default-image

Πού πάμε;

Απόψεις
Πού πάμε;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Τους έβαλαν στο δίλημμα συνθηκολόγηση ή πόλεμος. Διάλεξαν τη συνθηκολόγηση και είχαν τον πόλεμο». Έτσι σχολίασε ο Τσόρτσιλ τη συμπεριφορά Νταλαντιέ και Τσάμπερλαιν απέναντι στον Χίτλερ το 1938. Να εκφράσω την ελπίδα και ως ευχή να μη χρειαστεί να το επαναλάβει ο ιστορικός του μέλλοντος για την Ελλάδα.

Του Γιώργου Σαχίνη

Βέβαια, η αλήθεια της Ιστορίας, όπως ο κάθε άνθρωπος την αντιλαμβάνεται, δεν είναι κάτι αμετάβλητο και σταθερό. Η Ιστορία διαβάζεται ξανά και ξανά κάτω από το πρίσμα των εμπειριών του καθενός από εμάς.

Το Μάη του 1453, ενώ ο Μωάμεθ ο Πορθητής βρισκόταν με τα κανόνια του έξω από τα τείχη, οι χριστιανοί κάτοικοι της Βασιλεύουσας άφηναν τους Γενουάτες μισθοφόρους πάνω στις πολεμίστρες του κάστρου και εκείνοι έψελναν ύμνους στα μοναστήρια και άκουγαν σιωπηλοί τον Πατριάρχη να προτιμά «το φέσι του Τούρκου από την τιάρα του Πάπα».

Μου φαινόταν τότε ακατανόητη η στάση αυτή. Γνώριζα, βέβαια, για την πρώτη Άλωση της Πόλης το 1204 από τους Φράγκους και τους Ενετούς, και τα μαύρα χρόνια της Φραγκοκρατίας που ακολούθησαν, αλλά και πάλι δε μου καθόταν καλά. Παρέμενε στα μάτια μου η στάση αυτή αδιανόητη. Πριν την κρίση όμως και τη χρεωκοπία της χώρας, βρέθηκα στη Βενετία. Και εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα. Μετά την πρώτη Άλωση είναι προφανές ότι οι "Δυτικοί" πλιατσικολόγησαν ανελέητα και πήραν μέχρι και τα κουζινικά σκεύη από τα σπίτια των κατοίκων της Πόλης.

Κι ύστερα ήρθε η χρεωκοπία της χώρας και τα μνημόνια. Η αποικία χρέους των "εταίρων" μας στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής. Τώρα πια αναγνωρίζω για τα καλά τη νοοτροπία της αγέλης των λύκων που χαρακτηρίζει το δυτικό καπιταλιστικό πολιτισμό. Έναν ιδιότυπο ρατσισμό που κρύβεται στα ψευτοχαμόγελα, μεταξύ ειρωνείας και αηδίας, των "καθωσπρέπει" Ευρωπαίων νεο-αποικιοκρατών. Των "εταίρων" μας. Το είπε ως άλλος Δρακουμέλ προς Στρουμφάκια ο Μάρτιν Σουλτς στη γερμανική τηλεόραση: «Αρχίζουν και μου τη δίνουν οι Έλληνες στα νεύρα».

Αιώνες μετά, δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί το φέσι του Τούρκου εξακολουθεί να μοιάζει πιο ελκυστικό από την τιάρα του Πάπα. Η ληστρική συμπεριφορά του αρπακτικού θα έπρεπε άραγε να προκαλεί το θαυμασμό του ελληνικού λαού;

Δε συμβαίνουν, όμως, στην τύχη τα πράγματα. Το 1082, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός υπέγραψε το χρυσόβουλο με το οποίο παραχωρούσε στους Βενετούς τίτλους, δωρεάν αποβάθρες και τη δυνατότητα να εμπορεύονται όλα τα αγαθά χωρίς να πληρώνουν δασμούς σε όλα τα λιμάνια του Βυζαντίου. Μετά από 122 χρόνια, οι σταυροφόροι κούρσευαν την Πόλη και κατέλυαν την Αυτοκρατορία. Οποιαδήποτε αντιστοιχία με το σήμερα τυχαία.

Το τελευταίο δεκαήμερο γινόμαστε μάρτυρες της κορύφωσης του ελληνικού δράματος με το άρθρο του πρωθυπουργού στη "Le Monde", όπου πετάει το γάντι στους θεσμούς, τη συνάντηση των 5 στο Βερολίνο και τις διαρροές σχετικά με το κείμενο που η ελληνική κυβέρνηση έχει διαβιβάσει στους ξένους, τη συνάντηση με Γιούνκερ στις Βρυξέλλες, την εικόνα του ανυποχώρητου των θεσμών μέχρι τελικής υποταγής Τσίπρα και της επιστροφής από βδομάδα στις Βρυξέλλες εκ νέου με αντιπρόταση (!) πάνω στις απαράδεκτες, όπως είπε ο Τσίπρας, προτάσεις των θεσμών (!). Οπότε, τι αντιπρόταση σε ένα απαράδεκτο πλαίσιο να κάνεις αναρωτιέμαι, μήπως αν γίνουν μια πρέζα λιγότερο απαράδεκτες;

Την ίδια ώρα και η πρώτη δόση του ΔΝΤ από τις τρεις μετατίθεται ή δεν πληρώνει (αυτό είναι φαντασιακό) σήμερα συνολικά στο τέλος του μήνα. Επίκεντρο φυσικά οι Βρυξέλλες, που εμφανίζονται μια "νησιωτική χαρά", ένα πράγμα εξωτισμού και καλοπέρασης, όπως το όνειρο του Έλληνα τη δεκαετία του '80 να "πάει για τρέλες στις Σεϋχέλλες".

Την Παρασκευή το βράδυ στη Βουλή τα έλεγε στη "νύφη" (αντιπολίτευση) για να τα ακούει η γκρινιάρα "πεθερά" (κυβερνητικοί βουλευτές) και να τα μάθει, για το τι θα πάθει η "ερωμένη" (λαός) με αυτήν την επώδυνη αλλά αναγκαστική συμφωνία, αφού θέλουμε «πάση θυσία συμφωνία για παραμονή στο ευρώ».

Ανώδυνα δεν υπάρχουν, και όσοι είναι φαν της ρήξης, όχι του χιαστού, ας μην την περιμένουν από την κυβέρνηση. Καλό το παραμύθι, αλλά δε θα έχει δράκο, θα είναι περισσότερο "Ραπουνζέλ, ρίξε τα μαλλιά σου". Που σημαίνει νέα παράταση των διαπραγματεύσεων και το πολύ μια "γέφυρα" από τις ξεχασμένες του Φεβρουαρίου για ρευστότητα πληρωμής των δόσεων για τα ομόλογα του καλοκαιριού μέχρι το Σεπτέμβριο. Δηλαδή με το όνομά της, ολοκλήρωση της 5ης αξιολόγησης του μνημονίου, που εκκρεμεί από τον Αύγουστο του 2014!

Ταυτόχρονα, μέσα από όλα αυτά - και για πρώτη φορά μετά από την έναρξη της διαπραγμάτευσης - ενημερώνεται πολύ πιο συγκεκριμένα (και) ο ελληνικός λαός για τις υπαναχωρήσεις που ήδη έχει κάνει η κυβέρνηση τόσο από το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τις προγραμματικές της δηλώσεις.

Μαθαίνουμε πως το ζήτημα της διαγραφής του χρέους ετέθη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, ο ΦΠΑ θα αυξηθεί - μιλάνε για 23% στις υπηρεσίες και πανηγυρίζουν χωρίς να ντρέπονται που θα κρατήσουν, αν κρατήσουν, βιβλία και φάρμακα στο 6% - το ληστρικό φορολογικό σύστημα (βλέπε έκτακτες, αντικειμενικά κριτήρια, ΕΝΦΙΑ) με την κωδική ονομασία "σερίφης του Νότιγχαμ" θα παραμείνει ως έχει, αεροδρόμια και λιμάνια θα ξεπουληθούν, κ.λπ., κ.λπ.

Οι κόκκινες γραμμές που βάλαμε - πάλι! - θα μας επιτρέψουν να επανεξετάσουμε τη βιωσιμότητα και τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού στο εγγύς μέλλον, να επαναφέρουμε το βασικό μισθό στο δυσθεώρητο για τα μέτρα των "εταίρων" επίπεδο των 751 ευρώ το μήνα "του αγίου... ανήμερα", και να προτείνουμε - με τη βοήθεια του ΟΟΣΑ - ένα «νέο και σύγχρονο» σύστημα συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Το τελευταίο επίσης διάστημα έχουν λυσσάξει όλοι - Συριζαίοι και μη - να λένε πως ο λαός δεν έδωσε εντολή στην κυβέρνηση να βγάλει τη χώρα από το ευρώ. Ξεχνούν, όμως, να... αναφέρουν ότι ο λαός έδωσε εντολή στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια και τις μνημονιακές πολιτικές. Ανεξάρτητα όμως από το τι λένε και τι δε λένε, τα πράγματα βρίσκονται πια στην κόψη του ξυραφιού. Επί 4 μήνες και πλέον κακαρίζουν. Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα για να δούμε το αβγό!

Όποια εξέλιξη όμως κι αν έχουμε επικοινωνιακά, για να πληρωθούν οι δόσεις του επόμενου τριμήνου, αυτό ούτε επανεκκινεί την οικονομία, ούτε την ανάπτυξη και το ΑΕΠ στη χώρα βάζει μπροστά. Στην ουσία, από την είσοδο στην ευρωζώνη και μετά, μια κάστα της οικονομικής ελίτ έκλεισε την οικονομική πίτα σε ένα πεπερασμένο όριο, αυτό νέμεται διαχρονικά μεταξύ της, δεν ενδιαφέρεται να αβγατίσει το ΑΕΠ και να διαχυθεί ο πλούτος στη χώρα, και απλά το πολιτικό σύστημα συνδράμει σε αυτή τη λογική, ώστε ακιζόμενο με τους "πλούσιους και ισχυρούς" να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του και την επιβίωση. Για να το πω απλά, η χώρα δείχνει να μην ενδιαφέρεται, να μην είναι ανοιχτή να παράγει πλούτου, να αυξήσει το χρήμα, απλά η ελίτ νέμεται και ζει με τα δανεικά κι όταν αυτά τελειώσουν μετακυλά το πρόβλημα στις πλάτες εκατομμυρίων νοικοκυριών. Η σκέψη και μόνο για μια χώρα που αυξάνει το χρήμα της, άρα σπάει το μονοπώλιο της νομής του πλούτου, είναι κολασμένη.

Με τη βοήθεια ενός εξαιρετικού νέου επιστήμονα και οικονομολόγου, μεταξύ όλων των άλλων περγαμηνών του, Ηρακλειώτη, που επέλεξε να αφήσει τα μεγαθήρια των πολυεθνικών στην Ευρώπη για να δώσει τη μάχη του από το γενέθλιο τόπο του, του Γιάννη Ραμουτσάκη, σας παραθέτω μερικά πικρά αλλά στυγνά στοιχεία που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Αν τα διαβάσετε προσεκτικά, θα διαπιστώσετε και πού πάμε και πού θα έπρεπε να θέλουμε να πάμε. Όλα τα άλλα απλά θα συντηρούν επιφανειακά το ερώτημα: τελικά που πάμε;

1) Η Ελλάδα είχε, ως γνωστόν, επί σειρά ετών αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αν μετρήσουμε το αθροιστικό σύνολο αυτού από το 1995 έως το 2008, θα δούμε ότι φτάνει στο 95% του ΑΕΠ! Μόνο από αυτό εξηγείται σχεδόν το σύνολο του δημόσιου χρέους που φορτώθηκε η Ελλάδα πριν την αρχή της κρίσης...

2) Από το 2008 το κόστος εργασίας ανά εργατοώρα έχει πέσει σχεδόν 27 μονάδες (σε μέση τιμή κόστους). Αν δούμε τις εξαγωγές ως % του ΑΕΠ, το 2008 ήταν 24,1% και το 2013 29,1%. Υπήρξε λοιπόν μια μικρή βελτίωση, αλλά σε απόλυτα νούμερα είμαστε ακόμα κάτω από επίπεδο του 2008. Σίγουρα, είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με την προσαρμογή στο κόστος εργασίας (αναφέρω το κόστος εργασίας ως παράδειγμα για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της "εσωτερικής υποτίμησης"). Τα στοιχεία είναι χαρακτηριστικά και καθρεφτίζουν την εσωστρέφεια και την "κλειστή" δομή της ελληνικής οικονομίας.

3) Αν τώρα προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα και συγκρίνουμε πώς έγινε η "προσαρμογή" στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες προβληματικές ευρωπαϊκές χώρες (Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία), σε επίπεδο εμπορικού ισοζυγίου, θα δούμε ότι, ενώ στις παραπάνω τρεις χώρες η προσαρμογή έγινε με αύξηση των εξαγωγών (που κυμάνθηκε από μεγάλη στην περίπτωση της Ιρλανδίας, έως μέτρια στην περίπτωση των άλλων δύο), στην Ελλάδα αντίθετα η προσαρμογή έγινε με κάθετη πτώση των εισαγωγών (λόγω μείωσης της αγοραστικής δύναμης του μέσου Έλληνα) και λιγότερο από την αύξηση των εξαγωγών μας. Εάν δε είχαμε επιτύχει μια ανάλογη με αυτή της Πορτογαλίας και Ισπανίας μέτρια αύξηση των εξαγωγών, τότε το υπολογισμένο εθνικό εισόδημα θα είχε επιπλέον όφελος 10,6 δισ., που ισοδυναμεί σε επιπλέον φορολογικούς πόρους περίπου 3 δισ., όσο δηλαδή ένα ΕΝΦΙΑ!!!!! Δε νομίζω ότι χρειάζονται παραπάνω σχόλια...

Στοιχεία: ΕΛ.ΣΤΑΤ., EUROSTAT, McKinsey & Co.

Ανάλυση-επεξεργασία: Γιάννης Ραμουτσάκης

Αντί επιλόγου… απόσπασμα από την "Πολιτεία" του Πλάτωνα

Αντί επιλόγου στο ερώτημα πού πάμε, σας παραθέτω από την "Πολιτεία" του Πλάτωνα ίσως ένα από τα γνωστότερα αποσπάσματα σε μετάφραση:

«Ύστερ' από αυτά, είπα, δοκίμασε να απεικονίσεις την ανθρώπινη φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της πλάθοντας με το νου σου μια κατάσταση όπως η ακόλουθη. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σ' ένα οίκημα υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλη απόσταση, θα απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους, κι ένα φως να τους έρχεται από ψηλά κι από μακριά, από μια φωτιά που θα καίει πίσω τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να περνάει ένας δρόμος, κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στο δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν από 'κει τα τεχνάσματά τους.

Το φαντάζομαι, είπε.

Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σ' αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι, αγάλματα και άλλα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι ότι, όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα μιλούν, ενώ άλλοι είναι σιωπηλοί.

Αλλόκοτη, είπε, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.

Όμοιοι με εμάς, έκανα εγώ, γιατί πρώτα-πρώτα μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί, εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους, βλέπουν ποτέ τους τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντίκρυ τους στον τοίχο της σπηλιάς;

Μα πώς θα ήταν δυνατόν, είπε, αφού σ' όλη τους τη ζωή είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο;

Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι γίνεται; Τι άλλο, εκτός από τις σκιές τους, βλέπουν οι δεσμώτες;

Σαν τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;

Αν, τώρα, είχαν τη δυνατότητα να συνομιλούν, δε νομίζεις ότι θα πίστευαν πως αυτά για τα όποια μιλούν δεν είναι παρά οι σκιές που έβλεπαν να περνούν μπροστά από τα μάτια τους;

Κατ' ανάγκην, είπε.

Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και αντίλαλος από τον αντικρινό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος απ' όσους περνούσαν πίσω τους, φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες δε θα πίστευαν ότι η φωνή βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;

Μα τον Δία, είπε, και βέβαια.

Ασφαλώς λοιπόν, είπα εγώ, οι άνθρωποι αυτοί δε θα ήταν δυνατόν να πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των κατασκευασμάτων.

Ανάγκη αδήριτη, είπε.

Σκέψου τώρα, είπα εγώ, ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει η απαλλαγή τους από τα δεσμά και η γιατρειά τους από την πλάνη και την αφροσύνη, αν τύχαινε και τους συνέβαιναν τα εξής: Κάθε φορά που κάποιος από αυτούς θα λυνόταν και θα αναγκαζόταν ξαφνικά να ελευθερωθεί και να γυρίσει το κεφάλι και να περπατήσει και να αντικρύσει το φως ψηλά - κι όλα αυτά πονώντας πολύ και αδυνατώντας από την εκτυφλωτική λάμψη να διακρίνει εκείνα τα πράγματα που ως τώρα έβλεπε τις σκιές τους - τι φαντάζεσαι ότι θα έλεγε ο άνθρωπος αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι όσα έβλεπε πρωτύτερα ήταν ανοησίες και ότι τώρα είναι κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα κι ότι έχοντας τώρα στραφεί σε αντικείμενα πιο πραγματικά βλέπει σωστότερα; Ιδίως μάλιστα αν, δείχνοντάς του καθένα από τα αντικείμενα που περνούσαν από μπροστά του, τον ρωτούσε και τον υποχρέωνε να απαντήσει τι είναι το καθένα τους. Δε νομίζεις ότι ο άνθρωπος εκείνος θα τα 'χανε και θα πίστευε ότι όσα έβλεπε τότε ήταν αληθινότερα από εκείνα που του έδειχναν τώρα;

Και πολύ μάλιστα.

Κι άμα θα τον ανάγκαζε να κοιτάξει στο ίδιο το φως, δε θα αισθανόταν έντονο πόνο στα μάτια και δε θα προσπαθούσε να το αποφύγει στρέφοντας το βλέμμα του πάλι σ' εκείνα που μπορεί να βλέπει, και δε θα νόμιζε ότι εκείνα είναι στ' αλήθεια πιο σαφή και ευκρινή από όσα του έδειχναν τώρα;

Έτσι, είπε.

Αν, τέλος, είπα εγώ, κάποιος τον τραβούσε διά της βίας προς τα έξω από ένα ανέβασμα κακοτράχαλο κι απότομο και δεν τον άφηνε προτού να τον βγάλει στο φως του ήλιου, άραγε ο δεσμώτης δε θα πονούσε και δε θα αγανακτούσε που τον τραβολογούσαν, κι όταν θα έβγαινε στο φως, έτσι καθώς τα μάτια του θα ήταν πλημμυρισμένα από την εκτυφλωτική λάμψη, δε θα του ήταν εντελώς αδύνατο να διακρίνει έστω και ένα από τα πράγματα για τα οποία θα του λέγανε τώρα πως είναι αληθινά;

Θα του ήταν αδύνατον, είπε, έτσι στα ξαφνικά τουλάχιστον.

Θα χρειαζόταν, νομίζω, κάποιος χρόνος προσαρμογής, προκειμένου να αντικρύσει τα πράγματα επάνω. Έτσι, στην αρχή, θα διέκρινε ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων στο νερό κι ύστερα τα ίδια τα πράγματα από αυτά όσα βρίσκονται στον ουρανό, και αυτό τον ίδιο τον ουρανό θα μπορούσε να τα κοιτάξει πιο εύκολα τη νύχτα με το φως των άστρων και του φεγγαριού παρά την ημέρα, με τον ήλιο και το φως του.

Ασφαλώς.

Και τελευταίο απ' όλα θα μπορούσε να αντικρύσει τον ήλιο, όχι είδωλά του στο νερό ή σε κάποια θέση άλλην από τη δική του, αλλά τον ήλιο αυτόν καθαυτόν στον δικό του τόπο, και να θεαστεί τη φύση του.

Κατ' ανάγκην, είπε.

Κι ύστερα από αυτά θα έφθανε να συλλάβει με το λογισμό του ότι αυτός, ο ήλιος, είναι που δωρίζει τις εποχές και τα χρόνια και που διαφεντεύει τα πάντα στη σφαίρα των ορατών πραγμάτων, και κατά κάποιον τρόπο είναι η αιτία για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος και οι άλλοι δεσμώτες.

Προφανώς, είπε, αυτό θα ήταν το επόμενο συμπέρασμά του.

Λοιπόν; Καθώς θα ξαναθυμάται τον τόπο, στον οποίο έμενε πρώτα, τη "σοφία" που είχαν εκεί, και τους συγκρατούμενούς του εκεί, δε νομίζεις ότι θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για την αλλαγή, ενώ για 'κείνους θα αισθάνεται οίκτο;

Και πολύ μάλιστα.

Κι αν υποθέσουμε ότι οι δεσμώτες είχαν θεσπίσει τότε κάποιες τιμές και επαίνους μεταξύ τους και βραβεία για όποιον διέκρινε καθαρότερα απ' όλους τα αντικείμενα που περνούσαν μπροστά τους, ή για όποιον συγκρατούσε στη μνήμη του ποια από αυτά συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια ύστερα και ποια πήγαιναν μαζί με ποια, έτσι που βάσει αυτού να έχει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα στο να μαντεύει τι επρόκειτο να περάσει κάθε φορά, έχεις μήπως τη γνώμη ότι ο άνθρωπος αυτός θα φλεγόταν από την επιθυμία για τέτοια πράγματα και ότι θα ζήλευε όσους τιμούνταν εκεί και είχαν δύναμη και αναγνώριση; Ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος, και θα επιθυμούσε διακαώς «πάνω στη γη να ζούσε κι ας ξενοδούλευε σε κάποιον άκληρο» ή να υπέφερε οτιδήποτε παρά να νομίζει τέτοια πράγματα και να ζει όπως εκείνοι;

Έτσι νομίζω κι εγώ, είπε, θα προτιμούσε να πάθαινε οτιδήποτε παρά να ζει εκείνη τη ζωή.

Συλλογίσου τώρα και τούτο, είπα εγώ. Αν ένας άνθρωπος σαν αυτόν κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και καθόταν στην ίδια θέση, άραγε τα μάτια του δε θα ήταν γεμάτα σκοτάδι, καθώς θα ερχόταν έτσι απότομα από το φως του ήλιου;

Βεβαιότατα.

Κι αν θα χρειαζόταν να παραβγεί πάλι με εκείνους που είχαν παραμείνει δεσμώτες, προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα είναι αδύναμη ωσότου να προσαρμοστούν τα μάτια του κι ο χρόνος της προσαρμογής όχι πολύ σύντομος, άραγε δε θα γινόταν περίγελος και δε θα έλεγαν γι' αυτόν ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα από 'κει πάνω που ανέβηκε, και ότι δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν να δοκιμάσει κανείς να ανεβεί επάνω; Κι όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει από τα δεσμά και να τους ανεβάσει επάνω, αυτόν, αν μπορούσαν με κάποιον τρόπο να τον πιάσουν στα χέρια τους και να τον σκοτώσουν, δε θα τον σκότωναν;

Ασφαλώς, είπε».

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News