Με τον όρο Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία (εν συντομία ΚΓ) εννοούμε την νέα πολιτική επιστήμη που θεμελίωσε ο τ. Πρύτανης Παντείου, ομ. Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης, καθώς στη μακρά ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του διέγνωσε το γνωσιολογικό (ήτοι γνωστικό και μεθοδολογικό) έλλειμμα της νεοτερικής επιστήμης και την εντεύθεν αδυναμία της να εξεύρει λύσεις στα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα του 21ου αιώνα.
*Της Ευαγγελίας Κοζυράκη
Ο Κοντογιώργης στο εξάτομο έργο ζωής υπό το γενικό τίτλο το Ελληνικό Κοσμοσύστημα, εξηγεί διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους η νεοτερικότητα αναπαράγει τα τελευταία 30-40 χρόνια τις ιδεολογικές αγκιλώσεις του παρελθόντος, εγκιβωτίζοντας τις δυτικές κοινωνίες σε ρόλο ιδιώτη, ενόσω η τεχνολογία και η οικονομία έχουν διακτινωθεί οριζοντίως του πλανήτη. Διαπιστώνει επίσης ότι το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ολοένα βαθαίνει καθώς η πολιτική τάξη έχει ιδιοποιηθεί το κράτος και λαφυραγωγήσει τις δημόσιες λειτουργίες του.
Η φιλοσοφική σκέψη του εμπνευστή της ΚΓ, εδράζεται σε τρεις άξονες που αποτελούν τις γνωσιολογικές σταθερές για την εκ βάθρων ανασυγκρότηση των κοινωνικοπολιτικών επιστημών, και είναι οι εξής: α. Η κατηγοριοποίηση των πολιτευμάτων και η αντίστοιχη τυπολογία των πολιτειών, με γνώμονα το ποιός ιδιοκατέχει το πολιτικό σύστημα, ο ένας στη μοναρχία -κληρονομική της μεσαιωνικής Εσπερίας ή αιρετή της νεοτερικής Δύσης-, οι ολίγοι ή οι πολλοί στη “Μη άρχεσθαι υπό μηδενός” μέση Δημοκρατία του Αριστοτέλη, β. Η αποκατάσταση του αληθούς νοήματος των εννοιών, μοναρχία, αντιπροσώπευση, δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα, δικαιώματα κοκ, τις οποίες έχει σκοπίμως στρεβλώσει η νεοτερικότητα για να ανταποκριθεί στις κοινωνικοπολιτικές ανάγκες των εξερχομένων από τη φεουδαλική απολυταρχία, δουλοπαροίκων του 18ου μΧ αιώνα, γ. Η μεθοδολογική προσέγγιση των πολιτικών φαινομένων με όρους εξελικτικής βιολογίας του κοινωνικού ανθρώπου, κατ' αντιδιαστολή προς τη στατική πρόσληψή τους από την ενιαία νεοτερική σκέψη.
Τούτων δοθέντων, ο Κοντογιώργης διακρίνει δύο μείζονες κατηγορίες οργάνωσης των ανθρωπίνων κοινωνιών, το Δεσποτικό Κοσμοσύστημα που διατρέχει όλα τα μήκη και πλάτη της γης από την εμφάνιση του κοινωνικού ανθρώπου μέχρι ευρέως τον 20ο μΧ αιώνα, και στον αντίποδα αυτού, το Ανθρωποκεντρικό Κοσμοσύστημα που χαρακτηρίζει την κοινωνικοπολιτική συγκρότηση του ελληνικού κόσμου, από τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους, την κλασσική αρχαιότητα, την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, έως την υπερχιλιετή βυζαντινή οικουμένη και την τουρκοκρατία. Διακριτή σταθερά του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού καθόλο το μακρύ και πολυκύμαντο ιστορικό βίο του, αποτέλεσε η Ελευθερία των πόλεων/κρατών/κοινών. Στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα έχει εισέλθει ο νεότερος κόσμος σχετικά πρόσφατα, μόλις από τον 19ο μΧ αιώνα, βιώνοντας ωστόσο μέχρι σήμερα την πρώιμη φάση του με επίκεντρο την ατομική ελευθερία. Αυτή έχει αναχθεί από τη νεοτερική σκέψη ως υπέρτερη της καθολικής ελευθερίας, που συμπεριλαμβάνει κοινωνική και πολιτική ελευθερία. Οι τελευταίες αυτές παραμένουν εντελώς άγνωστες έννοιες για τη νεοτερική επιστήμη, η οποία τις έχει αντικαταστήσει με τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Κοντογιώργης. Εκεί όμως που γεννάται το δικαίωμα, πεθαίνει η αντίστοιχη ελευθερία.
Εξάλλου ο ίδιος επισημαίνει ότι, όπως σε όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία έτσι και στον Θουκυδίδη, συναντάμε εδραία την αντίληψη πως η ελευθερία των Ελλήνων, δηλαδή η εθνική ελευθερία, διέρχεται μέσα από την ελευθερία των πόλεων, την πολεοτική ελευθερία. Και ναι μεν, σε μια πρώτη ανάγνωση της θουκυδίδειας ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αφορά στην αντιμαχία της ολιγαρχικής Σπάρτης με τη δημοκρατική Αθήνα, με προσεκτικότερη όμως μελέτη υπό την πνευματική καθοδήγηση του Κοντογιώργη, διαπιστώνουμε την υποβόσκουσα σύγκρουση της ατομικότητας με τη συλλογικότητα, τη βούληση ηγεμονίας με την αντίπαλη βούληση ελευθερίας, στη βάση του ξυμφέροντος.
Ο Αλιμούσιος ιστορικός δεν προβαίνει σε αξιολογική αποτίμηση μεταξύ ολιγαρχικής πολιτείας της Σπάρτης και δημοκρατικής πολιτείας της Αθήνας, καθώς και οι δύο αντίπαλες πόλεις επιδεικνύουν στις διακρατικές σχέσεις τους την ίδια ροπή για μεγιστοποίηση της ηγεμονικής ισχύος τους, ανεξαρτήτως της εσωτερικής πολιτειακής τους οργάνωσης. 'Οποια κι αν είναι η φύση της πολιτείας, στις διακρατικές σχέσεις επικρατεί η ίδια αντίληψη της πολιτικής ως δύναμης. Δέον ωστόσο να διευκρινιστεί πως η αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου & 4ου πΧ αιώνα, δεν ενδιαφέρθηκε να εφαρμόσει τη δημοκρατική αρχή επί του οικονομικού συστήματος, το οποίο παρέμεινε ολιγαρχικό. Ωστόσο η τότε ολιγαρχική οικονομία αφορούσε στο εύρος του τιμοκρατικού συστήματος, δηλαδή στο ποιοί έφεραν την ιδιότητα του πολίτη, στο εύρος της πολιτειότητας, και όχι στο είδος της πολιτείας, υπογραμμίζει ο Κοντογιώργης. Ο ίδιος επισημαίνει ότι ο Θουκυδίδης είναι ο ιστορικός του τέλους της κρατοκεντρικής φάσης του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, που βιώνει τα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα της μετάβασης στην επόμενη, μετα-κρατοκεντρική φάση του. Την σκυτάλη της μετάβασης αυτής κατείχε επάξια η αθηναϊκή Ηγεμονία μέχρι τις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, πλην όμως απέτυχε να μεταλαμπαδεύσει το δημοκρατικό της πρόταγμα και ουσιαστικά μετά την ήττα που υπέστη στη Σικελία, παρέδωσε τη σκυτάλη της μετάβασης στη μακεδονική Ηγεμονία. Στο Συνέδριο της Κορίνθου, ήταν ο Φίλιππος που ανέλαβε να ενώσει τον ελληνικό κόσμο για να εμπραγματώσει την επέκτασή του στον τότε αφροασιατικό κόσμο της δεσποτείας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα την εκτατική λειτουργία του ελληνικού κόσμου με όπλο την ανθρωποκεντρική μεταστέγαση των δεσποτικών κοινωνιών έμελλε να πραγματοποιήσει ο Παμβασιλέας Αλέξανδρος.
Εντός του κρατοκεντρισμού λοιπόν είτε πρόκειται για τη μικρή κλίμακα των πόλεων/κρατών της αρχαιότητας, είτε για τη μεγάλη κλίμακα των εθνικών κρατών της νεοτερικότητας, το πρώτο και τελευταίο κινούν των διεθνών σχέσεων είναι το συμφέρον του ισχυρού ηγεμόνα, το οποίο αντιμάχεται την ελευθερία του αδύναμου ηγεμονευόμενου. Υπάρχουν βεβαίως στην Ιστορία του Θουκυδίδη και κάποιες δημηγορίες (οι αντικείμενοι δηλαδή λόγοι που εκφωνούνταν στην Αγορά παρουσία του Δήμου των πολιτών, κατόπιν της γνωστής προσκλήσεως Τις αγορεύειν βούλεται;) πχ. των Κερκυραίων, των Πλαταιέων, όπου ιεραρχείται πρώτος ο φόβος του εχθρού ή η δόξα στο πεδίο της μάχης, η λεγόμενη υστεροφημία, ωστόσο τελικά ως μέτρο για τη χάραξη και υλοποίηση της εξωτερικής πολιτικής αναδεικνύεται το συμφέρον της ηγεμονεύουσας πόλης. Με αυτό ταυτίστηκε προϊόντος του χρόνου, το συμφέρον της εκάστοτε κρατούσας στο εσωτερικό της πόλεως, ολιγαρχικής ή δημοκρατικής παράταξης. Μπροστά στο συμφέρον του ισχυρού υποχωρούν οι έννοιες του δίκαιου ή άδικου πολέμου, της ιδιοτέλειας ή ανιδιοτέλειας, της πλεονεξίας κοκ, και συν τω χρόνω εξοβελίζονται από τις ηγεμονικές επιδιώξεις του στη διεθνή σκηνή. Το διακύβευμα για τον λιγότερο ισχυρό ή παντελώς ανίσχυρο παραμένει η εξεύρεση κοινού σημείου σύγκλισης του δικού του συμφέροντος, που είναι η διατήρηση της αυτονομίας του, με αυτό του ισχυρού που είναι η αύξηση της δύναμής του. Σε περίπτωση που δεν βρεθεί τέτοιο σημείο σύγκλισης ή ελάχιστης εξισορρόπησης των αντικρουόμενων συμφερόντων, τότε αναπόφευκτα δεν απομένει άλλη επιλογή στον αδύναμο, από την πλήρη υποταγή και την απώλεια της ελευθερίας του.
Στο άνω διατακτικό εγγράφονται οι εκάστοτε ενδοπολεοτικές αντιπαραθέσεις των φρατριακών συνασπισμών και η πολεμική που αναπτύσσεται μεταξύ της ολιγαρχικής τάξης και του δήμου των πολιτών, και που συχνά πυκνά αποτέλεσαν την κερκόπορτα για να αλώσουν οι ξένοι κατακτητές τις ελληνικές πόλεις και να διαιτητεύσουν επί του ελληνικού κόσμου.
Η θουκυδίδεια προβληματική της πολιτικής ως δύναμης στο διακρατικό/διεθνές επίπεδο, ανεξαρτήτως του βαθμού της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης στο εσωτερικό/ενδοπολεοτικό πεδίο -με αποκορύφωμα την ενσάρκωση της πολιτικής ως ελευθερίας στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου πΧ αιώνα- που κατέστησε δηωτική για τις εμπλεκόμενες πόλεις, την πολεμική αντιπαράθεση Αθήνας – Σπάρτης, καταδεικνύει το τραγικό αδιέξοδο που βίωνε ο ελληνικός κόσμος προς το τέλος της κρατοκεντρικής φάσης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Αδιέξοδο το οποίο αργότερα θεραπεύτηκε, όπως διαγιγνώσκει ο Κοντογιώργης, με τη μετάβαση στην οικουμενική συγκρότηση του ελληνικού κόσμου, διαμέσου της συνέργειας των πόλεων και της εταιρικής οικονομίας, με πρόσημο την εναρμονιστική λειτουργία του κράτους της Κοσμόπολης. Ο Θουκυδίδης εν αγνοία του γίνεται προάγγελος αυτής της κοσμοϊστορικής μετάβασης, γι αυτό και το έργο του αποκτά διαχρονική
και διαπλανητική αξία, στο βαθμό που προδικάζει το τέλος του πρώιμου κρατοκεντρισμού που διάγουν τα εθνοκράτη της νεοτερικότητας, ενόψει της αδήριτης ανάγκης των κοινωνιών για επαναχάραξη της πολιτικής με όρους ελευθερίας και δημοκρατίας.
Αντί επιλόγου, θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε πως η ακαδημαϊκή αυθεντία του θεμελιωτή της ΚΓ, Γιώργου Κοντογιώργη, δεν καταλείπει την παραμικρή αμφιβολία στον αναγνώστη του έργου του με τίτλο Η Δημοκρατία και ο Πόλεμος στον Θουκυδίδη (Εκδόσεις Ποιότητα), για τη φύση της εξωτερικής πολιτικής των κρατικών δρώντων και δη των προσδιοριζομένων στη διεθνή σκηνή ως μεγάλων δυνάμεων, που είναι απαρεγκλίτως τυραννική, καθώς υπαγορεύεται με όρους ισχύος και επιβολής της βούλησης του ηγεμόνα επί του ηγεμονευόμενου. Η δε διαχρονικότητα και καθολικότητα της θουκυδίδειας Ιστορίας, έγκειται στην άντληση παραδειγμάτων για την απαγκίστρωσή μας από τις ιδεολογικές στρεβλώσεις της ενιαίας νεοτερικής σκέψης, για την έξοδο των κοινωνιών από την ιδιωτεία και εντέλει για την ανάληψη της πολιτείας από τον Δήμο των Πολιτών, ο οποίος θα αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα του πολέμου και της ειρήνης, με γνώμονα το δικό του συμφέρον, και όχι του ηγεμόνα.
*Η Ευαγγελία Κοζυράκη είναι Δικηγόρος Αθηνών, ειδική επιστήμονας ΣτΚ, τ. νομικής συμβούλου ΥΕΘΑ.
Σχόλια