Η επικοινωνιακή ατζέντα μίας κρίσης και η σκληρή αλήθεια του Π. Κονδύλη

Απόψεις
Η επικοινωνιακή ατζέντα μίας κρίσης και η σκληρή αλήθεια του Π. Κονδύλη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Τα “δίκαια” της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και “προγράμματα στήριξης”»

Γράφει ο Γιώργος Σαχίνης

Είναι απομονωμένος ή δεν είναι ο Ερντογάν; Διχάστηκε και ο τουρκικός λαός από την απόφαση για τζαμί-φερετζέ την Αγία Σοφία της Πόλης; Ή πράξη που “ξύπνησε” και τους πλέον αμέριμνους υμνητές του κατευνασμού, του ρεαλισμού και της απρόσκοπτης ασχολίας με τον “ελληνικό μαξιμαλισμό”; Ήπια ισχύς, αποτροπή και ένα μπλέξιμο αναλύσεων, μεταξύ συζητήσεων για το μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, κορυφαίου ναού της Χριστιανοσύνης, ή από ένα σημείο και μετά της Ορθοδοξίας ή και τα δύο; Σημείο διαθρησκευτικού διαλόγου (!!!) ή επιτομή συνύπαρξης πολιτισμών; Και όλα αυτά με “άγνωστα” ή, επιμελώς στη σιωπή και το πέπλο μυστηρίου, στοιχεία ταυτότητας της δημιουργίας του; Ακόμη και οι “ορθολογιστές” σε αφήνουν με την υποψία ότι η Αγία Σοφία είναι Α.Τ.Ι.Α. (Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενο, ελέω αιωρούμενου τρούλου, Αντικείμενο);

Αλλά πάνω που ζαλίζομαι με τη γεωπολιτική σημασία της μετατροπής, είναι και η 24η Ιουλίου βλέπετε, που στα 1923 είχε τη Συνθήκη της Λωζάννης (εξ ου και το στιχουργικό “Τι Λωζάννη, τι Κοζάνη...”, που ο Κύπριος - τυχαίο; Δε νομίζω - Μιχάλης Βιολάρης ερμηνεύει), έρχεται το βάλσαμο της σκέψης ενός μεγάλου Έλληνα στοχαστή, της πράξης και όχι του σαλονιού, να βάλει τα πράγματα στη θέση που πρέπει να ιεραρχούνται.

Οπλιστείτε με υπομονή, αξίζει τον κόπο, και διαβάστε προσεκτικά μερικά αποσπάσματα από το επίμετρο ως κεφάλαιο ΙΧ, στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Π. Κονδύλη “Θεωρία του Πολέμου”, εκδ. “Θεμέλιο”, 1997. Εύκολα θα αντιληφθείτε, 23 χρόνια μετά και 22 από τον θάνατό του, πόσο επίκαιρη και βαθιά διεισδυτική για πολλά χρόνια ακόμη θα είναι η σκέψη του:

«Στις 11 Σεπτεμβρίου 1882, ο Engels έγραφε στον Kerensky από το Λονδίνο: “Με ρωτάτε τι νομίζουν οι Άγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική;... το ίδιο ό,τι και οι αστοί... οι εργάτες τρώνε κι αυτοί πρόσχαρα από το μονοπώλιο της Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά και στις αποικίες”...

...Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δεν υπάρχει η παραμικρή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν με οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεών του, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. ∆ε μου είναι γνωστή καμία ομαδική διαμαρτυρία για την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, ούτε για τον εποικισμό της βορείου Κύπρου. Αυτό διόλου δε σημαίνει ότι κάθε Τούρκος μισεί κάθε Έλληνα, το ίδιο όπως και διόλου δε μισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται το δικαίωμα να ονομάζει το κράτος του “Μακεδονία”. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, γι' αυτό και υποπίπτουν σε μια σοβαρή οφθαλμαπάτη όσοι μετά από μιαν εγκάρδια προσωπική επαφή ή μετά από μιαν κοινή μπουζουκο-κατάνυξη με Τούρκους βγάζουν εσπευσμένα πολιτικά συμπεράσματα, χωρίς βέβαια να έχουν ποτέ αποσπάσει από τους συνομιλητές, συμπότες ή συμπαίκτες τους μια δεσμευτική δήλωση υπέρ μιας συγκεκριμένης ελληνικής και εναντίον μιας συγκεκριμένης τουρκικής θέσης...

... Η αρχή ότι “οι λαοί δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους” αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοουμένων, γι' αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται ποτέ, όσο κι αν τη διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα, η εμπειρία μεθερμηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε να παραμένει αλώβητη η αρχή. Ως γνωστόν, όταν το 1974 έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο σοσιαλιστής ηγέτης Μπουλέντ Ετσεβίτ. Και να ποιο συμπέρασμα έβγαλαν οι Έλληνες από το γεγονός αυτό: Ο Ετσεβίτ δεν είναι “γνήσιος” σοσιαλιστής, αλλά εξίσου “Οθωμανός” και “Αττίλας” όσο και οι Τούρκοι μη σοσιαλιστές (ως άτομο βέβαια ο Ετσεβίτ έχει θαυμάσια δυτική παιδεία, και μάλιστα οι αξιόλογες ποιητικές επιδόσεις του έχουν μεταφρασθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες). Όμως το ορθό - και πολύ ανησυχητικότερο - πολιτικό συμπέρασμα θα όφειλε να είναι το εξής: Στα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής οι Τούρκοι σοσιαλιστές σκέφτονται όπως οι Τούρκοι στρατηγοί. Και τούτο συμβαίνει για λόγους πολιτικούς, όχι επειδή οι Τούρκοι σοσιαλιστές είναι κι αυτοί “Οθωμανοί”, στο κάτω-κάτω ο Ετσεβίτ δεν έκανε παρά ό,τι έκαναν και οι Γάλλοι σοσιαλιστές, όταν το 1956 διέταξαν ως κυβέρνηση την επέμβαση στη διώρυγα του Σουέζ ή όταν λίγο πρωτύτερα ξεκίνησαν τον άγριο αποικιακό πόλεμο στην Αλγερία, ενώ ακόμα ήσαν νωπά τα διδάγματα από την καταστροφή στην Ινδοκίνα...

...Μήπως αυτά σημαίνουν ότι η Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις σημερινές της συμμαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς εναλλακτική λύση δεν υπάρχει. Αλλά η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα, κι όχι μόνον λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: Οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι' αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα “δίκαια” της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και “προγράμματα στήριξης”. Η λύση του προβλήματος της εθνικής βιωσιμότητας, όχι σε λογιστική, αλλά σε παραγωγική βάση, αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει να αντιμετωπισθούν με γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως αριθμητικοί “δείκτες”: Το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία. Και πρέπει επίσης να εκλογικευθούν και να χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους (δε μου είναι κατανοητό λ.χ. γιατί η Κύπρος, με ετήσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο 5% κατά την τελευταία δεκαπενταετία και με αύξουσα ευημερία, δε συμβάλλει οικονομικά - τρόποι βρίσκονται - στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα. Όποιος αισθάνεται μέρος του Ελληνισμού το αποδεικνύει σηκώνοντας εθνικά βάρη). Η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητη, γιατί στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσμενέστατη για την Ελλάδα, έχει προέχουσα σημασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απολεσθεί έδαφος, με την ελπίδα ότι μελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισμό δυνάμεων θα εξασθενήσουν το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας και θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πάρει μιαν ιστορική ανάσα. Αν όμως απολεσθεί έδαφος στο προσεχές διάστημα, οι απώλειες θα είναι ανεπανόρθωτες και πιθανότατα μοιραίες...

... Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη “δεν παραχωρούμε τίποτε” δεν έχει έμπρακτο αντίκρισμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών, ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του “ευρωπαϊκού δρόμου” και της επιρροής των “Ευρωπαίων εταίρων”. Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης. Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός.

Απ' αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν “πολιτισμένη συμπεριφορά”, “υπέρβαση του εθνικισμού” και “εξευρωπαϊσμό”. Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: Η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον όποιο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δε διαθέτει τα κότσια...

... Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους, ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο γιατί, αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική; Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, οπότε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα “αυθαίρετα”, ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ' ό,τι παράγεται και σ' ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου.

Αν λάβουμε υπ' όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον ορό να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον ορό να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις (“ελληνοκεντρικές” ή “εξευρωπαϊστικές”, αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται...».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: iNTIME

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News