Οι γειτονιές μας κι η γενιά μας

Κρήτη
Οι γειτονιές μας κι η γενιά μας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στην μνήμη του Μανώλη Μπεζιρτζόγλου

Μαθαίνεις να ζεις με ένα μαύρο ποτάμι να τρέχει δίπλα σου. Γκρίζαρε νωρίς το πράγμα για τη γενιά σου.

Χάσαμε νωρίς τους πρώτους φίλους, φάγαμε νωρίς τις πρώτες ήττες.

 Τροχαία, ναρκωτικά, αυτοκτονίες. Χιπ χοπ, μπάλα, τσιγάρα. Δουλειά για το νοίκι, καφενείο από τα 30 και σχέσεις που κρατάνε βδομάδες. Δεν σε νοιάζει που είσαι νέος.

Οι περισσότεροι ονειρευόμασταν αλλιώς τις ζωές μας.

Παλεύουμε, να ξεκολλήσουμε από το πατρικό μας, να υπερασπιστούμε πέντε πράγματα για να μην πάμε να φουντάρουμε.

Οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος. Θυμάσαι τον παππού σου να σου λέει για εποχές πιο δύσκολες. «Δεν μασάμε από επιλογή», συνεχίζεις, δεν θα παραπονιέμαι λες, θα το πάμε όπου πάει.

Δουλεύεις. Πέφτει σύρμα στο γραφείο. «Νεκρός μοτοσικλετιστής στην παραλιακή, νέος».

Περνάνε από το μυαλό σου δεκαπέντε πρόσωπα, εύχεσαι να μην είναι από τους δικούς σου. «Μπεζιρτζόγλου» λέει μια συνάδελφος. Μαρμαρώνεις. Λες πως παράκουσες.

Δεν φορούσε κράνος αναφέρουν οι πρώτες πληροφορίες. Ανακουφίζεσαι, ο Μανώλης ξέρεις ότι είναι προκομμένος, σίγουρα θα φορούσε κράνος. Κάνεις λάθος, κι εσύ κι αυτός.

«Θα ‘ναι κάνας άλλος» λες, δεν πείθεσαι εύκολα. Παίρνεις τηλέφωνα τις πηγές σου, ξεχνάς κάθε δημοσιογραφικό κώδικα. «Είναι ένα ψηλό παλικάρι;», ρωτάς.

Αυτός είναι.

-«Τον ήξερες;» ρωτάνε οι συνάδελφοι.

-«Ναι, είμαστε φίλοι από παλιά.»

Ψάχνεις τσιγάρο, μιλάς στον Αγγελίνο. Σου λένε να φύγεις να πας σπίτι να ηρεμήσεις. Είσαι σε άρνηση. «Δεν θα ‘ναι ρε ο Μανώλης». Είναι.

Καπνίζεις, χρησιμοποιείς ενεστώτα όταν μιλάς για αυτόν, σου ξεφεύγουν παρελθοντικοί χρόνοι ανάμεσα στις τζούρες. Μνημονεύεις αυτούς που ήδη φύγανε. Τον Αντρέα, τον Βαγγέλη, τον Στέλιο, τον Άγγελο, τον Παναγιώτη, τον Γολγοθά που ανεβαίνει ο Νικόλας.

Θυμάσαι ότι είσαι στην δουλειά, προσπαθείς να ξαναπιάσεις την ροή των ειδήσεων. Επιβεβαιώνεται και από συνάδελφο ότι είναι ο Μανώλης.

Τα τηλέφωνα βαράνε, κόσμος στην άλλη άκρη της γραμμής χάνει τα λόγια του. Μέχρι να πάρεις τα χαμπάρια σου είσαι στην κηδεία. Λευκό φέρετρο, από αυτά που ξανάδες. Βλέπεις φίλους από τα παλιά, χαμογελάς σαν χαζός όταν τους βλέπεις, κι αυτοί το ίδιο. Είμαστε σε κηδεία, περιορίζουμε τις διαχύσεις. Δεν πιστεύουμε τον λόγο που συναντηθήκαμε, ο Μανώλης ήτανε μετρημένος, δεν μπορεί να την πάτησε έτσι. Στην εκκλησία δεν μπαίνεις πια, ακόμα καίει το στόμα σου από τότε που νεκροφίλησες τον Βαγγέλη, κι ας περάσανε χρόνια. Μένεις έξω.

Φεύγει το φέρετρο για το νεκροταφείο, είσαι στο προαύλιο του ναού. Μιλάς με ένα από τους δικούς σου, από την παλιά φρουρά, τον ξέρατε και οι δύο. Αγκαλιάζεστε και γυρνάτε στα σπίτια σας λιγότεροι.

«Ας είναι ο τελευταίος», εύχεσαι και ξέρεις πως δεν θα είναι.

Καλοστραθιά σου Μανώλη. 

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News