Όνειρο ήταν και έσβησε, εκείνη την αποφράδα νύχτα του Μαρτίου στα Τέμπη.
*Γράφει ο Δημήτρης Τυραϊδής.
Χρόνια και χρόνια το “σμίλευε” στο μυαλό του, από τότε που πρωτοδρασκέλισε το κατώφλι του δημοτικού σχολείου σε μια μικρή κωμόπολη που ζούσε με την οικογένειά του. Μαζί με το όνειρό του έσβησε και το παιδί και δεν πρόλαβε να σηκώσει ψηλά το ντελικάτο χέρι του και να δώσει τον όρκο, ότι ευσυνείδητα για την υπόλοιπη ζωή του θα τηρεί τους νόμους του κράτους ως επιστήμονας πλέον. Του έκοψε το νήμα της ζωής του ο αγλύκαντος και άψυχο κι ανάλαφρο όπως ήταν τ’ ανέβασε πάνω στο φτερωτό μαύρο άτι του και τ’ απόθεσε, ποιος ξέρει που…
Ίσως να υπάρχει ο παράδεισος γεμάτος με αγγελούδια και έγινε κι εκείνο ένας ακόμα λευκοφτέρωτος άγγελος, κρατώντας αγκαλιά το πολυπόθητο όνειρό του. Ήθελε, έλεγε και έλαμπε από χαρά το πρόσωπό του σαν το ολόγιομο φεγγάρι, ενώ η καρδούλα στα στήθια του άλλαζε ρυθμό από τη χαρά του, ήθελε να γίνει γεωπόνος, του άρεσε πολύ αυτό το λειτούργημα, έλεγε. Μπορεί όμως ο Μεγαλοδύναμος - ποιος ξέρει - να πραγματοποιήσει την επιθυμία του και να το διορίσει ως γεωπόνο στα περιβόλια του παραδείσου, φροντίζοντας τα μυριάδες δέντρα και τα λογής-λογής λουλούδια, που έτσι τον θέλει, πλουμιστό, η φαντασία του ανθρώπου.
Αλίμονο, πετώντας για το άγνωστο σύμπαν, ο τελευταίος στεναγμός του πριν αποχωριστεί τη Γη έμελλε να ανοίξει βαθιά πληγή στα σπλάχνα των δικών του ανθρώπων, που όσο ζουν δε θα κλείσει ποτέ και παντοτινά θα “αιμορραγεί”. Μπορεί όμως να έγινε κάποιο αστέρι στον απέραντο ουρανό και καρτερεί τους δικούς του συγγενείς, που άφησε πίσω του να ανταμώσουν κάποια μέρα, γιατί ό,τι γεννιέται πάνω στη Γη μια μέρα πεθαίνει, και να αρχίσουν μια καινούργια ζωή, που έτσι το θέλουν να γίνεται οι ποιητές. Μπορεί, ποιος ξέρει, να έσμιξε με άλλα παιδιά μεταμορφωμένα σε αγγελούδια κι εκείνα, από άλλες χώρες, που είχαν την ίδια τύχη όμως τα όνειρά τους. Ίσως εκείνα τα παιδιά να έσβησαν ή καλύτερα να τα κατάπιε η απύθμενη θάλασσα και δεν πρόκειται ποτέ να δουν τον ήλιο της ημέρας. Εκείνων των παιδιών τα όνειρα, που τα στοίβαξε κάποιος άπληστος κι ανάλγητος δουλέμπορος σε κάποιο σαπιοκάραβο και τα πήγαν τ’ άγρια κύματα τροφή στην αχόρταγη χαϊδεμένη του Ποσειδώνα. Μπορεί να συνάχθηκαν όλα μαζί τα αδικοχαμένα παιδιά του κόσμου και να έχουν φτιάξει έναν άλλο κόσμο δικό τους, όπως τον ονειρεύονταν όταν ήταν στη Γη, χωρίς κακίες, μίση και οργή, εγωισμό και εκδίκηση και να ζουν μια δεύτερη ζωή χωρίς πολέμους κι αλληλοσπαραγμούς. Μπορεί εκεί στον δικό τους κόσμο να βρήκαν τη θαλπωρή των γονιών, που εδώ στη Γη δεν την ένιωσαν ποτέ… ίσως!
Ποιος όμως φταίει που άνοιξαν οι αμπάρες του μονοπατιού που δεν έχει γυρισμό; Ποια χέρια τα έσπρωξε να το βαδίσουν και να μη γυρίσουν ποτέ πίσω; «Θ’ αργήσω μάνα, μην ανησυχείς», είπε στην τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία το παλικάρι και τελικά δε γύρισε ποτέ. Μια άλλη μάνα, όταν της πήγανε νεκρό το παιδί της, στο μοιρολόι της, μεταξύ των άλλων, είπε: «Ζήλεψε παλικάρι μου τα μάτια σου η χαρόντισσα και φρόντισε να σου τα σφαλίσει για πάντα».
Ποια λόγια θα ήταν εκείνα που λέγοντάς τα θα ήταν δυνατόν να απαλύνουν την αβάσταχτη σε πόνο “μαχαιριά” που δέχτηκαν από του χάρου το σπαθί; Δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι τίποτα δε θα απαλύνει τον πόνο για τον χαμό των αγαπημένων τους ανθρώπων, όποια παρήγορα λόγια κι αν τους πούμε.
Στο εξώφυλλο ενός βιβλίου μου έχω γράψει - και δεν υπερηφανεύομαι γι’ αυτό - τα πιο κάτω λόγια:
«Της χαροκαμένης μάνας τα δάκρυα
δε θα γλυκάνουν ποτέ.
Όσο ζει θα τρέχουν πικρά.
Μοιάζουν με το νερό της θάλασσας,
που όσο γλυκό νερό κι αν της ρίξουμε
εκείνη θα παραμένει αλμυρή».
Τέλος, ό,τι και να γράψουμε, όσα λόγια κι αν πούμε, τα παιδιά φεύγουν από τη ζωή είτε γιατί εμείς δεν κάνουμε καλά τη δουλειά μας, είτε γιατί τους αφαιρούμε τη ζωή με διάφορους τρόπους για να ικανοποιήσουμε τα αρρωστημένα πάθη μας και τα λοιπά “θέλω” μας. Ας καταβάλλουμε λοιπόν όλοι μαζί προσπάθεια και ο καθένας από το δικό του μετερίζι, ώστε να μη θρηνήσουμε άλλα θύματα. Αυτό μπορούμε να το πετύχουμε και όχι να ρίχνουμε ο ένας στον άλλο τις ευθύνες μας. Δεν έχουμε το δικαίωμα ως πολιτισμένος λαός να αφήσουμε τα γεγονότα να εκτυλίσσονται ως έχουν. Επιβάλλεται να “σκύψουμε” με σοβαρότητα πάνω από τα προβλήματα που μας ταλανίζουν, βρίσκοντας την καλύτερη λύση τους, αφήνοντας τον εγωισμό μας μακριά τους.
*Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας-ποιητής μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων.