Η «ψυχογεωπολιτική του βάθους» και ο νέος ανορθολογικός Ψυχρός Πόλεμος

Απόψεις
Η «ψυχογεωπολιτική του βάθους» και ο νέος ανορθολογικός Ψυχρός Πόλεμος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα αντιμετωπίζονται με «υπερβάλλουσα» εχθρότητα από πλευράς της Δύσης, ενώ κάτι τέτοιο ουδόλως δικαιολογείται με γνώμονα την απειλή από πλευράς των δύο χωρών προς τη Δύση

*Του Κωνσταντίνου Γρίβα

Όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, έχουμε εισέλθει σε μια νέα περίοδο, στην οποία κυριαρχεί η πολιτική της «διπλής ανάσχεσης» (double containment) τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας, από πλευράς της ευρωατλαντικής Δύσης.

Στην πραγματικότητα είναι ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος της Δύσης εναντίον τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας. Αυτή, όμως, είναι μια άκρως αντιπαραγωγική λογική, μιας και ωθεί τις δύο μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις τη μία στην αγκαλιά της άλλης.

Αν συμβεί αυτό, θα δημιουργηθεί το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού μεγέθους, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη υπερ-υπερδύναμη (hyper power) στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεδομένου ότι τα μεγέθη αυτού του συμπλόκου είναι απλά τεράστια, από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς. Το ερώτημα γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, δεδομένου ότι η Ρωσία με την Κίνα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά, μετετράπησαν σε θανάσιμους γεωπολιτικούς αντιπάλους. Η μαοϊκή Κίνα προσέγγισε, μάλιστα, στρατηγικά τις ΗΠΑ, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τη σοβιετική απειλή. Δεν πρόκειται λοιπόν για «φυσικούς» συμμάχους και η καχυποψία μεταξύ τους είναι δεδομένη. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που ώθησε τη Δύση στο να στραφεί εναντίον και των δύο, αντί να επιλέξει μια πολιτική «διαίρει και βασίλευε», που είναι και το θεμέλιο της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σοφίας;

Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος

Μια αρχική απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι αυτή ήταν μια αναγκαστική επιλογή για τη Δύση, γιατί και οι δύο αυτές χώρες είναι ακραία εχθρικές και επιθετικές, με αποτέλεσμα να μην αφήνεται κάποια άλλη επιλογή πέραν από την αντιπαλότητα. Όμως, κάτι τέτοιο δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία αυτό που κυρίως επιδιώκουν είναι να δημιουργήσουν μια ζώνη ασφαλείας στο εγγύς εξωτερικό τους, κάτι που ουδόλως απειλεί τα στρατηγικά συμφέροντα των δυτικών χωρών.

Συγκεκριμένα, η Κίνα προσπαθεί, με μια παρανοϊκή ανάγνωση του Δικαίου της Θάλασσας, να μετατρέψει τη Νότια Σινική Θάλασσα σε κινεζικό «γαλάζιο έδαφος», έτσι ώστε να δημιουργήσει μια θαλάσσια προέκταση που θα λειτουργεί ως γεωπολιτική ασπίδα. Αυτή ναι μεν είναι μια επιθετική ενέργεια έναντι των χωρών της περιοχής, πλην όμως εκφράζει μια αμυντική λογική στο ευρύτερο διεθνές επίπεδο.

Γενικότερα, η Κίνα ούτε μπορεί ούτε θέλει να διεκδικήσει τη θέση που (υποτίθεται) ότι κατείχαν μέχρι τώρα οι ΗΠΑ ως ηγέτιδα δύναμη του πλανήτη, ενώ οι «αποικιοκρατικές» της διεισδύσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής δεν απειλούν τα ζωτικά συμφέροντα της Δύσης. Είναι δε εξόχως τρωτές σε δυτικά αντίμετρα, αν έτσι κριθεί σκόπιμο. Επιπροσθέτως, η σημερινή Κίνα, σε αντίθεση με αυτήν της μαοϊκής εποχής, είναι πολύ πιο τρωτή, ακριβώς γιατί εξαρτάται από το εξωτερικό για εισροές πρώτων υλών, ενέργειας, τροφίμων και στο μέλλον πιθανώς και πόσιμου νερού, όπως επίσης και για τις εξαγωγές των προϊόντων της.

Τις διαδρομές που ενώνουν την Κίνα με τον έξω κόσμο συνεχίζουν να ελέγχουν κατά κύριο λόγο η Δύση και οι σύμμαχοί της. Από πλευράς της, η Ρωσία έχει εκπέσει αμετάκλητα από τη θέση της υπερδύναμης που κατείχε ως Σοβιετική Ένωση. Αντιμετωπίζει σήμερα πολλά προβλήματα και κυρίως δε δείχνει διάθεση να απειλήσει κάποιο δυτικό κράτος. Όσο δε για την Ουκρανία, αυτό που επεδίωκε ήταν η «φιλανδοποίησή» της.

Δηλαδή, να λειτουργεί ως μια ουδέτερη ζώνη, ως χώρα «αποσβεστήρας κραδασμών» (buffer state), μεταξύ αυτής και του ΝΑΤΟ. Μετά δε τα γεγονότα του 2014 και την απόσχιση των ρωσόφωνων ανατολικών επαρχιών, αναπόφευκτα στηρίζει τις περιοχές αυτές σε τυχόν ουκρανική αντεπίθεση. Όπως και να έχει, αυτό είναι ένα πρόβλημα μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας και σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε να απασχολεί τη δυτική γεωστρατηγική. Όμως αυτό δε συμβαίνει.

Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα αντιμετωπίζονται με «υπερβάλλουσα» εχθρότητα από πλευράς της Δύσης, ενώ κάτι τέτοιο ουδόλως δικαιολογείται με γνώμονα την απειλή από πλευράς των δύο χωρών προς τη Δύση. Κι αυτό τη στιγμή που, ενώ τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία ξεχωριστά δεν μπορούν να απειλήσουν τη δυτική ηγεμονία, εντούτοις και οι δύο μαζί συνθέτουν ένα σχήμα με τεράστιο γεωπολιτικό δυναμικό, που ξεπερνά κατά πολύ το απλό άθροισμα των μεγεθών τους και μετατρέπεται στον κατεξοχήν υποψήφιο παγκόσμια ηγεμόνα και στρατηγική απειλή για τη Δύση. Και το ερώτημα είναι γιατί η Δύση επιμένει σε αυτή τη φαινομενικά παράλογη πολιτική.

Η ρίζα της δυτικής στρατηγικής

Πιθανώς, λοιπόν, για να εντοπίσουμε τα αίτια αυτής της αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς της Δύσης θα πρέπει να κατέβουμε κάτω από το επίπεδο της ανάγνωσης της «ρεαλιστικής» Σχολής των διεθνών σχέσεων, που αναζητεί σχέσεις βασισμένες σε μετρήσιμα γεωπολιτικά συμφέροντα και σε λογική ισορροπίας ισχύος. Άποψη του γράφοντος είναι ότι η σημερινή συμπεριφορά της Δύσης οφείλεται εν πολλοίς σε μια υπαρξιακή κρίση που εντοπίζεται στον ίδιο τον πολιτισμικό της πυρήνα.

Η Δύση υποφέρει από μια βαθιά κρίση ταυτότητας και αυτό εκδηλώνεται σε φαινομενικά παράλογες γεωπολιτικές συμπεριφορές. Αν θα θέλαμε να το πούμε με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια, θα λέγαμε ότι η Δύση σήμερα βρίσκεται σε έναν ιδιότυπο «πόλεμο πολιτισμών» με τον ίδιο της τον εαυτό. Ένα βαθύ ενοχικό στοιχείο, που έτσι κι αλλιώς είναι ενδημικό στον δυτικό πολιτισμό, σήμερα έχει φτάσει σε ακραία επίπεδα και οδηγεί σε αναγνώσεις αυτοάρνησης μεγάλα κομμάτια των δυτικών κοινωνιών.

Η επίθεση στους αρχαίους Έλληνες κλασικούς σαν «ρατσιστές» που βλέπουμε στις ΗΠΑ ή η συλλήβδην καταγγελία του δυτικού πολιτισμού σαν «σεξιστικού», «πατριαρχικού», «ρατσιστικού» κ.λπ. είναι εκφάνσεις αυτού του φαινομένου. Όπως εκφάνσεις του είναι η άρνηση της έννοιας του έθνους, του λαού και του φύλου, που θεωρούνται αυθαίρετες «φαντασιακές» κατασκευές από το μεγαλύτερο κομμάτι του δυτικού ακαδημαϊκού κατεστημένου.

Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται η παροξυσμική αυτοενοχικότητα για την “καταστροφή του περιβάλλοντος” και την “καταπίεση των ζώων”, που φτάνει σε ακραία σημεία με τις θεωρίες περί εθελούσιας αυτοεξάλειψης του ανθρώπινου είδους. Μία τέτοια πρεσβεύει η καθηγήτρια του Κέιμπριτζ, Patricia MacCormack, στο περιβόητο “Ahuman Manifesto” της. Έχουμε δηλαδή μια άρνηση ταυτότητας από πλευράς του δυτικού πολιτισμού. Όμως, δεν μπορείς να ζεις μισώντας τον ίδιο σου τον εαυτό.

Ψυχογεωπολιτική του βάθους

Έτσι λοιπόν, αν δεν μπορείς να ορίσεις θετικά τον εαυτό σου, θα το κάνεις αρνητικά. Κι αυτό το επιτυγχάνεις δημιουργώντας ένα σκοτεινό είδωλο, έναν αρνητικό “σημαίνοντα Άλλον” (significant Other), στην αντίθεση, έναντι του οποίου θα ορίσεις τον εαυτό σου. Χρειάζεσαι, λοιπόν, έναν φαντασιακό δαίμονα, στον οποίο θα μεταβιβάσεις τις αρνητικές απόψεις που έχεις για τον εαυτό σου, ώστε να απαλλαγείς από αυτές και να μπορέσεις να ορίσεις θετικά τον εαυτό σου ως αντίπαλο και αντίθετο μέγεθος αυτού του δαίμονα.

Και αυτό πράττει ακριβώς η Δύση σήμερα. Δαιμονοποιεί τη Ρωσία και την Κίνα για να μπορέσει να μεταβιβάσει σε αυτές τις αρνητικές απόψεις που έχει για τον ίδιο της τον εαυτό και να αυτοοριστεί σαν «καλή» έναντι αυτών των «κακών». Και ο δαιμονοποιημένος «σκοτεινός Άλλος» δεν αρκεί να είναι επαρκώς κακός. Πρέπει να είναι και επαρκώς ισχυρός. Και μόνον το σχήμα Ρωσίας-Κίνας προσφέρει τα απαιτούμενα μεγέθη ισχύος που απαιτούνται.

Από μόνη της η Ρωσία δεν είναι αρκετά ισχυρή για να παίξει αυτόν τον ρόλο, ενώ αποτελεί κομμάτι της Ευρώπης και του ευρωπαϊκού πολιτισμού και συνακόλουθα δεν επιτυγχάνει τον επαρκή βαθμό ξενικότητας που απαιτείται. Σε σύνθεση, όμως, με την Κίνα τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται υπερβολικά έως απολύτως λανθασμένα σε πολλούς.

Όμως, γενικότερα η τάση να ορίζουμε τη συμπεριφορά των χωρών με βάση το μοντέλο του «ορθολογικού δρώντος» (ratio actor model) θεωρείται πλέον περιοριστική και παραπλανητική. Ολοένα και περισσότερο αναζητούνται «κρυφά θεμέλια» στις γεωπολιτικές συμπεριφορές και δράσεις. Κι αυτή η «ψυχογεωπολιτική του βάθους», που πολύ απλοϊκά παρουσιάστηκε σε αυτό το κείμενο, προσφέρει, αν μη τι άλλο, κάποια στοιχεία που δίνουν μια αρχική ερμηνεία για μια αντιπαραγωγική και επικίνδυνη γεωπολιτική στρατηγική από πλευράς της Δύσης.

*Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών, διευθυντής του Τομέα Θεωρίας και Ανάλυσης Πολέμου στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News