Κυβερνήσεις συνεργασίας - Η ελληνική εμπειρία από την απελευθέρωση έως τη Μεταπολίτευση

Απόψεις
Κυβερνήσεις συνεργασίας - Η ελληνική εμπειρία από την απελευθέρωση έως τη Μεταπολίτευση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι περισσότερες από αυτές (σ.σ. κυβερνήσεις συνεργασίας) κατέληξαν, μετά τη σύντομη παρεμβολή τους, στην επάνοδο της παραδοσιακής λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού, ήτοι τον σχηματισμό κυβερνήσεων μονοκομματικής στήριξης και πλειοψηφίας

Από το σύνολο των 180 κυβερνήσεων που σχηματίστηκαν από την εθνική απελευθέρωση και μετά έως σήμερα, δέκα εξ αυτών είχαν τον χαρακτήρα των συμμαχικών ή συνεργατικών κυβερνήσεων διακομματικής και διαπαραταξιακής στήριξης.

*Γράφει ο Αντώνης Μακρυδημήτρης.

Όλες υπήρξαν βραχύβιες στη διάρκειά τους και με διαφορετικά έως αμφίβολα αποτελέσματα στη λειτουργία τους.

Οι περισσότερες από αυτές κατέληξαν, μετά τη σύντομη παρεμβολή τους, στην επάνοδο της παραδοσιακής λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού, ήτοι τον σχηματισμό κυβερνήσεων μονοκομματικής στήριξης και πλειοψηφίας. Σε δύο, όμως, περιπτώσεις επακολούθησαν τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις ευρύτερης πολιτικής συνεργασίας αναφύονται και λειτουργούν στην Ελλάδα, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, σε περιόδους κρίσης (οικονομικής, πολιτικής ή άλλης) και παρουσιάζονται ως μέσα για την επάνοδο στον αμιγή κοινοβουλευτισμό (ήτοι τον σχηματισμό κυβερνήσεων κομματικής πλειοψηφίας στη Βουλή) και όχι για την αντικατάσταση και υπέρβασή του. Μοιάζει να αποτελούν εξαιρέσεις από τον κανόνα, οι οποίες επιβεβαιώνουν την αρχή της κατά πλειοψηφία διακυβέρνησης από ενιαία, συνήθως, κόμματα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που έχει πλέον μακρά παράδοση στη χώρα ήδη από τον 19ο αιώνα (βοηθούντος βεβαίως και του εκλογικού συστήματος ενισχυμένης αναλογικής, που έχει επικρατήσει κατά τη μεταπολεμική ιδίως περίοδο).

Ίσως τούτο οφείλεται και σε χαρακτηριστικά της επικρατούσας πολιτικής κουλτούρας, η οποία κατά την ημετέρα παράδοση έλκεται περισσότερο από την όξυνση της αντιπαράθεσης σε συμβολικό ή και πραγματικό επίπεδο, παρά από τον διάλογο και τη συνεργασία, τη συναίνεση και τον συμβιβασμό.

Ο ουσιωδέστερος λόγος έχει πιθανόν να κάνει με τη σταδιακή ωρίμανση του κοινοβουλευτισμού στα πολιτικά ήθη και τη διαμόρφωση του φαινομένου του “κυβερνητισμού” και του “πρωθυπουργοκεντρισμού”, πράγμα που φυσικά δε συνάδει με τα σχήματα συνεργασίας και η λογική που τα διέπει.

Ο “κανόνας”

Ο “κανόνας” είναι η (μονο -)κομματική ή παραταξιακή κυβέρνηση, που αναδεικνύεται από την αντίστοιχη έκφραση της βούλησης της λαϊκής κυριαρχίας, και αναλαμβάνει για ορισμένο διάστημα την κύρια ευθύνη της διακυβέρνησης, έχοντας πάντοτε απέναντί της στο Κοινοβούλιο την αντιπολίτευση (μείζονα και ελάσσονα), η οποία εκφράζει εναλλακτικά προγράμματα και προτάγματα πολιτικής με τη στήριξη αντίστοιχων μερίδων του εκλογικού σώματος και της πολιτικής κοινωνίας εν γένει.

Ωστόσο, ο ως άνω κανόνας δεν είναι ανεπίδεκτος εξαιρέσεων στις περιπτώσεις εκείνες που η διακομματική ή και “οικουμενική” συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων απαιτείται από τις περιστάσεις. Είτε διότι υπήρξε μεγάλη διασπορά των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος δίχως να προκύπτει αυτοδύναμη κυβερνητική πλειοψηφία, είτε διότι απαιτείται η ευρύτερη πολιτική συνεννόηση και συναίνεση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα εθνικής σημασίας και να μη διασαλευτούν βασικότερες αρχές και αξίες θεμελίωσης του πολιτικού σχηματισμού, οι οποίες εκφράζουν τη βαθύτερη ή “επάλληλη συναίνεση” του λαού.

Πράγματι, το συμπέρασμα αυτό βρίσκει τεκμηρίωση και από την επισκόπηση της ιστορίας των κυβερνητικών σχηματισμών στην Ελλάδα από την εθνική απελευθέρωση και μετά. Ειδικότερα, από το σύνολο των 180 κυβερνήσεων που σχηματίστηκαν στην Ελλάδα από την εθνική απελευθέρωση και μετά και των 98 πρωθυπουργών που ανέλαβαν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας (από τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1828 έως και τον Κυριάκο Μητσοτάκη από το 2019 και μετά), η συντριπτική πλειοψηφία ήταν οι παραταξιακές ή κομματικές κυβερνήσεις, με τις κυβερνήσεις ευρύτερης ή “οικουμενικής” συνεργασίας να αποτελούν την εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.

Τα κυβερνητικά σχήματα έως τη Μεταπολίτευση

  1. “Οικουμενική” κυβέρνηση Κανάρη (26/05/1877-11/01/1878)

Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε υπό την προεδρία του παλαίμαχου αγωνιστή της Επανάστασης για την εθνική ανεξαρτησία Κωνσταντίνου Κανάρη χαρακτηρίστηκε ως “οικουμενική”, γιατί συμμετείχαν σε αυτήν αυτοπροσώπως όλοι σχεδόν οι πολιτικοί αρχηγοί, που ανέλαβαν επικεφαλής διαφόρων επιμέρους υπουργείων (Αλέξ. Κουμουνδούρος, Χαρ. Τρικούπης, Επ. Δεληγεώργης, Θρασ. Ζαΐμης, Θ. Δηλιγιάννης).

Η κυβέρνηση αυτή ήταν η έβδομη κατά σειρά που σχηματίστηκε στη διάρκεια της Βουλής που είχε προκύψει από τις εκλογές του Ιουλίου 1875, που ήταν οι πρώτες ανόθευτες εκλογές από δεκαετίας και είχαν διεξαχθεί κατά την πρώτη πρωθυπουργία του Χαριλάου Τρικούπη.

Κατά την έναρξη της βουλευτικής περιόδου εξαγγέλθηκε η “αρχή της δεδηλωμένης”, που τηρήθηκε έκτοτε grosso modo ως συνθήκη του πολιτεύματος, ενώ η Βουλή αυτή ήταν η πρώτη από 20ετίας που εξάντλησε κανονικά τη θητεία της δίχως να υποστεί πρόωρη διάλυση.

Η σταθερότητα του Κοινοβουλίου την περίοδο εκείνη είχε ως συνέπεια την ανάδειξη από αυτό 10 διαφορετικών κυβερνήσεων έως τη διενέργεια των επόμενων εκλογών τον Σεπτέμβριο 1879.

Η ρευστότητα και η αστάθεια των κυβερνητικών σχηματισμών στη διάρκεια αυτής της βουλευτικής περιόδου οφείλονταν στο γεγονός ότι καμία από τις πολιτικές δυνάμεις δε διέθετε αυτοδύναμη και συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πολλώ μάλλον που η εμπιστοσύνη της Βουλής προς ορισμένο κυβερνητικό σχηματισμό συνοδευόταν, ακόμα τότε, και από την εμπιστοσύνη του στέμματος προς αυτόν.

Την αλληλοδιαδοχή διαφορετικών κυβερνητικών σχηματισμών υπό την ηγεσία των κυριότερων, τότε, πολιτικών αρχηγών ανέστειλε για ένα διάστημα η συγκρότηση της οικουμενικής κυβέρνησης Κανάρη. Και αυτή όμως η λύση αποδείχτηκε βραχύβια και μεταβατική, εφόσον μετά τον θάνατο του Κανάρη στις αρχές Σεπτεμβρίου 1877 η πολυκέφαλη οικουμενική κυβέρνηση παρέμεινε ουσιαστικά ακέφαλη. Οι πολιτικοί αρχηγοί αποφάσισαν, εντούτοις, τη διατήρησή της με την πρόβλεψη και συμφωνία ότι ο καθένας από αυτούς θα προήδρευε εναλλάξ στο Υπουργικό Συμβούλιο ανάλογα με το αντικείμενο των θεμάτων που θα συζητούνταν σε αυτό, ενώ θα συνέχιζαν να διευθύνουν τις υποθέσεις των υπουργείων των οποίων προΐσταντο.

Η πρώτη οικουμενική κυβέρνηση τελικά κατέρρευσε οριστικά στις αρχές Ιανουαρίου 1878, δεδομένης και της συγκυρίας του ρωσο-τουρκικού πολέμου που βρισκόταν τότε σε εξέλιξη. Η πολυκέφαλη δομή της οικουμενικής κυβέρνησης, η συνοχή στη δράση της οποίας ήταν προβληματική, την καθιστούσε ακόμα πιο ευάλωτη στις έξωθεν πιέσεις και παρεμβάσεις στη χάραξη της γενικής πολιτικής στη χώρα.

Την πρώτη οικουμενική κυβέρνηση διαδέχτηκε παραταξιακή κυβέρνηση υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που επικράτησε στο πολιτικό σκηνικό την επόμενη περίοδο και για μια τετραετία περίπου, έως ότου αναδειχτεί ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη και προσωπικότητα ο Χαρίλαος Τρικούπης από τον Μάρτιο 1882 και μετά.

  1. Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη (04/12/1926-04/07/1928)

Στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, που διεξήχθησαν με υποδειγματικό, για την εποχή, τρόπο, σύμφωνα με το σύστημα της απλής αναλογικής και με τη χρήση ψηφοδελτίων για πρώτη φορά στον 20ό αιώνα, συμμετείχε πλειάδα κομμάτων και συνδυασμών, μεταξύ αυτών και το Κομμουνιστικό Κόμμα, που για πρώτη φορά εκπροσωπήθηκε στη Βουλή. Η διασπορά της λαϊκής ψήφου και η αναλογική κατανομή των εδρών είχε μεν ως συνέπεια την ευρύτερη δυνατή καταγραφή και αντιπροσώπευση των τάσεων και προτιμήσεων του εκλογικού σώματος, αλλά και τη δυσκολία σχηματισμού αυτοδύναμης και σταθερής κυβέρνησης.

Κατά συνέπεια, η έλλειψη σαφούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η αδυναμία των κομμάτων και των πολιτικών αρχηγών να σχηματίσουν ομοιογενή κυβέρνηση οδήγησαν στις αρχές Δεκεμβρίου 1926 στη συγκρότηση της δεύτερης “οικουμενικής” κυβέρνησης στην πολιτική ιστορία της χώρας, υπό την προεδρία του παλαίμαχου πολιτικού Αλέξανδρου Ζαΐμη. Πράγματι, στη διακομματική, ακριβέστερα, κυβέρνηση Ζαΐμη συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί αρχηγοί (με την εξαίρεση, ωστόσο, του σπουδαιότερου εξ αυτών, του Ελευθερίου Βενιζέλου, που τηρούσε μια σχέση αποστασιοποίησης από τα πολιτικά δρώμενα στον τόπο).

Η άμβλυνση του κλίματος του διχασμού και της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, που είχε από δεκαετίας επικρατήσει, ήταν από τα θετικά στοιχεία στη λειτουργία της κυβέρνησης αυτής, όπως και η από μέρους της προώθηση της τελικής επεξεργασίας και ψήφισης στη Βουλή του Συντάγματος του 1927. Η σύμμειξη, ωστόσο, πολιτικά ετερόκλητων στοιχείων στη σύνθεσή της, όσο και η διαφωνία που ανέκυψε σχετικά με την επαναφορά των αποτάκτων (αντιβενιζελικών) αξιωματικών στο στράτευμα, έμελλε να αποβούν μοιραία για τη συνοχή και μακροημέρευσή της. Έτσι, λίγους μόλις μήνες μετά τη συγκρότηση της β’ “οικουμενικής” κυβέρνησης και με αφορμή την ίδρυση αυτοτελούς Τραπέζης της Ελλάδος και τον χωρισμό της από την Εθνική Τράπεζα, επήλθε ουσιώδης διαφωνία στους κόλπους της κυβερνήσεως. Αποχώρησαν, τότε (Αύγουστος 1927), από αυτήν τα μέλη της που προέρχονταν από το Λαϊκό Κόμμα και η κυβέρνηση απώλεσε τον “οικουμενικό” της χαρακτήρα.

Διατηρήθηκε, ωστόσο, ως κυβέρνηση «ευρέος συνασπισμού» και διακομματικής συνεργασίας, μια και εξακολούθησαν να παραμένουν μέλη της διάφορα κόμματα και στελέχη της βενιζελικής παράταξης, αλλά και το κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ι. Μεταξά, η εκπροσώπηση του οποίου αναβαθμίστηκε μάλιστα σε 4 πλέον υπουργεία. Αλλά και η κατάσταση αυτή της entente cordiale μεταξύ Φιλελεύθερων και βασιλοφρόνων (βενιζελικών και μεταξικών) απεδείχθη βραχύβια, μια και όταν ανέκυψε νέα διαφωνία μεταξύ των Αλ. Παπαναστασίου και Ι. Μεταξά, ο πρώτος αποχώρησε στις αρχές Φεβρουαρίου 1928 από τον κυβερνητικό συνασπισμό, που περιοριζόταν πλέον στη στήριξη ορισμένων εκ των Φιλελευθέρων (Μιχαλακόπουλος, Καφαντάρης) και των Ελευθεροφρόνων (Μεταξάς).

Μετά την επάνοδο, μάλιστα, του Ελευθερίου Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο, ο βίος της κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Ζαΐμη φαινόταν προδιαγεγραμμένος. Πράγματι, στις αρχές Ιουλίου 1928, η κυβέρνηση συνεργασίας παραιτήθηκε για να τη διαδεχθεί νέο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Ελ. Βενιζέλο, στον οποίο δόθηκε η κυβερνητική εντολή παρότι ο παλαίμαχος πολιτικός αρχηγός ήταν τότε “εξωκοινοβουλευτικός”, μια και δε μετείχε στη Βουλή. Είχε, μάλιστα, θέσει ως όρο την πρόωρη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή εκλογών με πλειοψηφικό σύστημα (και επί στενής περιφερείας), προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανάδειξη αυτοδύναμης και σταθερής κυβέρνησης. Όπερ και εγένετο, με συνέπεια να κυβερνήσει έκτοτε ο ίδιος με πυγμή και αποφασιστικότητα επί τετραετία περίπου (έως τα τέλη του 1932).

  1. Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου (26/04/1944-03/01/1945)

Η κυβέρνηση αυτή, που σχηματίστηκε αρχικά εκτός της κατεχόμενης ακόμα Ελλάδος, αποσκοπούσε στην επίτευξη εθνικής συνεργασίας μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων με τη λήξη της ξενικής κατοχής της χώρας. Με τη συμφωνία που επήλθε τελικά στο συνέδριο του Λιβάνου τον Μάιο 1944, στην πρώτη μετακατοχική κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου θα μετείχαν εκπρόσωποι απ’ όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, περιλαμβανομένων επιπλέον εκείνων των παλαιών “αστικών” κομμάτων (Φιλελεύθεροι, Λαϊκό Κόμμα), και του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ που επικρατούσαν στις επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδος. Τούτο θα προσέδιδε και έναν περίπου “οικουμενικό” χαρακτήρα στη σύνθεση της κυβερνήσεως αυτής.

Ωστόσο, οι εκπρόσωποι της Αριστεράς δεν αποδέχτηκαν τον διορισμό τους στα υπουργικά χαρτοφυλάκια παρά μόνο στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944. Τρεις, όμως, μόλις ημέρες νωρίτερα είχαν ήδη παραιτηθεί από τη σύνθεση της κυβερνήσεως στελέχη προερχόμενα από τον χώρο των Φιλελευθέρων, κλονίζοντας έτσι τον “οικουμενικό” της χαρακτήρα, πράγμα που δε συνιστούσε καλό οιωνό για το μέλλον.

Στη συνέχεια με την έλευση των μελών της κυβερνήσεως στην Ελλάδα στις 18 Οκτωβρίου, μετά την απομάκρυνση των δυνάμεων κατοχής και εν τω μέσω οξύτατων προβλημάτων ανοικοδόμησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στη χώρα, το κλίμα της αμοιβαίας δυσπιστίας και καχυποψίας δεν κατέστη δυνατόν να αμβλυνθεί. Με συνέπεια να παραιτηθούν στις αρχές Δεκεμβρίου 1944 τα μέλη της που προέρχονταν από την Αριστερά και να ακολουθήσουν σχεδόν αμέσως τα αιματηρά επεισόδια γνωστά ως “Δεκεμβριανά” στο κέντρο της Αθήνας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η λήξη της θητείας της κυβερνήσεως Παπανδρέου κατέστη αναπόφευκτη. Το τέλος της επήλθε και τυπικά στις αρχές Ιανουαρίου 1945, οπότε την πρωθυπουργία ανέλαβε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, επικεφαλής μιας βραχύβιας επίσης κυβέρνησης από αυτές που θα ήταν συνήθεις κατά το επόμενο διάστημα και έως τη λήξη της περιόδου του εμφυλίου πολέμου.

  1. Κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (22/12/1966-03/04/967)

Η μεταβατική κυβέρνηση εξωκοινοβουλευτικής συνθέσεως υπό την προεδρία του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα (Ένωση Κέντρου και ΕΡΕ), αλλ’ όχι από την ΕΔΑ και την ομάδα των “αποστατών” πολιτικών (εκ της Ενώσεως Κέντρου). Η κυβέρνηση αυτή υπήρξε προϊόν της ανώμαλης περιόδου που ακολούθησε τη διάσπαση της κυβερνητικής παράταξης της Ενώσεως Κέντρου υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου μετά την έντονη διαφωνία του με το στέμμα και την παραίτησή του στις 15 Ιουλίου 1965.

Εφόσον δεν προτιμήθηκε τότε η πρόωρη διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών, επιχειρήθηκε, αντιθέτως, η διαμόρφωση τριών διαφορετικών κυβερνητικών σχηματισμών από μέλη της πλειοψηφούσας στη Βουλή παράταξης της Ενώσεως Κέντρου, που “αποστάτησαν” από αυτήν (κυβερνήσεις Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, Ηλ. Τσιριμώκου και Στ. Στεφανόπουλου). Ωστόσο, μόνο η τελευταία εξ αυτών έλαβε οριακή ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, δίχως όμως ευρύτερη λαϊκή αποδοχή.

Αλλά και η “τεχνητή” κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, που τη διαδέχτηκε, γρήγορα κατέρρευσε μετά από διαφωνία των κομμάτων που τη στήριζαν, για να ακολουθήσει βραχύβια μονοκομματική κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Π. Κανελλόπουλο.

Η θητεία της, όμως, διακόπηκε βίαια από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ενώ είχε προηγηθεί η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών για την 28η Μαΐου 1967, οι οποίες όμως ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν, μιας και είχε επιβληθεί εντωμεταξύ η δικτατορία των συνταγματαρχών.

  1. Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή (24/07/1974-09/10/1974)

Η κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο τον Ιούλιο 1974 είχε ως συνέπεια την παράδοση της κυβερνητικής εξουσίας στον πρώην πρωθυπουργό (1955-1963) Κωνσταντίνο Καραμανλή, που βρισκόταν από δεκαετίας στο εξωτερικό. Αυτός, αναλαμβάνοντας άμεσα την πρωθυπουργία, συνέθεσε μια κυβέρνηση “εθνικής ενότητας” από στελέχη της προδικτατορικής ΕΡΕ και της Ενώσεως Κέντρου, με τη συμμετοχή και ορισμένων προσωπικοτήτων από την Κεντροαριστερά.

Αυτή η κυβέρνηση, υπό τη στιβαρή ηγεσία του Καραμανλή, πραγματοποίησε κατά τρόπο ομαλό την ταχεία και ασφαλή μετάβαση από το αυταρχικό καθεστώς στη δημοκρατία με τη λήψη μέτρων σταθεροποίησης και εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος, που εξέφραζαν το κοινό αίσθημα και τύγχαναν γενικότερης αποδοχής. Δεδομένου, όμως, ότι ήταν αναγκαία η διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών (οι πρώτες μετά από μια δεκαετία περίπου για την ευρύτερη στερέωση και πολιτική νομιμοποίηση των διαδικασιών), ο βίος της κυβερνήσεως τερματίστηκε.

Πράγματι, μετά από 70 περίπου ημέρες απρόσκοπτης και αποτελεσματικής λειτουργίας, η κυβέρνηση αντικαταστάθηκε στις αρχές Οκτωβρίου 1974 από μια ιδιότυπη υπηρεσιακή κυβέρνηση, από την οποία απομακρύνθηκαν τα πολιτικά στελέχη που επρόκειτο να πολιτευτούν και στη θέση τους τοποθετήθηκαν υπηρεσιακοί υπουργοί. Στη συνέχεια διενεργήθηκαν οι πρώτες εκλογές στη Μεταπολίτευση (17/11/1974), όπου έλαβαν μέρος όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί, περιλαμβανομένου του ΚΚΕ για πρώτη φορά από 30ετίας περίπου. Πρώτο κόμμα αναδείχτηκε με συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία η Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή, που ανέλαβε έκτοτε τη μονοκομματική διακυβέρνηση της χώρας έως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, οπότε στην κυβερνητική εξουσία ανήλθε το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου.

* Ο Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Πρώτη δημοσίευση liberal.gr.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News