default-image

Επιχείρηση "αθώωσης" του Χάιντς Ρίχτερ

Κρήτη
Επιχείρηση "αθώωσης" του Χάιντς Ρίχτερ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Την ώρα που όλοι για την πολύκροτη υπόθεση Ρίχτερ παραπέμπουν στην κρίσιμη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Ρεθύμνου στα μέσα Ιανουαρίου, όπου όσοι καθηγητές διαφωνούν ανοιχτά με την αναγόρευση Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα, καλούνται να επιχειρηματολογήσουν για την ανάκληση της αναγόρευσης αυτής, την ίδια ώρα οι υποστηρικτές της αναγόρευσης Ρίχτερ, σαν να μην τρέχει τίποτα, επιχειρούν να ανατρέψουν την εικόνα που υπάρχει στην κοινωνία, με τη διακίνηση κειμένου στήριξης υπέρ της αναγόρευσης Ρίχτερ.

Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες μας, το κείμενο αυτό επιχειρείται να αποτελέσει και βάση ψηφισμάτων μέσα από Δημοτικά Συμβούλια, όπως του Ρεθύμνου, όπου σήμερα έχει τεθεί ως ένα από τα θέματα της συνεδρίασής του. Το "κείμενο στήριξης" κυκλοφορεί ανυπόγραφο, έχει όμως θέσεις και για όσα διαδραματίστηκαν στην επικαιρότητα, και υποτιθέμενα "επιστημονικά επιχειρήματα για την ιστορική ακρίβεια του Ρίχτερ "πάνω στη Μάχη της Κρήτης, αλλά και αιχμές για τις δεκάδες αντιδράσεις εντός και εκτός Κρήτης, ότι δήθεν εξυπηρετούν "άλλους σκοπούς" από την ιστορική αλήθεια! Το κείμενο αυτό ομοιάζει με τα όσα υποστηρίζει ο καθηγητής Ανδρέας Στεργίου, ο άνθρωπος που εισηγήθηκε την αναγόρευση Ρίχτερ, με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί σε διάφορα sites κάτω από άρθρα για τον Ρίχτερ με δύο ψευδώνυμα, Zeus και Stergios Stergiou (!) και αναφέρουν γεγονότα που μόνο κάποιος μέσα από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών μπορεί να γνωρίζει. Ε, δεν έχουμε και κανέναν άλλον ιστορικό... αν δεν κάνουμε λάθος, στο εν λόγω τμήμα.

Εγχείρημα εξωραϊσμού

Καμία προσπάθεια εξωραϊσμού της αλήθειας ή, ακόμη περισσότερο, καμία απόπειρα εκδούλευσης σε συγκεκριμένους χώρους δεν μπορεί να είναι σπουδαιότερη από τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης της Κρήτης και της Ελλάδας. Ο Διονύσιος Σολωμός το είχε γράψει με τρόπο σαφή και άμεσο: «Εθνικόν είναι το αληθές». Στην περίπτωση της αναγόρευσης του Γερμανού καθηγητή Ρίχτερ, τα δυο αυτά πράγματι ταυτίζονται. Εντούτοις, ορισμένοι παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν!

Η αλήθεια είναι απλή και δυσάρεστη. Η αλήθεια είναι ότι για απροσδιόριστα προσωπικά οφέλη, κάποιοι στο Πανεπιστήμιο Κρήτης επέλεξαν να τιμήσουν τον καθηγητή και συνεργάτη τους, που όμως με αυτά που έγραψε για την «κατάκτηση της Κρήτης» και το ρόλο των Κρητών στην «πρόκληση» των αντιποίνων και των ανατριχιαστικών εγκλημάτων πολέμου που διέπραξε η Βέρμαχτ εναντίον τους, όχι επίτιμος διδάκτορας, αλλά ούτε απέξω δε θα έπρεπε να είχε περάσει, ιδίως από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης.

Το απίστευτο, όμως, και που αποτελεί δυστυχώς σύμπτωμα της εποχής μας, είναι ότι οι υπεύθυνοι όχι μόνον δεν αναγνώρισαν το λάθος τους, αλλά, ως φαίνεται, άρχισαν να αναζητούν και «συμμάχους» σε άτομα ή φορείς που για την ώρα δεν είχαν τοποθετηθεί δημόσια. Και είναι πράγματι διάφοροι οι λόγοι. Κάποιοι δεν παρακολούθησαν την ουσία της συζήτησης και μπορεί να παρασύρονται καλοπροαίρετα, άλλοι παριστάνουν ότι είναι «υπεράνω» και βλέπουν αφ' υψηλού την Κρήτη και την ιστορία της, άλλοι έχουν παρελθόν οικογενειακό με το δοσιλογισμό και αδυνατούν να κρυφτούν, άλλοι κάνουν μεταπτυχιακά με τους συγκεκριμένους καθηγητές, άλλοι πάλι νομίζουν ότι παρέχοντας πολιτική κάλυψη στους υπεύθυνους θα πνίξουν την αλήθεια και τις αντιδράσεις.

Το «υπέρ Ρίχτερ» κείμενο (το οποίο είναι στη διάθεση της εφημερίδας μας) επιχειρεί με αποσπασματική και απλοϊκή χρήση επιμέρους στοιχείων του επίμαχου βιβλίου: (α) να συσκοτίσει τη λογική και τη συστηματική συνέπεια και οπτική γωνία της ανάλυσης του Ρίχτερ, (β) να εξωραΐσει τα σημεία που εκτίθεται ο ιστορικός, περιορίζοντάς τα ταυτόχρονα με αυθαίρετο τρόπο και (γ) να προσελκύσει συμπαραστάτες στους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους που διακινείται προκειμένου να κλείσει η υπόθεση χωρίς περαιτέρω διερεύνηση.

Λυπάται κανείς ειλικρινά για λογαριασμό των συντακτών του κειμένου που υπερασπίζεται το Γερμανό ιστορικό και επιμένουν να τον θέλουν με το ζόρι επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Κρήτης! Διότι όποιοι συνέταξαν το «υπέρ Ρίχτερ» πόνημα αλλά κι όσοι το διακινούν ή είναι εντελώς άσχετοι με την Ιστορία και με το τι σημαίνει «επίτιμος διδάκτορας» ενός Πανεπιστημίου ή απλά θεωρούν τους πιθανούς αναγνώστες τους ανόητους. Γιατί όλα τα δήθεν περισπούδαστα που αναφέρονται με τρόπο χαρακτηριστικά στρεψόδικο «υπέρ Ρίχτερ», ακόμη και σωστά να ήταν - που δεν είναι - δε θα σήμαιναν ότι ο συγκεκριμένος καθηγητής θα έπρεπε να τιμηθεί με τον ύψιστο τίτλο του ελληνικού πανεπιστημίου. Άλλο πράγμα οι επιστημονικές απόψεις, που τις αμφισβητούν πραγματικά κορυφαίοι καθηγητές, και άλλο πράγμα ποιος επιλέγεται για την ξεχωριστή αυτή τιμή που το κάθε πανεπιστήμιο επιφυλάσσει μόνο σε όσους θέλει πραγματικά να ταυτίσει με την πορεία και τις αξίες του.

Οι προθέσεις ενός «φιλέλληνα»

Έχει καταστεί σαφές πλέον ότι ο κ. Ρίχτερ δεν ασχολείται τυχαία με την ελληνική ιστορία, εστιάζοντας στις ελληνο-γερμανικές αλλά και στις ελληνο-βρετανικές και γερμανό-βρετανικές σχέσεις. Στο επίμαχο βιβλίο για τη Μάχη της Κρήτης, ο Γερμανός συγγραφέας είναι προκλητικά μεροληπτικός όσον αφορά το ρόλο και τη δράση της Βέρμαχτ, ενώ εμφανής είναι και η επικριτική στάση του για τους Βρετανούς, τους οποίους κατηγορεί ότι στην ουσία ευθύνονται για τα γερμανικά αντίποινα στον ντόπιο πληθυσμό, διότι αφενός δεν τους οργάνωσαν σωστά, αφετέρου δεν τους προστάτεψαν εντάσσοντάς τους επισήμως στην κατηγορία των εμπόλεμων που προστάτευε η Σύμβαση της Χάγης. Το ίδιο αρνητικός είναι και ως προς τους Νεοζηλανδούς συμμάχους σχετικά με τις αποφάσεις-κλειδιά που πήραν οι διοικητές των Kiwi στη διάρκεια της μάχης στην Κρήτη. Τα ντοκουμέντα της Νέας Ζηλανδίας δείχνουν ότι σε αρκετά σημεία αυτές οι απόψεις του κ. Ρίχτερ είναι λανθασμένες.

Το επιχείρημα δε που χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές του Ρίχτερ στο κείμενο στήριξης, ότι το άρθρο του Γερμανού καθηγητή δημοσιεύτηκε σε περιοδικό της Νέας Ζηλανδίας (γεγονός που υποδηλώνει ότι έτυχε αποδοχής) είναι τουλάχιστον τραγικό. Προφανώς εννοούν ότι στο μέλλον το ίδιο θα πει και η Γερμανία για τον τιμηθέντα «εν κρύπτω» από το Πανεπιστήμιο Κρήτης κ. Ρίχτερ σε κάποιο διεθνές δικαστήριο στο οποίο τα μαρτυρικά χωριά της Κρήτης θα διεκδικούν μάταια αποζημιώσεις. Επιπλέον, ενώ ειρωνεύονται όσους εστιάζουν στην πολύ αρνητική κριτική που του ασκείται σε άρθρο που στην ουσία δημοσιεύεται στο ίδιο τεύχος για να προειδοποιήσει τους αναγνώστες περί του «αμερόληπτου» της έρευνας του κ. Ρίχτερ, εντούτοις δεν απαντούν και σε κανένα από τα προβλήματα που τίθενται από την πλευρά των Νεοζηλανδών.

Εξαρχής, άλλωστε, από τον τίτλο του επίμαχου βιβλίου, που με πονηρό τρόπο στα Ελληνικά αποδόθηκε ως «Η Μάχη της Κρήτης» αλλά στα Γερμανικά είναι: «Επιχείρηση Ερμής: η κατάκτηση της νήσου Κρήτης το Μάιο του 1941», προκύπτει ένα βασικό πρόβλημα σχετικά με την ειλικρίνεια των προθέσεων του «φιλέλληνα» κ. Ρίχτερ. «Το βιβλίο είναι γραμμένο από γερμανική οπτική γωνία και απευθύνεται σε γερμανικό ακροατήριο» (Πασχάλης, 24/11/2014) και αντίθετα με όσα διατείνονται οι υποστηριχτές του Ρίχτερ εύκολα διαπιστώνεται ότι και στη γερμανική βιβλιογραφία χρησιμοποιούνται κυρίως τίτλοι με τη λέξη «μάχη», ενώ μόνο από ακραίες περιπτώσεις ιστορικών ερευνητών ή δημοσιογράφων χρησιμοποιείται ο όρος «κατάκτηση» (eroberung). Το ότι μερικοί ακόμη χρησιμοποιούν αυτόν τον τίτλο, απλώς επιβεβαιώνει τη στρεβλή οπτική που προωθούν στρατευμένοι κύκλοι που στην εποχή της γερμανικής ηγεμονίας θέλουν να ξαναγράψουν την ιστορία στα μέτρα τους.

Το πιο εύλογο ερώτημα που έχει δημιουργηθεί και που οι απολογητές του κ. Ρίχτερ αποφεύγουν επιμελώς να απαντήσουν αφορά το κατά πόσο είναι θεμιτή η στάση ενός Γερμανού ιστορικού, ο οποίος κρίνει με σχετική επιείκεια τη δράση της επιτιθέμενης Βέρμαχτ στον αμυνόμενο για την ελευθερία του κρητικό λαό. Επιστημονικά προφανώς είναι θεμιτό, εφόσον βεβαίως δεν παραμορφώνει σημαντικά τα ιστορικά δεδομένα και διευκρινίζει με σαφήνεια πότε εκφέρει υποκειμενικές κρίσεις καθώς και τις πηγές του. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι προϋποθέσεις αυτές δε συντρέχουν στην περίπτωση του επίμαχου βιβλίου, καθώς οι «αμφιλεγόμενες» απόψεις παρατίθενται μεν σε χωριστά κεφάλαια στο τέλος του βιβλίου, αφού δηλαδή έχουν πρώτα εκτεθεί τα ιστορικά στοιχεία και τα γεγονότα, αλλά σε πολλά ζητήματα δε συμπεριλαμβάνονται - προφανώς σκοπίμως - κρίσιμα δεδομένα ή ακόμη και γερμανικές έρευνες που δε βολεύουν τον κ. Ρίχτερ να καταλήξει στις προκατασκευασμένες «αξιολογικές» κρίσεις του.

Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται το γεγονός ότι ο Χίτλερ, μετά τις βαρύτατες απώλειες που υπέφερε στην Κρήτη με την ατυχή έκβαση της επιχείρησης «Ερμής», απέφυγε να χρησιμοποιήσει ξανά το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών σε αντίστοιχης κλίμακας επιχείρηση, μέχρι και τη λήξη του πολέμου.

Ένα ακόμη τρανταχτό παράδειγμα που επιβεβαιώνει την προσπάθεια να μειωθεί η σημασία της Μάχης της Κρήτης στην καθυστέρηση της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, ο κ. Ρίχτερ και ο κ. Στεργίου αποσιωπούν ότι χρησιμοποιήθηκαν 1.370 γερμανικά αεροσκάφη, εκ των οποίων 320 καταστράφηκαν, δηλαδή περίπου τα μισά από τα 2.830 που ήταν στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Το θέμα της αναπλήρωσης πριν την επιχείρηση στη Ρωσία είναι τόσο σοβαρό που συγγραφείς πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς από τον κ. Ρίχτερ, όπως ο Κρίστοφερ Σορς, θεωρούν ότι, εκτός από την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, είχε επιπτώσεις και στη μάχη του Στάλινγκραντ το 1942, η οποία αποτέλεσε και την αρχή του τέλους για το Γ' Ράιχ.

Αυτά, όπως και τόσα άλλα επιχειρήματα που έχουν τεκμηριωθεί από κορυφαίους ερευνητές του 2ου Π.Π. βεβαίως αποσιωπώνται από τον «φιλέλληνα» Ρίχτερ, που φτάνει στο σημείο να κατηγορήσει την ελληνική πλευρά για κατασκευή ψεύτικών ηρώων για να «τονώνεται το ελληνικό εθνικό φρόνημα».

Απόπειρα διαστρέβλωσης -«Αλληλένδετα εγκλήματα»

Αν το επιχείρημα του κ. Ρίχτερ σταματούσε εδώ και αφορούσε μόνο τη γερμανική οπτική και πλευρά, στην οποία κυρίως απευθύνεται, το ζήτημα θα ήταν λιγότερο ενοχλητικό. Όμως σε μια πρωτοφανή απόπειρα διαστρέβλωσης των γεγονότων - και αντιστροφής των ρόλων του θύτη και του θύματος, ενδεδυμένη τον μανδύα της ιστορικής έρευνας - προχωρά σε έναν απαράδεκτο από κάθε άποψη συσχετισμό μεταξύ του ανηλεούς της κρητικής αντίστασης και της βιαιότητας των αντιποίνων, εκτιμώντας ότι η πρώτη εξηγεί και εν μέρει δικαιολογεί τη δεύτερη («αίτιο και αιτιατό»). «Χωρίς τις παραβάσεις των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου από τους αντάρτες δε θα υπήρχαν αντίποινα» (σ. 442), τονίζει.

Ταυτόχρονα, επιχειρεί να στηρίξει την εκ μέρους του δικαιολόγηση των γερμανικών θηριωδιών στο νομικό πεδίο με την επίκληση της Συνθήκης της Χάγης. Με την αξιολογική υπέρβαση ότι η αντίσταση των Κρητικών είναι τέτοια που απαλλάσσει το γερμανικό στρατό από την υποχρέωση τήρησης των κανόνων του δικαίου του πολέμου, ο κ. Ρίχτερ υιοθετεί όλα τα τετριμμένα επιχειρήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί από το 1948 με τις αποφάσεις της Νυρεμβέργης μέχρι και σήμερα, ώστε να μην αναγνωριστούν και εντέλει να μην αποζημιωθούν τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας.

Η κυριότερη απ' όλες τις μυθοπλασίες απολογητικής που χρησιμοποιεί είναι η επινόηση ότι το Δίκαιο του Πολέμου εκείνη την εποχή δεν επέτρεπε ούτε προέβλεπε τη συμμετοχή πολιτών στις μάχες. Προφανώς δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας σ' αυτόν τον ισχυρισμό, διότι, σύμφωνα με το άρθρο ΙΙ στο Παράρτημα της Σύμβασης της Χάγης στην οποία διαρκώς αναφέρονται ο κ. Ρίχτερ και ο κ. Στεργίου, όλοι οι Κρήτες που αντιστάθηκαν στους κατακτητές πρέπει να θεωρηθούν ως εμπόλεμοι.

Συγκεντρώνοντας τις «διαφοροποιήσεις» που προσφέρει ο κ. Ρίχτερ στην ιστορία της Μάχης της Κρήτης, τόσο για την ελλιπή «οργάνωση» που παρείχαν οι Βρετανοί στους σκόρπιους αντάρτες, όσο και για τα έκτροπα των τελευταίων επί των εισβολέων, τα οποία οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ενθάρρυναν (σ. 442), εύκολα συνάγεται ότι ο βασικός του σκοπός είναι να «χαρακτηριστεί» η παλλαϊκή κρητική αντίσταση και το αντάρτικο εκτός των προϋποθέσεων για τους εμπόλεμους που καλύπτει η Σύμβαση της Χάγης και εν τέλει να δικαιολογηθούν τα καταστροφικά και απάνθρωπα αντίποινα των κατακτητών.

Το γεγονός ότι ο κ. Ρίχτερ θέλει να ερμηνεύσει τη Μάχη της Κρήτης με βάση το Δίκαιο των αποικιοκρατικών δυνάμεων της εποχής του έφτιαξαν τη Σύμβαση της Χάγης για να δικαιολογήσουν τις σφαγές των απελευθερωτικών κινημάτων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει. Γιατί τι άλλο μπορεί να υποθέσει κανείς, όταν 70 χρόνια μετά το ναζιστικό ολοκαύτωμα της Ευρώπης επιχειρείται μια τόσο βίαιη ανακατασκευή της ιστορίας, για το εάν η ευθύνη των χιτλερικών δυνάμεων που αιματοκύλισαν την Κρήτη, σύμφωνα με όσα προέβλεπαν οι Συνθήκες, ήταν εν τέλει πιο περιορισμένη από ό,τι «αδίκως» τους έχει καταλογιστεί;

Απολογητές του ναζισμού και παραχαράκτες της ιστορίας

Ο ιστορικός αναθεωρητισμός του κ. Ρίχτερ όμως πηγαίνει ακόμη παραπέρα, εγκωμιάζοντας τους «ιππότες» αλεξιπτωτιστές και ζητώντας να αναγνωριστεί ο «ιδεαλισμός» τους στην τελευταία «δίκαια» και «καθαρή» μάχη του πολέμου. Σε κατάσταση παραληρήματος, ο κ. Ρίχτερ αποφαίνεται πως «επρόκειτο για νέους γεμάτους ενθουσιασμό, οι οποίοι γνώριζαν πως ανήκαν σε μία ελίτ. Έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν τη ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων. Έχει έρθει η ώρα να τους το αναγνωρίσουμε» (σ. 450). Αν και πολύ δύσκολα συμβιβάζεται οποιοσδήποτε «ιδεαλισμός», ακόμη και σε εισαγωγικά, με μια αιμοσταγή κατακτητική επιχείρηση που έφτασε τα όρια της εθνοκάθαρσης, ο κ. Ρίχτερ δικαιολογεί ότι «συμμετείχαν σε μια στρατιωτική επιχείρηση χωρίς ιδεολογικά κίνητρα» (σ. 442).

Εκτός του ότι είναι τουλάχιστον κουτό να πιστέψει κανείς τον ισχυρισμό του κ. Ρίχτερ ότι οι πόλεμοι του Χίτλερ μέχρι τότε ήσαν καθαρά στρατιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς κανένα ναζιστικό ιδεολογικό υπόβαθρο, αποκρύπτεται εντέχνως το γεγονός ότι το σώμα αυτό είχε συγκροτηθεί από φανατικούς ναζί για τους οποίους «το δικαίωμα των λαών στην προάσπιση της ελευθερίας τους είναι ύψιστη ύβρις κατά του Φύρερ και της γερμανικής ανώτερης φυλής και ο θάνατος των υβριστών είναι στρατιωτικό τους καθήκον», όπως επισημαίνει ο καθηγητής Μαργαρίτης.

Εδώ όμως ξεκινά και ένα τεράστιο πρόβλημα το οποίο μέχρι σήμερα δε έχει τεθεί στο σωστό πλαίσιο. Το γεγονός ότι ο κ. Ρίχτερ κάνει επιλεκτική χρήση του κανόνα «αιτίου-αιτιατού», είναι μεν εξοργιστικό, όχι όμως και πρωτοφανές στη γερμανική προσπάθεια αποτίναξης των ναζιστικών ευθυνών και ταυτόχρονα της μη καταβολής των οφειλομένων στα θύματα της κατοχής - δηλαδή της «Συμφιλίωσης χωρίς Αποζημιώσεις». Στην πραγματικότητα δε θα έπρεπε να μας προκαλούν έκπληξη τα φαινόμενα ιστορικών τύπου Ρίχτερ, διότι μία βασική συνιστώσα της γερμανικής ιστοριογραφίας είναι ο αναθεωρητισμός που αναζητεί την ευθύνη για τα αίτια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σε όλους τους άλλους παράγοντες εκτός από τη γερμανική επιθετικότητα, όπως π.χ. ο ιστορικός Νόλτε, ο οποίος μιλά για «ευρωπαϊκό εμφύλιο» και αναζητά τη ρίζα του κακού στη ρωσική επανάσταση του 1917.

Αναπάντητες επικρίσεις

Οι απολογητές που συνέταξαν το κείμενο υποστήριξης «υπέρ Ρίχτερ» αυτοεγκλωβίζονται στο ίδιο κυκλικό νομικό επιχείρημα στο οποίο εδράζεται και η θέση του Γερμανού καθηγητή και αποφεύγουν σκοπίμως να απαντήσουν σε μια σειρά από προβλήματα για τα οποία έχει επικριθεί το συγκεκριμένο βιβλίο. Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφέρουν τίποτε για:

Α) Την προκλητική μονομέρεια με την οποία αντιμετωπίζει "επιστημονικά" ο κ. Ρίχτερ τις μαρτυρίες των Κρητικών έναντι των Γερμανών, καθώς θεωρεί αξιόπιστες τις προφορικές μαρτυρίες των Γερμανών, ενώ τις προφορικές μαρτυρίες των Κρητικών ή δεν τις μνημονεύει ή τις θεωρεί "παραμύθια" (Πασχάλης, 24/11/2014).

Β) Την προκλητική προσπάθεια που κάνει ο κ. Ρίχτερ να απαξιώσει την άποψη του κορυφαίου Γερμανού ιστορικού Σέκεντορφ, ότι η αντίσταση των Κρητών ήταν «λαϊκός πόλεμος» και ότι ο άμαχος πληθυσμός που συμμετείχε στην άμυνα καλύπτεται από τη Σύμβαση της Χάγης που απαγορεύει εκτελέσεις χωρίς προηγούμενη δίκη, μαζικά αντίποινα κ.λπ. Ο Ρίχτερ κατηγορεί τον Σέκεντορφ για «εξωραϊσμό» του κρητικού αντάρτικου και θεωρεί «υπερβολική» την άποψη ότι καλύπτεται από τη Σύμβαση της Χάγης για το δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου (σελ. 414).

Γ) Την προκλητική ταύτιση του Ρίχτερ με τη ναζιστική προπαγάνδα. Αναφέρει ο κ. Ρίχτερ ότι ο Γερμανός εκπρόσωπος Τύπου Ούνγκερ ταξίδεψε στην Κρήτη τον Ιούνιο του 1941 με εντολή να συγκεντρώσει πληροφορίες για τους «σκυλευμένους Γερμανούς νεκρούς» που ισχυριζόταν η γερμανική προπαγάνδα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε είναι ότι επρόκειτο για υπερβολές δημοσιογράφων. Όμως, ο κ. Ρίχτερ επιμένει ότι «οι πληροφορίες που συγκέντρωσε ο Ούνγκερ ήταν σε μεγάλο βαθμό επιφανειακές και εσφαλμένες [...]. Ο Ούνγκερ είτε δεν αντιλήφθηκε την έκταση που είχαν λάβει τα έκτροπα, είτε προσπάθησε να τα συγκαλύψει [...]. Τα πραγματικά κίνητρά του παραμένουν άγνωστα», ενώ στη ίδια σελίδα αναφέρει (χωρίς καμία τεκμηρίωση) ότι «ο αριθμός των εκτελέσεων που έκαμαν οι Γερμανοί είναι πολύ μικρότερος από τον αριθμό των φονευθέντων από τους Κρητικούς αντάρτες» (σελ. 420).

Δ) Την προκλητική προσπάθεια που καταβάλλει ο κ. Ρίχτερ για να μειώσει τον αριθμό των εκτελεσμένων από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο [...] στην πρώτη φάση εκτελέστηκαν περίπου 2.000 Κρητικοί στερείται βάσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της γερμανικής εισαγγελίας, στην πρώτη φάση δολοφονήθηκαν το πολύ 200 άνθρωποι» (σ. 415).

Ε) Την τραγική προσπάθεια σε τρεις ολόκληρες σελίδες (406-409) που αφιερώνει ο Ρίχτερ για να περιγράψει την περίθαλψη του Βρετανού λοχαγού Πέντλμπερι από Γερμανούς και να ανατρέψει άλλες ιστορικές μαρτυρίες, π.χ. ότι εκτελέστηκε εν ψυχρώ χωρίς καμία δίκη. Πουθενά όμως ο κ. Ρίχτερ δεν αναφέρει οι Κρήτες να έκαναν ανάλογες πράξεις περίθαλψης στον εχθρό, παρά το πλήθος μαρτυριών και στοιχείων που το αποδεικνύουν. Αντιθέτως, αποτελεί πεποίθηση του ίδιου του συγγραφέα ότι: «Ως επί το πλείστον οι πολίτες ήταν αυτοί που δε σεβάστηκαν τους πεσόντες και τους τραυματίες» (σελ. 418).

Κουτοπόνηροι απολογητές

Δυστυχώς, το μόνο που βρίσκουν μεμπτό σε όλα τα παραπάνω οι απολογητές του Ρίχτερ είναι η κακή μετάφραση από τα Γερμανικά της λέξης «erkennen», που στα Ελληνικά σημαίνει αναγνώριση και απόδοση τιμών. Αν ανακάλυψαν ότι φταίει η μετάφραση, θα έπρεπε από το 2011 να είχαν προστατεύσει τον κ. Ρίχτερ, που υποτίθεται ότι γνωρίζει πολύ καλά Ελληνικά τόσα χρόνια που ασχολείται με το αντικείμενο και δηλώνει φιλέλληνας. Προφανώς, η επίκληση του μεταφραστικού λάθους εκ των υστέρων, εκτός από τον πανικό εκείνων που πιάστηκαν "με τη γίδα στην πλάτη", δείχνει και την εκ του πονηρού προσπάθεια να δικαιολογηθούν οι πραγματικές προθέσεις του Γερμανού καθηγητή και της παρέας που επιμένει πεισματικά να διατηρήσει τον τίτλο ο κ. Ρίχτερ.

Με τρόπο εξαιρετικά κουτοπόνηρο και διαστρεβλωτικό οι απολογητές του κ. Ρίχτερ προσπαθούν να πουν ότι τουναντίον σε όσα του καταλογίζονται, ο Γερμανός καθηγητής αναφέρει μεν ότι παραβίαζε το δίκαιο του πολέμου η δράση των ανταρτών, αλλά και η εκτέλεσή τους χωρίς δικαστική εξέταση δεν παραβαίνει μόνο το Διεθνές Δίκαιο της εποχής αλλά και το γερμανικό στρατιωτικό νόμο 3/13. Δε λένε όμως ότι το κάνει αυτό προκειμένου να καταδείξει ότι τα δύο εγκλήματα είναι αλληλένδετα (σελ. 413) και για να τα φορτώσει στη συνέχεια όλα στους Βρετανούς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο υποστήριξης, «οι ευθύνες για τη διάπραξη των εγκλημάτων πολέμου από τη μεριά των Κρητικών, κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, αποδίδονται όμως από τον Ρίχτερ στους Άγγλους και όχι στο γνήσιο πόθο των Κρητικών για ελευθερία»!!

Για τους απολογητές του αλλά και για τον ίδιο τον κ. Ρίχτερ, η ανάδειξη της αλήθειας και η απόδοση των οφειλών από τα εγκλήματα πολέμου, το κατοχικό δάνειο και όλες οι αποζημιώσεις για τις καταστροφές και την ερήμωση που προκάλεσαν οι κατακτητές στην πατρίδα μας δεν έχουν και τόση σημασία. Άλλωστε, όπως διατείνονται στο κείμενο υποστήριξης, οι γερμανικές αποζημιώσεις εδράζονται στις αγωγές των κατοίκων του μαρτυρικού Διστόμου και δε σχετίζονται με το επίμαχο βιβλίο. Υιοθετούν δηλαδή ανερυθρίαστα τη θέση της επίσημης Γερμανίας που αναγνωρίζει ως οφειλές μόνο όσα εκείνη θέλει και όχι όσα χαρτογράφησε η επιτροπή Καζαντζάκη, δηλαδή τις θηριωδίες που διαπράχθηκαν σε 106 χωριά της Κρήτης, τα οποία οι δυνάμεις Κατοχής κατέστρεψαν ολοσχερώς. Μόνο όσα δέχεται να συζητήσει προς αποζημίωση και όχι όσα δικαίως διεκδικούμε προκειμένου να υπάρξει δίκαιη συμφιλίωση των δύο λαών που σήμερα θέλουν να είναι ισότιμοι εταίροι στην Ευρώπη. Αλλά επειδή είπαμε... «τα εγκλήματα ήταν αλληλένδετα», άρα η Γερμανία δε μας οφείλει τίποτα. Αυτό άλλωστε έχει δηλώσει και σε ανύποπτο χρόνο ο κ. Ρίχτερ σε συνέντευξή του το 2012 στους "Financial Times": «Η Ελλάδα πήρε αποζημιώσεις από τη Γερμανία, αλλά τις εξαφάνισε ή τις κακοδιαχειρίστηκε και συνεπώς δε δικαιούται να ζητά τίποτα άλλο...».

Οι υποστηριχτές του κ. Ρίχτερ κατηγορούν όσους έχουν εκφέρει άποψη ότι έχουν διαβάσει μόνο τα τελευταία κεφάλαια, οπότε κακώς κατηγορείται το σύνολο του έργου. Τελειώνοντας όμως το διάβασμα των επίμαχων κεφαλαίων, το μόνο που έρχεται στο μυαλό του αναγνώστη είναι ότι ο κ. Ρίχτερ στο επόμενο βιβλίο που υποσχέθηκε πως θα γράψει θα ζητήσει από την Ελλάδα να αναθεωρήσει τις καταδικαστικές αποφάσεις για τους εγκληματίες πολέμου Μπρόγερ και Μύλλερ, να αναγνωριστεί η "ιπποσύνη" τους και να αποκατασταθεί η μνήμη τους! Διότι επτά ολόκληρες σελίδες (443-450) αφιερώνει στο βιβλίο του για να ανασκευάσει τα στοιχεία της δίκης του Στούντεντ και να καταλήξει ότι «ήταν μια άδικη απόφαση».

Ο κ. Ρίχτερ, όμως, στη συνέχεια σχεδόν αθωώνει και τους διαδόχους του Μπρόγερ και Μύλλερ, που καταδικάστηκαν - όπως τονίζει - σε «μια δίκη με σκοτεινά σημεία» (σελ. 448).

Η λογική της εστίασης στο συνολικό έργο του Γερμανού καθηγητή, την οποία προσπαθούν να περάσουν οι απολογητές του στην κοινή γνώμη, δεν μπορεί να σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το προβληματικό κομμάτι, που τυγχάνει να είναι και τα συμπεράσματα του βιβλίου, μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο αποδεκτό, πόσω μάλλον να τιμηθεί στον πιο μαρτυρικό τόπο της ναζιστικής θηριωδίας. Δυστυχώς για αυτούς, το συγκεκριμένο επιχείρημα εύκολα αντιστρέφεται, διότι, αν ένα βιβλίο του κ. Ρίχτερ που έτυχε ενδελεχούς μελέτης, έχει τέτοια προβλήματα, φανταστείτε τι μπορεί να ανακαλυφθεί τώρα που ξεκίνησε η μελέτη και του υπόλοιπου έργου του.

Ήδη υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες από το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Αποζημιώσεων πως και σε άλλο βιβλίο του κ. Ρίχτερ για την εθνική αντίσταση στην περίοδο της Κατοχής έχουν εντοπιστεί ανάλογα προβλήματα, που όμως δεν έχουν τύχει της ίδιας δημοσιότητας.

Επίσης, ο άλλος Γερμανός ιστορικός καθηγητής Φλάισερ είχε απαξιωτικά παρουσιάσει τη μελέτη του Ρίχτερ "Δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα 1936-1946" ("Εξάντας": 1976) ως πολύ «μονόπλευρη» και έντονα «ιδεολογικοποιημένη» υπέρ του ΕΑΜ-ΚΚΕ. Στην ίδια μελέτη ο Ρίχτερ διατυπώνει ίσως για πρώτη φορά την άποψή του ότι η επικρατούσα θέση, πως η αντίσταση της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας στον Άξονα καθυστέρησε αποφασιστικά τη γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (σ.σ. 67-112).

«Απαράδεκτες οι αντιδράσεις»

Τέλος, είναι αξιοσημείωτο το θράσος των απολογητών του κ. Ρίχτερ που θεωρούν απαράδεκτες τις αντιδράσεις ψέγοντας όσους δεν καταδίκασαν τα "έκτροπα" στις 19 Νοεμβρίου, ενώ με επικριτικό ύφος απαξιώνουν και όσους ζητούν την ανάκληση του τίτλου από τον κ. Ρίχτερ με το ειρωνικό επιχείρημα ότι το βιβλίο έχει εκδοθεί πριν τέσσερα χρόνια και έχει παρουσιαστεί στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Ακόμη κι αν θεωρηθεί κάπως υπερβολική η αντίδραση όσων αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι, είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους να εκφράσουν δημόσια τη διαφωνία τους. Είναι όμως τέτοια η παρεκτροπή των υπερασπιστών του Γερμανού ιστορικού, που χωρίς καμία αναστολή εκφράζουν ένα χυδαίο ρατσισμό σε βάρος όσων διαφωνούν, χαρακτηρίζοντάς τους περίπου ως συνωμοσιολόγους, εθνικιστές και σκοταδιστές. Η στάση αυτή υποκρύπτει ένα στερεότυπο αρκετά διαδεδομένο σε συγκεκριμένους κύκλους, αυτό που αδυνατεί να κατανοήσει την ανάγκη ενός περήφανου λαού να περιφρουρήσει στη συλλογική μνήμη την ηρωική αντίσταση στο φασισμό και τη ναζιστική θηριωδία και που φυσικά αδυνατεί να κατανοήσει θεμελιώδεις αρχές της Ηθικής και της Ιστορίας.

Γιώργος Σαχίνης

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News