Το αποτέλεσμα της κάλπης της 21ης Μαΐου έδειξε μια μεγάλη νίκη για τη Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο γιατί “άλωσε” την απλή αναλογική ή παρά τη φθορά της εξουσίας κατόρθωσε να ανεβάσει τα ποσοστά της, αλλά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 11% από τη δύναμη του 2019. Η ιστορία εδώ όμως είναι πολυεπίπεδη.
*Γράφει ο Λευτέρης Συμβουλάκης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του 4% έφτασε το 2015 να γίνει κυβέρνηση, γιατί ένα μεγάλο κομμάτι του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκε στη νέα αναδυόμενη τότε δύναμη, εγκαταλείποντας το “καράβι” του ΠΑΣΟΚ που βρισκόταν στο “μάτι του κυκλώνα” για την ένταξη της χώρας στο ΔΝΤ, τα μνημόνια, αλλά και για όλες τις παλιές “αμαρτίες” που φορτώθηκε, οι οποίες οδήγησαν σε εκτροχιασμό τα δημοσιονομικά της χώρας. Οι δυνάμεις αυτές του ΠΑΣΟΚ, ένα κομμάτι δηλαδή της λαϊκής βάσης του, που ανέβασαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, αποδείχτηκαν ότι ήταν “πήλινα πόδια” για τον “γίγαντα” του 2015 που είχε συσπειρώσει με τον προοδευτικό λαϊκίστικό του λόγο τον κόσμο που βρισκόταν αντιμέτωπος με τον ακροδεξιό επίσης λαϊκίστικο λόγο του μορφώματος και, όπως αποδείχτηκε, εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Ο ΣΥΡΙΖΑ γέμισε το άδειο του “καράβι” με απογοητευμένους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, άλλους που έψαχναν ένα νέο “σκάφος” για οικονομική ευζωία και εκείνους που με καιροσκοπισμό έβλεπαν τον νικητή και ήθελαν να είναι μαζί του για τα οφέλη του. Το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε μια πτώση δυνάμεων ευλόγως δικαιολογούμενη από τη φθορά της εξουσίας, το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 και φυσικά τα capital controls. Για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ οι περιπέτειες του 2015 είχαν κριθεί στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, αλλά και στις εκλογές του Ιουλίου του 2019. Το αποτέλεσμα της κάλπης όμως της 21ης Μαΐου του 2023 που ενδυνάμωσε ακόμη και με απλή αναλογική τη Ν.Δ. και κατέστησε πανίσχυρο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τόσο για να κυβερνήσει με αυτοδυναμία από τις επόμενες κάλπες, όσο και για να προβεί σε εκκαθαρίσεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσής του, απέδειξε ότι ο κόσμος έκρινε τώρα με ασφάλεια χρόνου τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και της ανυπαρξίας της αντιπολίτευσής του την τελευταία τετραετία. Ένα μεγάλο ποσοστό 11% που αδιαμφισβήτητα σε βάθος δεκαετίας είχε αρχίσει να ενισχύει τον ΣΥΡΙΖΑ, εγκαταλείποντας τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, φάνηκε να μετακινείται. Ένα κομμάτι ενδεχομένως μετακινήθηκε προς το ΠΑΣΟΚ, ένα άλλο ίσως αριστερότερα και σίγουρα ένα κομμάτι προς τη Ν.Δ., που ταυτόχρονα ενδυναμώθηκε και με ακροδεξιές δυνάμεις που είχαν χάσει πλέον τους γνήσιους εκφραστές τους. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι ο Τσίπρας επέτρεψε να ανακατευτούν ακροδεξιά στοιχεία στο αριστερής ιδεολογίας κόμμα, στο οποίο είναι πρόεδρος από το 2007, δημιούργησε την αίσθηση μιας καθεστηκυίας ηγεσίας και ενός μορφώματος των άκρων. Την ίδια ώρα, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καθαρές γραμμές ως προς την οικονομία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση για την επόμενη ημέρα και την οικονομική σταθερότητα της χώρας. Μάλιστα, μια τέτοια αίσθηση πυροδότησε η πρόταση για το ανταλλακτικό μέσο “Δήμητρα” του ΜέΡΑ25, που έφερε στο μυαλό τις μέρες των capital controls, οι οποίες είναι συνυφασμένες τόσο με τον Τσίπρα, όσο και με τον Βαρουφάκη στη συλλογική συνείδηση, όσο και αν οι ίδιοι έχουν προσπαθήσει οκτώ χρόνια τώρα να αποτινάξουν την κακή αυτή και για τους δύο πολιτική στιγμή και συνύπαρξη. Μάλιστα, η περίπτωση Κατρούγκαλου κατέδειξε τη φοβικότητα του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της μικρομεσαίας τάξης που υπέστη όλα τα μνημονιακά δεινά. Η αντίδραση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με δέσμευση για “εκπαραθύρωση” του Κατρούγκαλου μετά τις εκλογές, υπερασπιζόμενος τον δικό του νόμο, που ως υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε και άλλαξε ο Βρούτσης, φωτίζει τους ενδόμυχους φόβους του Τσίπρα παραμονές των εκλογών. Κι αν ληφθούν υπόψη όσα είπαν χθες οι δημοσκόποι ότι ο Τσίπρας γνώριζε, αλλά δεν το δεχόταν για τη μεγάλη διαφορά που έβγαζαν κάποιες δημοσκοπήσεις που δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας προεκλογικά, τότε η αντίδρασή του αυτή σχεδόν φαντάζει αιτιολογημένη!
Το ΠΑΣΟΚ
Την ίδια ώρα, το ΠΑΣΟΚ συσπείρωσε ένα μεγάλο ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 50% των δυνάμεων της εκλογικής αναμέτρησης του 2019. Όμως, σε καμία περίπτωση το ΠΑΣΟΚ, εκτός από το γεγονός ότι διαφάνηκε μια τάση, δεν έδειξε να κάνει το come back του, όπως ο πρόεδρός του Νίκος Ανδρουλάκης διαλάλησε από την πρώτη στιγμή των αποτελεσμάτων. Το μετά βίας 12% δεν είναι ένα μεγάλο ποσοστό, αλλά είναι μια αρχή, ώστε το ΠΑΣΟΚ να αισθάνεται ότι μπορεί να χτυπήσει το 20% του ΣΥΡΙΖΑ και να επανακαταλάβει τη θέση του, που επί 30 χρόνια είχε στην κομματική ζωή ως ο αντίπαλος πόλος της Ν.Δ. Ας πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ θεωρεί ότι βρίσκεται σε στάση αναμονής για να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση, όμως αυτό θα αποδειχτεί στις κάλπες της ενισχυμένης αναλογικής του προσεχούς Ιουνίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 11%, αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν πήρε 11%. Οι ψηφοφόροι που μετακινήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ψηφοφόροι και του ΠΑΣΟΚ, που σε αυτές τις εκλογές δεν τους κέρδισε πίσω. Κέρδισε ένα ποσοστό. Αυτό μπορεί να έχει επίσης πολυεπίπεδη ερμηνεία. Δηλαδή ότι πρόκειται για μια αρχή ή για μια ήττα μικρότερης εμβέλειας και για το ΠΑΣΟΚ, αφού οι δικοί του επί 30 χρόνια παραδοσιακοί ψηφοφόροι έστρεψαν το βλέμμα στον άλλοτε ορκισμένο εχθρό τους. Έναν Μητσοτάκη. Από αυτήν την άποψη η ενδυνάμωση της Ν.Δ. και μάλιστα στο πρόσωπο ενός Μητσοτάκη φαίνεται ότι είναι διπλό χτύπημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και ταυτόχρονα μοιάζει σαν να δίνει “σάρκα και οστά” το στερνοπαίδι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο όραμά του. Να προσεταιριστεί μια παράταξη, στην οποία βρέθηκε μετά τα περιβόητα γεγονότα του 1960 και να την κάνει δική του. Να την κερδίσει από τους Καραμανλήδες και να διαδραματίσει έναν δικό του ηγετικό ρόλο για τις φιλελεύθερες δυνάμεις. Η τετραετία που “ανατέλλει” για τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα είναι κρίσιμη. Οι επιλογές του στη διακυβέρνηση της χώρας και στο εσωτερικό του κόμματος θα καταδείξουν αν πρόκειται για έναν σκληρό νεοφιλελεύθερο, έναν αυστηρό και συγκεντρωτικό κομματάρχη ή έναν πολιτικό με ηγετικά χαρακτηριστικά που δικαίως κέρδισε τις εκλογές το 2023.
Σχόλια