Περί ψήφου ανοχής - Τα συνταγματικά και πολιτικά σενάρια αλλά και η διεθνής εμπειρία

Απόψεις
Περί ψήφου ανοχής - Τα συνταγματικά και πολιτικά σενάρια αλλά και η διεθνής εμπειρία

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Διεθνώς, οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι πολύ συνηθέστερο φαινόμενο, αλλά, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, έχουν τη μορφή κοινοβουλευτικής στήριξης και κυβερνητικής συμμετοχής περισσότερων κομμάτων

Από συνταγματική/θεσμική άποψη, και ανεξαρτήτως κομματικών/προεκλογικών δηλώσεων και επιδιώξεων, ισχύουν τα ακόλουθα:

*Γράφει ο Κώστας Μποτόπουλος.

* Η έκφραση “ψήφος ανοχής” δεν έχει συνταγματική υπόσταση: Δεν αναφέρεται πουθενά στο Σύνταγμα. Αλλά και η έμμεσα προκύπτουσα θεσμική σημασία της δεν προκύπτει από την καθομιλουμένη. Δεν πρόκειται για “ανοχή” υπό την έννοια της “μετά βίας ή με δυσφορία αντοχής”, αλλά για έμπρακτη, έστω και διά της απουσίας, υποστήριξη: Η ψήφος ανοχής επιτρέπει τον σχηματισμό κυβέρνησης.

* Παρότι δεν την προβλέπει και δεν τη ρυθμίζει, το Σύνταγμά μας όχι μόνο επιτρέπει, αλλά και διευκολύνει - χωρίς να την καθιστά την πλέον “ομαλή” εξέλιξη - τον σχηματισμό κυβέρνησης μέσω (και) ψήφου ανοχής. Αυτό καθίσταται σαφές από την - ασφαλώς όχι τυχαία, όπως φαίνεται και από τα Πρακτικά της Αναθεωρητικής Βουλής του 1974 - πρόβλεψη, στο άρθρο 84 παρ. 6, διαφορετικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για την ψήφο εμπιστοσύνης (απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, με ελάχιστο αριθμό θετικών ψήφων τα 2/5 του συνολικού αριθμού, δηλαδή 120) και για την ψήφο δυσπιστίας (απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 ψήφοι). Η “εμπιστοσύνη” είναι περισσότερο πολιτική παρά αριθμητική, όπως αναδεικνύει ο συσχετισμός που γίνεται στο άρθρο 141 παρ. 3 του Κανονισμού της Βουλής, με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Στην ελληνική εκδοχή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, μια κυβέρνηση μπορεί να “σταθεί” και με συνδυασμό θετικής και σιωπηρής ψήφου, ενώ μπορεί να “πέσει” μόνο με ρητά εκφρασμένη απόλυτη πλειοψηφία εναντίωσης.

* Η ψήφος ανοχής βρίσκει, συνεπώς, τη λειτουργία της εντός του θεσμού της ψήφου εμπιστοσύνης (άρθρο 84 παρ. 1, 2, 4, 5, 6 και 7 του Συντάγματος και 141 Κανονισμού της Βουλής) - θεσμού ο οποίος απαντάται στην πολιτική θεωρία, αλλά όχι στο συνταγματικό κείμενο, και ως “αρχή της δεδηλωμένης”. Για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σε σχηματισθείσα εντός του πλαισίου του άρθρου 37 του Συντάγματος κυβέρνηση - μονοκομματική ή πολυκομματική, η απαιτούμενη, και αναζητούμενη, πλειοψηφία επιτρέπει, διά της αποχής από τη συγκεκριμένη ψηφοφορία, βουλευτές και κόμματα να “κατεβάζουν τον πήχη της εμπιστοσύνης” κάτω από τις 151 ψήφους και ως τις 121: Μια κυβέρνηση μπορεί να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης με 121 έως 150 ψήφους.

* Η διά της αποχής στήριξη δε συνεπάγεται μειωμένη νομιμοποίηση κυβέρνησης, που ενδεχομένως συγκέντρωσε λιγότερες από 151 ψήφους, δηλαδή δε διαθέτει την “απόλυτη πλειοψηφία της εμπιστοσύνης”. Και η “σχετική πλειοψηφία της εκφρασμένης εμπιστοσύνης” δίνει κυβέρνηση με πλήρεις εξουσίες και πλήρη εμπιστοσύνη. Άλλο αν αυτή η εμπιστοσύνη είναι πολιτικά πιο εύθραυστη και κοινοβουλευτικά πιο ευάλωτη σε “επιθέσεις”, ακόμα και σε ευθεία αμφισβήτηση μέσω ψήφου δυσπιστίας (άρθρο 84 παρ. 2, 3, 4, 5, 6, και 7).

* Και η για πρώτη φορά - στην αρχή κοινοβουλευτικής θητείας - επιδιώκουσα την ψήφο εμπιστοσύνης κυβέρνηση μπορεί να “στηριχτεί” σε λιγότερες από 151 ψήφους, μέσω της πιο πάνω αναλυθείσας λειτουργίας - θεσμικής και αριθμητικής - της ψήφου ανοχής. Η διάκριση που κάνει ο Δημήτρης Τσάτσος μεταξύ «πρώτης κυβέρνησης», που θα πρέπει να διαθέτει την εμπιστοσύνη τουλάχιστον 151 βουλευτών, και κυβέρνησης που μεταγενέστερα αναζητά «επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης», η οποία θα μπορούσε να δοθεί και με μικρότερη, αναλόγως της αποχής, πλειοψηφία, δε φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 84, το οποίο δεν κάνει, και δε δίνει λαβή για να γίνει, τέτοια διαφοροποίηση (έτσι και ο Γ. Καραβοκύρης στο Syntagma Watch, 5/7/2019). Η “αρχική” και η “επιβεβαιωτική” ψήφος εμπιστοσύνης μπορεί να έχουν διαφορετική πολιτική βαρύτητα - η αρχική “εγκαθιστά” τυπικά και ουσιαστικά μια κυβέρνηση, μετασχηματίζοντας την ψήφο του εκλογικού σώματος σε νόμιμη ομάδα εξουσίας - δεν υπακούουν, ωστόσο, σε διαφορετικούς αριθμητικούς συσχετισμούς.

* Η ψήφος ανοχής δε συνεπάγεται αναγκαστική συμμετοχή στην κυβέρνηση προσώπων ή κομμάτων που απείχαν από τη διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης. Το αντίθετο είναι το πιθανότερο: Η αποχή να επιλέχθηκε λόγω βούλησης να “κυβερνηθεί ο τόπος”, αλλά από άλλους από αυτούς που συνέβαλαν στην υλοποίηση κυβερνητικού σχήματος μέσω της αποχής τους.

* Η ψήφος ανοχής δε συναρτάται ούτε προοιωνίζεται αποδοχή κυβερνητικού προγράμματος ή εκ προοιμίου συμφωνία για υπερψήφιση όλων των κυβερνητικών νομοσχεδίων. Οι πολιτικές διαπραγματεύσεις, που πιθανώς να έχουν προηγηθεί της παροχής εμπιστοσύνης μέσω αποχής, μπορεί να δώσουν τέτοιο αποτέλεσμα, αλλά μπορεί και να μη δώσουν, αυξάνοντας σε αυτήν την περίπτωση τον βαθμό “ευθραυστότητας” της κυβέρνησης, αλλά και την ανάγκη εύρεσης πλειοψηφίας για κάθε νομοσχέδιο ξεχωριστά (à la carte). “Ανοχή” σημαίνει, εκ του αποτελέσματος, στήριξη, αλλά σημαίνει επίσης, εγγενώς, μη πλήρη, ακόμη και υπό διαρκή δαμόκλειο σπάθη, στήριξη.

* Η αβεβαιότητα και η μόνιμη πιθανότητα αμφισβήτησης/αναβάπτισης αποτελούν φυσική συνέπεια και όχι εξαιρετική συνθήκη για κάθε κυβέρνηση που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης μέσω ψήφου και στάσης ανοχής. Στο κρίσιμο για το πολίτευμα, αλλά και για την κοινωνία, ερώτημα «πώς θα κυβερνηθεί η χώρα;», η “κυβέρνηση βάσει ανοχής” εξ ανάγκης απαντά: «με συνεχή διαπραγμάτευση και στο έλεος αλλαγών συγκυρίας και (κομματικών) επιλογών». Αυτό δεν αποκλείει ούτε την εκπόνηση συνολικής στρατηγικής, ούτε την επίδειξη πολιτικής τόλμης - την τελευταία ίσως μάλιστα η έλλειψη παντοδυναμίας να την ευνοεί. Σημαίνει, όμως, ότι η εμπιστοσύνη διά της ανοχής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τραπεί σε πρόταση δυσπιστίας. Εντός των συνταγματικών ορίων - μόνο αφού περάσει εξάμηνο από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας (άρθρο 84, παρ. 2), εκτός αν υπογραφεί από 151 βουλευτές (άρθρο 84, παρ. 3) - αλλά με μονίμως αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων: την “κυβέρνηση ανοχής” στηρίζουν με θετική ψήφο λιγότεροι από 151 βουλευτές, άρα, θεωρητικά, υπάρχουν ανά πάσα στιγμή 151 έτοιμοι να τη “ρίξουν”.

* Στην Ελλάδα, υπό το ισχύον Σύνταγμα, δεν υπήρξε κυβέρνηση που να στηρίχθηκε σε ψήφο ανοχής - όλες οι κυβερνήσεις συνεργασίας της μεταπολίτευσης (“κυβέρνηση κάθαρσης” Τζανετάκη το 1988, “οικουμενική” Ζολώτα το 1999, “ειδικού σκοπού” Παπαδήμου το 2012, Ν.Δ.- ΠΑΣΟΚ- ΔΗΜ.ΑΡ. και Σαμαρά-Βενιζέλου το 2012 και 2013, ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. το 2015) πήραν θετική ψήφο απ’ όλα τα κόμματα που συμμετείχαν σε αυτές. Το πλησιέστερο, αλλά εντελώς άτυπο παράδειγμα ανευρίσκεται στο μικρό, στο τέλος της κοινοβουλευτικής θητείας, διάστημα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. είχε χάσει την “πολιτική στήριξη” και πάντως την κυβερνητική συμμετοχή των ΑΝ.ΕΛ. και η συνέχιση της λειτουργίας της κατέστη δυνατή μέσα από ένα μείγμα χορήγησης ψήφου εμπιστοσύνης από ορισμένα μέλη των ΑΝ.ΕΛ. και ψήφου ανοχής από ορισμένους ανεξάρτητους βουλευτές και βουλευτές του “Ποταμιού”.

* Διεθνώς, οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι πολύ συνηθέστερο φαινόμενο, αλλά, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, έχουν τη μορφή κοινοβουλευτικής στήριξης και κυβερνητικής συμμετοχής περισσότερων κομμάτων: “μεγάλοι συνασπισμοί” στη Γερμανία, “όλοι μέσα” στην τελευταία κυβέρνηση Ντράγκι στην Ιταλία, κυβέρνηση Εργατικών-Φιλελεύθερων (Μπλερ-Κλεγκ) στη Μεγάλη Βρετανία, Σοσιαλιστών-Ποδέμος (Σάντσεθ με Ιγλέσιας αλλά και χωρίς Ιγλέσιας) στην Ισπανία και πολλές άλλες (βλ. αναλυτικά στον εξαιρετικά ενδιαφέροντα τόμο “Κυβερνήσεις συνασπισμού και προγραμματικές συμφωνίες”, υπό την επιμέλεια του Χ. Ανθόπουλου, 2023. Σχόλια για τις “κυβερνήσεις ανοχής” γίνονται ιδίως στο άρθρο της Χ. Ακριβοπούλου, “Κυβερνήσεις συνεργασίας και προγραμματικές συμφωνίες στην Ελλάδα”). Το πλησιέστερο σε ελληνικού τύπου “ψήφο ανοχής” διεθνές παράδειγμα - παραδειγματικό και από αρκετές πολιτικές απόψεις - ανευρίσκεται στην προ των τελευταίων εκλογών κυβέρνηση Κόστα (γνωστή και ως “geringonca”) στην Πορτογαλία: τρία αριστερά κόμματα τη στήριζαν χωρίς να συμμετέχουν στο κυβερνητικό σχήμα και διαπραγματεύονταν - τη θέση τους και την ψήφο τους - νομοσχέδιο το νομοσχέδιο.

Ας θυμίσουμε τις δύο κύριες πολιτικές επιπτώσεις αυτής της εμπειρίας: Η κυβέρνηση παρήγαγε μεταρρυθμιστικό και κοινωνικό έργο και, όταν τα δύο μικρότερα κόμματα απέσυραν την ανοχή τους και οδήγησαν τη χώρα σε εκλογές, αυτά μεν συρρικνώθηκαν, το δε σοσιαλιστικό κόμμα του Αντόνιο Κόστα κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία.

* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (πρώτη δημοσίευση στο syntagmawatch.gr).

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News