Από το μαγεμένο χωριό στη στοιχειωμένη πόλη

Απόψεις
Από το μαγεμένο χωριό στη στοιχειωμένη πόλη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μια περιήγηση στο Cold Spring της Νέας Υόρκης τις ημέρες του Χάλοουιν

Φτάνοντας στο Cold Spring μια γλυκιά οκτωβριάτικη μέρα, ανυπομονούσα να εξερευνήσω το φημισμένο αυτό χωριό, πόλο έλξης για πολλούς Νεοϋορκέζους, οι οποίοι το επιλέγουν όχι μόνο για ημερήσιες αποδράσεις αλλά και ως τόπο μόνιμης κατοικίας.

*Γράφει η Νάντια Φώσκολου

Μόλις μια ώρα και κάτι με το τραίνο από το Μανχάτταν, το Cold Spring βρίσκεται στην Κοιλάδα του Ποταμού Χάντσον, η οποία εκτείνεται βόρεια της πόλης της Νέας Υόρκης και περιλαμβάνει πλήθος μικρές πόλεις, δρυμούς, πανεπιστήμια, μνημεία και κατάλοιπα της πρώιμης βιομηχανικής ιστορίας των ΗΠΑ, όλα τους άρρηκτα δεμένα με την υδάτινη αρτηρία που συνδέει τη μητρόπολη με την υπόλοιπη πολιτεία. Η σιδηροδρομική γραμμή που τρέχει ακριβώς δίπλα στον ποταμό χαρίζει μια συναρπαστική διαδρομή τόσο μέσα σε εκθαμβωτικά φυσικά τοπία όσο και στην ιστορία της βορειοαμερικανικής ηπείρου (άλλωστε και το ίδιο το Cold Spring είναι κυριολεκτικά ιστορικό: το χυτήριό του τροφοδότησε τη χώρα όχι μόνο με ατμομηχανές και υδραυλικά συστήματα αλλά και με κανόνια που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του Αμερικανικού Εμφυλίου.)

Είχα ακούσει ότι στα αξιοθέατα περιλαμβάνονται γκαλερί και εστιατόρια, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο το «χωριουδάκι» συνδυάζει τη φινέτσα σικ προαστίου με την πιο παραμυθένια εξοχική γραφικότητα. Τα κουκλίστικα σπιτάκια και τα αψεγάδιαστα παρτέρια σε μεταφέρουν κάπου ανάμεσα στο Φαρ Ουέστ των Playmobil και στα (γιαπωνέζικα, φυσικά) αυτοκόλλητα “Beautiful Sunday”. Ναι, τα καφέ στον κεντρικό δρόμο είναι τρέντυ και πουλάνε ντιζάιν αντικείμενα σερβίροντας ταυτόχρονα ψαγμένους εσπρέσο, όμως μόλις στρίψεις στη γωνία σε περιμένουν κηπάκια και παραθυράκια από όπου νομίζεις ότι θα βγει η Γιαγιά Ντακ! Αλλά υπάρχει κι ένα πρόσθετο, εποχικό επίπεδο: το... πνεύμα του Χαλοουίν, το οποίο δεν είχα προγραμματίσει να αναζητήσω, κι όμως με γράπωσε μέρα μεσημέρι.

Σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, η νύχτα της 31ης Οκτωβρίου είναι αφιερωμένη στη μνήμη όλων των αγίων αλλά και όλων των τεθνεώτων. Αν και χριστιανική, αρχικά,  η εορτή έχει ενσωματώσει παγανιστικές ρίζες και έθιμα ποικίλων γεωγραφικών προελεύσεων, με σύμβολα όπως οι νεκροκεφαλές, οι μάγισσες και οι ιστοί αράχνης.

Προ παγκοσμιοποίησης και προ “Little Kook”, στην Ελλάδα τη θεωρούσαμε «ξένη» γιορτή, όμως τώρα πια μπορείς να γιορτάζεις το Χαλοουίν με την ησυχία σου ήδη από τον Σεπτέμβριο στου Ψυρρή! Οι αρχικές δικές μου διασυνδέσεις με εικόνες από σπλάτερ μπλοκμπάστερ της δεκαετίας του ’80 ήταν απωθητικές. Ωστόσο σιγόκαιγε μια σπίθα αμυδρής μαγικής ανάμνησης: στην παραθαλάσσια Φθιώτιδα, με τα γειτονικά μας παιδάκια (Αθηναίους παραθεριστές, σαν κι εμάς), είχαμε την έμπνευση να εορτάσουμε το ξένο αυτό «θριλερικό καρναβάλι με τις κολοκύθες» μεσούντος του θέρους. Το σκάλισμα της κολοκύθας -με αποκορύφωμα την τοποθέτηση του αναμμένου κεριού στο εσωτερικό!-, με είχε σαγηνέψει.

Εδώ στο Cold Spring, σαν την Αλίκη στο Χωριό του Χαλοουίν, ανακαλύπτω μαύρες γάτες ζωγραφισμένες σε τοίχους και πέφτω πάνω σε σκελετούς «φυτεμένους» σε (ψεύτικους) τάφους. Κυριαρχούν όμως οι λαμπερές κολοκύθες, προσδίδοντας επιπλέον χρώμα στις ήδη πολύχρωμες αντικερί και βίντατζ μπουτίκ, αλλά και στις κομψές επαύλεις που συνορεύουν με το δάσος. Σε συνδυασμό δε με τα κιτρινοκόκκινα φύλλα που πέφτουν απαλά αλλά σταθερά όλη μέρα, δημιουργείται μια πανδαισία, η οποία συναντιέται αρμονικά με μία από τις κεντρικές πτυχές του Χαλοουίν: τον εορτασμό της συγκομιδής και του φθινοπώρου.

Πίσω στη Νέα Υόρκη, αποφασίζω να κάνω μεταμεσονύχτια εξόρμηση στη γειτονιά μου, το Χάρλεμ, για να αιχμαλωτίσω το αστικό Χαλοουίν. Εδώ η τάση είναι χάι-τεκ θριλερικοί φωτισμοί στα -έτσι κι αλλιώς αξιοθέατα λόγω αρχιτεκτονικής- αρχοντικά, αλλά την παράσταση κλέβουν οι (ψεύτικες) γιγαντιαίες αράχνες που σκαρφαλώνουν στις προσόψεις.

Σε μια είσοδο ένα ντουέτο σκελετών σού γνέφουν πασιχαρείς, ενώ οι μερακλήδες κάτοικοι της μονοκατοικίας έχουν κάνει ολόκληρη εγκατάσταση με ταφόπλακες. Καθώς φωτογραφίζω την ταμπέλα «Τελευταία Στάση: Νεκροταφείο», πιάνω με την άκρη του ματιού μου στο απέναντι πεζοδρόμιο έναν άνδρα να στέκεται. Δεν υπάρχει ψυχή γύρω, και αυτοκίνητα σπάνια περνάνε από αυτό το στενάκι. Βάζω αργά το κινητό στην τσέπη και αρχίζω να περπατάω προς τον πλησιέστερο κεντρικό δρόμο. «Ει!», ακούω τον άνδρα να φωνάζει. Προσπαθώντας να επιδείξω ψυχραιμία, γυρίζω και κοιτάζω τάχα αδιάφορα προς το μέρος του. «Έλα εδώ!», μου φωνάζει, και μου γνέφει ζωηρά. Σε κλάσμα δευτερολέπτου, παίρνω την απόφαση να κάνω τη χαζή.

Του χαμογελάω, λέω «Γεια!», και συνεχίζω τον δρόμο μου. Τώρα πρέπει να περπατήσω όσο πιο γρήγορα μπορώ ώστε να βρεθώ στη λεωφόρο, αλλά όχι να τρέξω, για να μην αφήσω τον φόβο μου να φανεί. Παίρνοντας βαθιές ανάσες, περπατάω στο οδόστρωμα γιατί το πεζοδρόμιο σε αυτό το κομμάτι είναι θεοσκότεινο. Δεν έχω το κουράγιο να γυρίσω να κοιτάξω αν ο τύπος με ακολούθησε. Μετά από μερικά τετράγωνα που μου φάνηκαν ατέλειωτα σαν τον ποταμό Χάντσον, φτάνω στο πλέον θορυβώδες και πολυσύχναστο κομμάτι του Χάρλεμ. Η κατά κανόνα απεχθής πολυκοσμία και εκκωφαντική μουσική, τώρα μου φαίνεται σανίδα σωτηρίας. Νομίζω στο εξής θα φωτογραφίζω μόνο στο φως της μέρας, τις αθώες (;) κολοκύθες...

*Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News