default-image

Ο Θυμωμένος κουραμπιές και το μελομακάρονο

Απόψεις
Ο Θυμωμένος κουραμπιές και το μελομακάρονο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το παραμύθι της Μαίρης Καριωτάκη

- «Πήγαινε πιο 'κει! Έχεις απλωθεί κι έχεις πιάσει όλη την πιατέλα!», είπε θυμωμένος ο κουραμπιές στο μελομακάρονο, που η αλήθεια είναι είχε απλωθεί πολύ.

- «Αμάν πια, μουρμούρα! Σε βαρέθηκα τόσες μέρες!», απάντησε το μελομακάρονο.

- «Αν με βαρέθηκες να φύγεις», του ξαναείπε ακόμη πιο μουτρωμένος ο κουραμπιές.

Μέρες τώρα γινόταν αυτή η ιστορία. Συγκεκριμένα, από την πρώτη στιγμή που τους έβαλαν στην ίδια πιατέλα, έτσι κάνανε! Ο ένας την έλεγε στον άλλο. Μπορεί να φταίει που τους έβαλαν στον πάτο κι όλοι οι άλλοι έκατσαν από πάνω τους και τους έκοβαν την ανάσα... Μπορεί να φταίει που, ακόμη κι όταν οι από πάνω τους έφυγαν, κανένας δε διάλεγε αυτούς... Μπορεί πάλι να ήταν θέμα χαρακτήρα, ιδιοσυγκρασίας... ίσως και να 'φταιγε που ήταν οι δυο τους τόσο διαφορετικοί...

- «Αν μπορούσα να φύγω, λες να καθόμουν εδώ να σε ανέχομαι;», απάντησε το μελομακάρονο.

- «Και ποιος σ' εμποδίζει; Ίσα-ίσα εσύ μου κόβεις το τυχερό!».

- «Χα! Είσαι απίστευτος! Και γιατί παρακαλώ σου κόβω εγώ το τυχερό;».

- «Ήρθες και κόλλησες πάνω μου κι όλοι λυπούνται να με πάρουν γιατί φοβούνται πως θα χυθείς τελείως έτσι που είσαι! Αν δεν...».

- «Τι θέλεις να πεις; Δε σε καταλαβαίνω», φώναξε το μελομακάρονο.

- «Έπρεπε να 'χαμε κοντά έναν καθρέπτη να σε δεις να καταλάβει τι λέω».

- «Κι αφού δεν έχουμε, δε μου περιγράφεις εσύ αυτό που θα 'βλεπα μπας και καταλάβω;», φώναξε με όλη του τη δύναμη το μελομακάρονο.

Α, Όχι! Δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να τον προσβάλλει! Ούτε να τον θεωρεί «δεύτερο»! Ήξερε ότι είχε κάποια θέματα, αλλά θυμόταν πολύ καλά τι του είχε πει η κ. νοικοκυρά όταν τον τοποθετούσε στο δίσκο! «Αχ, καλέ μου! Το πιο γλυκό απ' όλα τα μελομακάρονά μου είσαι, γι' αυτό και κόπηκες! Δε φταις εσύ που σου λείπει ένα ολόκληρο κομμάτι!

Εγώ που σε παρα-βούτηξα φταίω! Αλλά να σου πω... και που σε σακάτεψα μη νοιάζεσαι! Καλύτερα! Εσύ που ολόκληρος δεν είσαι, θα γλυκάνεις τους καλεσμένους μου δυο φορές! Μια με το ένα σου κομμάτι και μια με το άλλο σου!».

Αυτά του είχε πει, σαν τώρα τα θυμάται, και κατάλαβε πως μπορεί να μην ήταν όμορφο σαν όλα τ' άλλα που τίποτα δεν τους έλειπε, που και τα δυο χεράκια τους είχαν και τα δυο ποδαράκια τους, που στέκονταν όμορφα και λαχταριστά, αλλά εκείνος ήταν πιο ξεχωριστός! Και τότε, μόλις πίστεψε πως ήταν κι εκείνος καλός, σταμάτησε να κλαίει και να νιώθει χάλια!

- «Έλα, πες λοιπόν. Τι έχω και δε με θέλεις δίπλα σου; Καμιά κολλητική ασθένεια μήπως;», ξαναφώναξε το μελομακάρονο.

- «Είσαι μισός. Είσαι σακάτης. Δεν έχει πόδια. Κάνεις πως δεν το ξέρεις τάχα, αλλά αυτή είναι η αλήθεια! Είσαι μισό μελομακάρονο. Κι όλοι σε λυπούνται που δεν μπορείς μόνος σου να σταθείς κι ακουμπάς πάνω μου, γι' αυτό και δε με διαλέγουν. Για να μην πέσεις. Γιατί είσαι ανίκανος να σταθείς μόνο σου!».

Το μελομακάρονο δαγκάθηκε. Ήξερε πως αυτή ήταν η αλήθεια, όσο κι αν προσπαθούσε να μην το σκέφτεται. Είχε ανάγκη να ακουμπά πάνω σε κάποιον. Μόνο του μπορούσε δεκάδες πράγματα να κάνει, όμως ερχόταν πάντα μια στιγμή που είχε την ανάγκη να ακουμπήσει κάπου.

- «Θα 'πρεπε να ντρέπεσαι κουραμπιέ!», ακούστηκε μια φωνή από πιο πάνω. «Εγώ τουλάχιστον ντρέπομαι που ανήκεις στο είδος μου. Κρίμα τη ζάχαρη που σε στολίσανε. Η καρδιά σου πικρή είναι κι ας προσπαθείς να δείξεις το αντίθετο».

Ένας κουραμπιές από την από πάνω σειρά ήταν αυτός που μίλησε. Ο ωραιότερος απ' όλους τους κουραμπιέδες. Ο πιο αφράτος, ο πιο σωστά σχηματισμένος, ο πιο καλά πασπαλισμένος με ζάχαρη.

- «Να κοιτάς τη δουλειά σου και να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν», απάντησε ο κουραμπιές που τώρα ήταν έξω φρενών. «Κατάλαβες! Δεν έφτανε ο σακάτης από μόνος του, έχει και τον υπερασπιστή! Κατάλαβες...».

- «Καημένε! Τόσο σου κόβει, τόσα λες. Φαντάζεσαι αν η κ. νοικοκυρά κατά λάθος σε είχε σφίξει περισσότερο από όσο έπρεπε; Θα είχες θρουλίσει. Θα σε μαζεύαμε με τα κουταλάκια!».

- «Και πάλι όμορφος θα 'μουνα! Κοίτα με! Κοίτα! Ακόμα κι αν είχα σπάσει, πασπαλισμένος με τόση ζάχαρη, άσπρος και καμαρωτός θα στεκόμουν στο δίσκο! Ενώ αυτός! Και μισός και σκούρος... αξιολύπητος!».

Πριν προλάβει κανείς να μιλήσει, στο σαλόνι άναψαν τα φώτα κι ακούστηκαν φωνές. Η οικογένεια είχε γυρίσει και μαζί της είχε φέρει κι άλλον κόσμο, φίλους των παιδιών.

- «Ελάτε, ελάτε. Εδώ είναι ο δίσκος με τα γλυκά. Μια στιγμή να φέρω χαρτοπετσέτες», είπε η μαμά.

Αλλά τα παιδιά, που ν' ακούσουν. Έτρεξαν να γευτούν τα θεσπέσια γλυκά που έφτιαχνε η μαμά τους και να κάνουν και τη φιγούρα τους στους φίλους τους.

- «Ελάτε. Κουραμπιέδες και μελομακάρονα της μαμάς», φώναξε η Λυδία.

Πρώτος έτρεξε ο Μάκης. Έπεσε με φόρα πάνω στο τραπεζάκι, βούτηξε τα χέρια στο δίσκο για να πιάσει ένα μελομακάρονο και... ουπς! Κατά λάθος άγγιξε κι έναν κουραμπιέ κι αυτός, έτσι αφράτος που ήταν, διαλύθηκε.

- «Ωχ! Γέμισε το μανίκι μου ζάχαρη», είπε ο Μάκης και φύσηξε με δύναμη για να φύγει η ζάχαρη. Όμως, ήταν τόσο κοντά στο δίσκο που από το φύσημά του έφυγε η ζάχαρη απ' όλους τους κουραμπιέδες...

- «Πφ! Πώς έγιναν έτσι οι κουραμπιέδες; Χάλια τους έκανες! Ευτυχώς που υπάρχουν και τα μελομακάρονα», είπε ο Νίκος και τράβηξε το δίσκο κοντά του.

- «Μμμμμ! Θα ξεκινήσω απ' αυτό που είναι σπασμένο. Δυο κομμάτια, διπλή απόλαυση!», είπε κι έβαλε το ένα κομμάτι στο στόμα του...

Καλή χρονιά! Ας είναι το 2014 η χρονιά που θα αγαπήσουμε όλοι μας τη διαφορετικότητα!

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News