ήταν ένα πρωινό του Σεπτέμβρη του 2001 όταν οι εργαζόμενοι του Ινστιτούτου Geothe της γερμανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Γερμανικής Σχολής στην Αθήνα είδαν με έκπληξη υπαλλήλους του ελληνικού Δημοσίου να εισέρχονται απροειδοποίητα στα κτήρια που εργάζονταν και να αρχίζουν να μετρούν το εμβαδόν της επιφάνειας του ινστιτούτου. Ο προφανής λόγος της απροσδόκητης και συνάμα ιδιαίτερα ενοχλητικής αυτής επίσκεψης έγινε αμέσως προφανής. Τα κτήρια αυτά μαζί με όλα τα περιουσιακά στοιχεία, που τα συνόδευαν, επρόκειτο να κατασχεθούν και να τεθούν σε πλειστηριασμό, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, η οποία έλαβε χώρα στο Δίστομο στις 10 Ιουνίου του 1944. Είχε βέβαια προηγηθεί τα προηγούμενα τρία χρόνια ένα δικαστικό θρίλερ με αλληλοαναιρούμενες αποφάσεις, που είχαν όμως πριν μερικούς μήνες ανοίξει το δρόμο στη διαδικασία κατάσχεσης. Ξαφνικά όλος ο γερμανικός και ελληνικός Τύπος, καθώς και τα νομικά επιτελεία των δύο υπουργείων Εξωτερικών άρχισαν να ασχολούνται με το θέμα, ενώ κάποιες φωνές στη Γερμανία άρχισαν να απαιτούν το τέλος της πολιτιστικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας και πράξεις αντεκδίκησης από μέρους του γερμανικού Δημοσίου. Ενώ οι κυβερνήσεις των δύο χωρών προσπαθούσαν να επιλύσουν το θέμα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ιδιώτες, ιστορικοί, νομικοί και διεθνολόγοι επιδόθηκαν σε έναν πόλεμο επιχειρημάτων με ιστορικό και νομικό περιεχόμενο, ο οποίος μάλλον συσκότισε το ζήτημα ακόμα περισσότερο. Άγνοια βασικών πτυχών του ζητήματος, πικρία κάποιες φορές αλλά και αντιγερμανικά αισθήματα κάποιες άλλες παρακώλυσαν μια νηφάλια προσέγγιση του θέματος, την οποία επιχειρεί η μελέτη αυτή...».

"Έκλεισαν" το 1960

Προσέξτε τώρα πώς σε αυτήν την έρευνά του, που δημοσιεύει το 2005 ο Ανδρέας Στεργίου, υποστηρίζει ότι οι αποζημιώσεις θυμάτων και οι γερμανικές επανορθώσεις προς την Ελλάδα, πλην του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, έχουν κλείσει οριστικά από το 1960! Προφανώς στα πλαίσια της συνολικής αναθεώρησης της ιστορίας της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα και των πράξεων φρίκης των κατακτητών διόλου αντίθετος με αυτές τις απόψεις δε θα είναι ούτε ο κ. Ρίχτερ, το όνομα του οποίου άλλωστε και σε αυτήν τη δημοσίευση του κ. Στεργίου φιγουράρει στις αναφορές των "πηγών" από τις οποίες άντλησε στοιχεία για την έρευνά του. Να λοιπόν τι αναφέρει : «…Με την εξέλιξη της υπόθεσης Merten φαίνεται να συνδέεται και το ζήτημα των οικονομικών επανορθώσεων, το οποίο ρυθμίστηκε το 1960, το οποίο είχε επίσης θετικές επιπτώσεις στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας. Πράγματι, στις 18 Μαρτίου 1960 υπογράφηκε στη Βόνη η Σύμβασις μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως, η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με βασιλικό διάταγμα στις 24 Αυγούστου 1961. Η συμφωνία αυτή είναι η πρώτη ουσιαστικά έμπρακτη αναγνώριση της Δυτικής Γερμανίας για οικονομικές υποχρεώσεις της απέναντι σε Έλληνες υπηκόους ιδιώτες, και για αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία για την περαιτέρω εξέλιξη της υπόθεσης. Στο πρώτο άρθρο της σύμβασης αναφέρεται ότι: "1) Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα καταβάλη εις το βασίλειον της Ελλάδος εκατόν δέκα πέντε εκατομμύρια γερμανικών μαρκών, υπέρ των υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως διά λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας θιγέντων Ελλήνων υπηκόων, οίτινες υπέστησαν, συνεπεία των μέτρων τούτων διώξεως, ζημίας ελευθερίας ή υγείας και ιδίως και προς όφελος των επιζησάντων οικείων των φονευθέντων συνεπεία των μέτρων διώξεως τούτων. 2) Η κατανομή του ποσού επαφίεται εις την κρίσιν της βασιλικής κυβερνήσεως...". Προβλήματα δημιουργήθηκαν από την ερμηνεία του άρθρου ΙΙΙ της σύμβασης: "Διά της εν άρθρω 1ω προβλεπομένης πληρωμής ρυθμίζονται οριστικώς άπαντα τα ζητήματα άτινα αποτελούν το αντικείμενον της συμβάσεως ταύτης και τα αναφερόμενα εις τας σχέσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς το Βασίλειον της Ελλάδος, μη θιγομένων ετέρων νομίμων απαιτήσεων Ελλήνων υπηκόων".

Στο κυρωτικό διάταγμα του 1961 εμπεριέχονται και δύο επιστολές μεταξύ των υφυπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, Θ. Υψηλάντη και Α. Η. Scherpenberg. Στις επιστολές αυτές διαφαίνεται καθαρά ότι η Ομοσπονδιακή Γερμανία θεώρησε ότι με τη σύμβαση αυτή έκλεισε για πάντα το θέμα των αποζημιώσεων δυνάμει του τρίτου άρθρου. Ο Υψηλάντης στην επιστολή του συμφώνησε με την παραπάνω άποψη, αλλά διατύπωσε επιφυλάξεις για το κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση θα επανέλθει με άλλες οικονομικές αξιώσεις, συσχετίζοντας τις αξιώσεις αυτές όμως όχι με τη συγκεκριμένη σύμβαση, αλλά με τη συμφωνία-πρωτόκολλο του Λονδίνου περί διακανονισμού των χρεών… Εκτός από τη διμερή αυτή συμφωνία, η Αθήνα και η Βόνη προέβησαν τον επόμενο χρόνο, στις 8/12/1961, και σε άλλη μια διμερή συμφωνία, βάσει της οποίας η γερμανική πλευρά κατέβαλε το ποσό των 4.800.000 μάρκων για αφαιρεθέντα από την Ελλάδα και μεταφερθέντα κατά τη διάρκεια της κατοχής στη Γερμανία καπνά... Εδώ πρέπει να γίνουν ορισμένες μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Η δικαστική έκβαση της υπόθεσης κρίθηκε αποκλειστικά και μόνο στο ζήτημα της ετεροδικίας (Exteritorrialit), το οποίο αποτέλεσε και το ισχυρότερο ατού της γερμανικής πλευράς. Για την καλύτερη κατανόηση του ζητήματος πρέπει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις πάνω σ' αυτό. Η εξέταση του δικαιώματος της ετεροδικίας αφορά στο δικονομικό κομμάτι της υπόθεσης και σε καμία περίπτωση στο ουσιαστικό. Τα δικαστήρια και οι δικαστές κλήθηκαν δηλαδή να αποφανθούν επί της αρμοδιότητάς τους να δικάσουν και όχι για το δίκαιο ή όχι χαρακτήρα της αγωγής. Από τη στιγμή λοιπόν που οι δικαστές έκριναν εαυτόν αναρμόδιο να δικάσουν, θεωρώντας ότι αυτό αντιβαίνει θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, η έκβαση της υπόθεσης των ατομικών αποζημιώσεων είχε κριθεί. Η ασυλία του γερμανικού κράτους θα μπορούσε να αρθεί μόνο εφόσον οι αγωγές στρέφονταν εναντίον ατόμων, στα οποία όμως δεν αναγνωριζόταν η ιδιότητα του φορέα κρατικής εξουσίας... Εξαιρούνται επίσης με σαφήνεια αξιώσεις αποζημιώσεων από αδικήματα, που πηγάζουν μεν από καταστάσεις ενόπλων συγκρούσεων, πλήττουν όμως άτομα περιορισμένου κύκλου και συγκεκριμένου τόπου, που δεν έχουν σχέση με τις ένοπλες συρράξεις και δεν μετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις. Έχει υποστηριχθεί η άποψη λοιπόν ότι η ελληνική περίπτωση των αποζημιώσεων δύνανται να ενταχθεί στην κατηγορία των οικονομικών καταχρήσεων που αφορά μόνο στο ζήτημα των περιουσιών, είτε στην κατηγορία της κατάργησης της κρατικής ασυλίας λόγω προσβολής ατόμων που δεν ενεπλάκησαν στις επιχειρήσεις. Υπό την έννοια αυτή τα ελληνικά δικαστήρια αποκτούν διεθνή δικαιοδοσία στις περιπτώσεις εκδίκασης αγωγών πολεμικών αποζημιώσεων για ζημιές ή καταχρήσεις της οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας του Τρίτου Ράιχ στην Ελλάδα την περίοδο της κατοχής.

Στο σημείο αυτό αναφύονται ωστόσο διάφορα προβλήματα. Καταρχήν, κατά παράδοξο τρόπο η Ελλάδα δεν έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση της Βασιλείας, σε αντίθεση με τη χώρα η οποία θα μπορούσε ενδεχομένων να φοβάται δυσμενείς εξελίξεις από την εφαρμογή της συνθήκης αυτής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσχώρησε στην συνθήκη αυτή και μάλιστα μετά την ένωσή της, το 1990. Αποτελεί επομένως ένα ζήτημα κατά πόσον η Ελλάδα μπορεί να κάνει χρήση των ευεργετικών διατάξεων της παραπάνω σύμβασης, έστω και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι στους κανόνες του διεθνούς δικαίου περιλαμβάνονται τα διεθνή έθιμα και οι γενικές αρχές του δικαίου των πολιτισμένων κρατών, όχι όμως οι διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα, τις οποίες το Σύνταγμα διακρίνει και ρυθμίζει διαφορετικά από τους γενικούς παραδεγμένους κανόνες.

Κατά δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 3 της Σύμβασης της Βασιλείας, η Σύμβαση εφαρμόζεται σε πράξεις ή παραλείψεις μεταγενέστερες της υπογραφής της. Ακόμα, ωστόσο, και στην περίοδο από το 1972 μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί διάφορες περιπτώσεις απόρριψης αγωγών εναντίον εθνικών καρτών (σε κάποιες απ' αυτές κάνει νομολογιακή μνεία και η απόφαση του ΑΕΔ της 19ης-9-2002), όπως η απόρριψη το 1991 αγωγής του Al - Adsani, ιδιώτη με κουβεϊτιανή και βρετανική υπηκοότητα εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου για βασανιστήρια που πραγματοποιήθηκαν στο Κουβέιτ, στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, και η απόρριψη της θεσμοθέτησης οικουμενικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Βελγίου από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το Φεβρουάριο του 2002, που καταδεικνύουν ότι η κυριαρχική ασυλία των κρατών ανθίσταται σε όλες τις προσπάθειες εξανθρωπισμού του διεθνούς δικαίου.

Κατά τρίτον, ακόμα και αν το δικαστήριο κατόρθωνε να ξεπεράσει το σκόπελο της ετεροδικίας, είναι ιδιαίτερο αμφίβολο το κατά πόσο θα γινόταν εφικτός ο προσδιορισμός μιας αποζημίωσης για τα θύματα, γιατί τότε το δικαστήριο θα έπρεπε να καταπιαστεί με το περίπλοκο ζήτημα των διεθνών κανόνων που ίσχυαν κατά τη διάρκεια της τέλεσης των κολάσιμων πράξεων. Οι κανόνες αυτοί προέρχονται, ως γνωστόν, από τη Τέταρτη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης του 1907 που συνοδευόταν από τον Κανονισμό των Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην Ξηρά. Πέρα από το γεγονός ότι ούτε τη σύμβαση αυτή έχει κυρώσει ποτέ η Ελλάδα, τα άρθρα 42-56 της Σύμβασης που αναφέρονται στις υποχρεώσεις του κατακτητή και στην υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δε διασφαλίζουν στην ουσία την καταβολή της αποζημιώσεως αυτής. Παραλείπεται δηλαδή να αναφερθεί αν η αποζημίωση αυτή θα καταβάλλεται κατόπιν διακρατικής συμφωνίας, ή απευθείας στους ζημιωθέντες. Δε ρυθμίζεται επίσης το ζήτημα του δικαστηρίου που θα είναι αρμόδιο στη δεύτερη περίπτωση να επιδικάσει την αποζημίωση, επιλαμβανόμενο τυχόν ατομικών αγωγών ζημιωθέντων από τέτοιες πράξεις που θα στρέφονται εναντίον του υπεύθυνου κράτους...».

Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι ο κ. Στεργίου όχι απλά με ευκολία βρίσκει νομολογία ανατροπής των ελληνικών θέσεων και διεκδικήσεων, παρέχοντας απλόχερα χώρο στην έρευνά του για τις αιτιάσεις που νομικά ουσιαστικά επικαλείται η γερμανική πλευρά, αλλά ουσιαστικά αντίστοιχη εκτενή αναφορά σε νομικές αιτιάσεις και του διεθνούς δικαίου, από ελληνικής πλευράς που υπάρχουν από κορυφαίους του είδους (Περράκης-Σταμούλης) όχι μόνο δεν αντιπαρατίθενται, αλλά σε πολλά σημεία καν δεν αναφέρονται. Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση των επιφυλάξεων Υψηλάντη, η αναφορά είναι ελλιπής και τελικά παρελκυστική, αφού οι αιτιάσεις Υψηλάντη για το απαράγραπτο των αξιώσεών μας και οι μετέπειτα αναφορές στη δεκαετία του 1960 από τον Βίλυ Μπραντ ως υπουργό Εξωτερικών αλλά και τον καγκελάριο Έρχαρτ το 1964 επιβεβαιώνουν ότι ουδέποτε είχαμε παραίτηση των αξιώσεών μας όχι μόνο το αναγκαστικού δανείου, αλλά και των γερμανικών επανορθώσεων.

ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΕΡΜΑΝΙΣΜΟΣ

Επικριτικός για το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης

Στην ίδια έρευνα που δημοσιεύει το 2005 ο κ. Στεργίου εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικός και για τη στάση τότε του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας, με την εμβληματική παρουσία του Μανώλη Γλέζου. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κ. Στεργίου εκφράζει τον προβληματισμό του για να μη διαταραχθούν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας (φίλων και συμμάχων στην Ε.Ε. αλλά και το ΝΑΤΟ) από την επιθετική τακτική και τις «ακρότητες», όπως λέει (!), του Εθνικού Συμβουλίου στο θέμα των Αποζημιώσεων (!). Ίσως γι' αυτό ανέλαβε 10 χρόνια μετά να βραβεύσει το Πανεπιστήμιο Κρήτης τον κ. Ρίχτερ με τα όσα "λούζει" την κρητική λαϊκή αντίσταση στο βιβλίο του κατά την εισβολή των Γερμανών στην Κρήτη; Προσέξτε τι αναφέρει στη δημοσίευση του το 2005:

«Ιδιαίτερα διεκδικητικοί αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα επικριτικοί στην ελληνική κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στο θέμα αυτό είναι όσοι λαμβάνουν μέρος στο Εθνικό Συμβούλιο διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας, στο οποίο συμμετέχουν σήμερα μεγάλες προσωπικότητες της Αριστεράς και άλλες φυσιογνωμίες του πολιτικού κόσμου. Οι πολίτες αυτοί, κάποιοι μάλιστα εκ των οποίων έχουν βιώσει στο "πετσί τους" τη γερμανική κατοχή, όπως ο Μανώλης Γλέζος, εκκινούν από το δίκαιο, ακόμα και κατά τη γνώμη των Γερμανών, αίτημα της διεκδίκησης αποζημιώσεων, οδηγούνται ωστόσο μερικές φορές σε ακρότητες που καταλήγουν σε έναν έντονο αντιγερμανισμό. Τέτοιες ακρότητες είναι η επιμονή στην κατάσχεση της Γερμανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Goethe Institut, στα οποία και η ελληνική επιστήμη οφείλει πολλά. Οι δύο χώρες είναι εξάλλου εταίροι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμμαχοι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Στη Γερμανία διαβιούν σήμερα, πλήρως αφομοιωμένοι στο οικονομικοκοινωνικό γίγνεσθαι αυτής της χώρας, πάνω από 300.000 Έλληνες. Η διατάραξη των διακρατικών σχέσεων θα είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες και για τις δύο χώρες.

Η δημοσίευση του κ. Ανδρέα Στεργίου το 2005 στο "Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών" με τίτλο "Το ζήτημα των επανορθώσεων και οι ελληνογερμανικές σχέσεις".

Αποδοχή γερμανικών οφειλών, από την άλλη, δε σημαίνει επίσης αυτόματα και την καταβολή χρημάτων στο κρατικό ταμείο της Ελλάδας. Υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί τρόποι, ίδρυση Ινστιτούτων, διανομή υποτροφιών για σπουδές και απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας στη Γερμανία, επενδύσεις στην Ελλάδα κ.ά., που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνδράμουν στη σφυρηλάτηση των ελληνογερμανικών σχέσεων σε πολύ πιο μακροπρόθεσμη βάση, απ' ό,τι η καταβολή των αποζημιώσεων "σε μετρητά"».

Κοινώς, ο κ. Στεργίου υπονοεί το 2005 ότι είμαστε και "ευρωζήτουλες" και ότι το "μετρητό" καίει τις οικογένειες των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας;

Συνεχίζοντας δε στο ίδιο μότο σημειώνει: «Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που υιοθετούν μια εντελώς επιθετική πολιτική διακατεχόμενοι από έντονα αντιγερμανικά αισθήματα, θεωρώντας το σύγχρονο γεωστρατηγικό ρόλο της Γερμανίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι πηγή κινδύνων, που θα μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο όσο ισχυροποιείται η χώρα αυτή. Όσοι συμμερίζονται τις παραπάνω απόψεις υποστηρίζουν ότι κάθε άλλη στάση εκτός από την επιθετική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις διακρατικές σχέσεις, θα πρέπει να χαρακτηριστεί πολιτικός ραγιαδισμός και εθνική μειοδοσία».

Προφανώς ο κ. Στεργίου ακόμη και σήμερα και με τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και το ρόλο της Γερμανίας στον ωμό εκβιασμό για συνέχιση των προγραμμάτων εξαθλίωσης των Ελλήνων δε βλέπει τίποτα ενοχλητικό.

Η Αθήνα αμέλησε να προβάλλει αξιώσεις

Κάπως έτσι και στα συμπεράσματα της δημοσίευσης αυτής το 2005 καταλήγει ότι: «Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι το ζήτημα των αποζημιώσεων έχει δύο πτυχές, αυτήν των αποζημιώσεων σε ιδιώτες που έχει κλείσει για πάντα και αυτήν του καταναγκαστικού γερμανικού κατοχικού δανείου που παραμένει και από νομικής και από ιστορικής απόψεως ακόμα ανοιχτό, αν και η ελληνική πλευρά έχει συμβάλει τα μέγιστα σε μια αρνητική τροπή του ζητήματος. Για λόγους που σχετίζονται με τη γενικότερη πορεία των ελληνογερμανικών σχέσεων, η Αθήνα "αμέλησε" δύο φορές, τη δεκαετία του '50 και μετά την επανένωση των δύο Γερμανίων, στις αρχές της δεκαετίας του '90, να προβάλει τις αξιώσεις της στη Βόνη για επιστροφή του δημευθέντος από τους ναζί ποσού.

 Η Ελλάδα διατηρεί πάντα το δικαίωμα να θέσει σε διμερές επίπεδο το ζήτημα της επιστροφής των χρημάτων στη Γερμανία. Από μια νηφάλια προσέγγιση του ζητήματος μπορεί ωστόσο να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τόσο μία διεκδικητική, όσο και μία αμυντική στάση της ελληνικής κυβέρνησης πάνω στο ζήτημα αυτό συνεπάγεται οφέλη και βάρη, το τίμημα των οποίων δεν μπορεί να αποτιμηθεί εύκολα».

Έτσι ίσως εξηγείται, αφού κατά τον κ. Στεργίου το θέμα των αποζημιώσεων σε ιδιώτες από τη Γερμανία για την Ελλάδα έχει «κλείσει για πάντα», δηλαδή αμετάκλητα όπως ισχυρίζεται, γιατί με τέτοια ευκολία "βάφτισε" ως «χρυσαυγίτες» και ως τέτοιους "σύστησε" και στον κ. Ρίχτερ τους "μαυροπουκαμισάδες" συγγενείς θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στη Κρήτη, που αντέδρασαν με την παρουσία τους στην τελετή αναγόρευσης στο Ωδείο Ρεθύμνου τον περασμένο Νοέμβριο! Ανάμεσά τους και στέλεχος της Νομαρχιακής του ΣΥΡΙΖΑ που για το «αρχετυπικό πένθος» στην Κρήτη εκείνη τη μέρα φορούσε επίσης μαύρο πουκάμισο! Σε αυτούς, λοιπόν, στα χωριά των Ολοκαυτωμάτων της Κρήτης και των εκτελέσεων πατριωτών, να βγει και να εξηγήσει το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και το Πανεπιστήμιο Κρήτης το ρόλο των κυρίων Ρίχτερ και Στεργίου, όταν μάλιστα ο τελευταίος μας λέει από το 2005 ότι αποζημιώσεις σε «ιδιώτες» στην Ελλάδα από τη Γερμανία για τις θηριωδίες της Κατοχής «έχουν κλείσει για πάντα...». Μόνο που οι Έλληνες πατριώτες της αντίστασης δεν ήταν «ιδιώτες», αν ήταν τέτοιοι ίσως να ζούσαν για πολλά χρόνια και ίσως τα χωριά τους να ήταν άθικτα όπως τόσων και τόσων Κουίσλιγκ ανά την Ευρώπη τότε.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News