«Συμβούλια ιδιοκτησίας δασών: Δειλό και μετέωρο βήμα»

Απόψεις
«Συμβούλια ιδιοκτησίας δασών: Δειλό και μετέωρο βήμα»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Του Ευριπίδη Κουκιαδάκη

Η ίδρυση τεσσάρων Συμβουλίων Ιδιοκτησίας Δασών, Δασικών, Χορτολιβαδικών και Βραχωδών Εκτάσεων (ΣΙΔΧΒΕ), με έδρα το Ηράκλειο, την Κέρκυρα, τη Μυτιλήνη και τον Πειραιά, αποτελεί το πρώτο δειλό και ενδεχομένως μετέωρο βήμα για τη διοικητική αναγνώριση εκ μέρους του Δημοσίου της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων ιδιωτών, νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου στις περιοχές στις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων και των εκτάσεων των παρ. 5α και 5β του άρθρου 3 του Νόμου 998/1979.

Η κυβέρνηση με τις ρυθμίσεις αυτές, αν και υιοθέτησε τη βασική λογική των προτάσεων της ΠΕΔ Κρήτης, σύμφωνα με την οποία τα προβλήματα που ανέδειξε η ανάρτηση των δασικών χαρτών μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη διοικητική κατά κύριο λόγο αναγνώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων ιδιωτών, δε μας έδωσε τη δυνατότητα, παρά τις διαβεβαιώσεις, να εκφράσουμε τις απόψεις μας, στο στάδιο της “διαβούλευσης”, την οποία εσφαλμένα και αδικαιολόγητα απέφυγε, αιφνιδιάζοντας τους πάντες, ακόμη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία αντιμετώπισαν θετικά τη λογική της τροπολογίας, ζήτησαν όμως να αποσυρθεί για να προηγηθεί διαβούλευση, ώστε να συμπληρωθούν τα υφιστάμενα κενά και οι παραλείψεις. Η πρότασή τους δυστυχώς δεν έγινε αποδεκτή και έτσι χάθηκε, στο στάδιο τουλάχιστον αυτό, η ευκαιρία να επιτευχθεί ομοφωνία στο κρίσιμο αυτό θέμα, η οποία θα διευκόλυνε την οριστική λύση των προβλημάτων.

Ι. Με τις αποσπασματικές αυτές ρυθμίσεις, αν και αναγνωρίζεται πρώτη φορά ρητά και κατηγορηματικά ότι στις περιοχές αυτές το Δημόσιο οφείλει να αποδείξει την κυριότητά του επί των παραπάνω εκτάσεων, το ίδιο - αν και εν δυνάμει διάδικος των αιτούντων ιδιωτών - διατηρεί τον πλήρη έλεγχο των Συμβουλίων, τα οποία συγκροτούνται με απόφαση του συντονιστή (συντονίστριας) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (ορθώς) και συμμετέχουν σε αυτά (εσφαλμένα):

α) Ένας πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως πρόεδρος (ο δικηγόρος δηλαδή του Δημοσίου) ή ένας δικηγόρος τουλάχιστον παρ’ εφέταις,

β) Ο προϊστάμενος της οικείας Κτηματικής Υπηρεσίας, αναπληρούμενος από τον νόμιμο αναπληρωτή του και

γ) Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Δασών της έδρας του Συμβουλίου. Η μονομερής σύνθεση του Συμβουλίου ευλόγως δημιουργεί ερωτηματικά για την αμεροληψία του και την αντικειμενικότητα των αποφάσεών του, λόγω της σχέσεως απολύτου εμπιστοσύνης που συνδέει τα μέλη των Συμβουλίων με το Δημόσιο.

ΙΙ. Και τα τρία μέλη του Συμβουλίου έχουν την ευθύνη και το καθήκον να προστατεύσουν τα συμφέροντα του Δημοσίου, έτσι, και επειδή ο φόβος της παραβάσεως καθήκοντος ή της απιστίας είναι δικαιολογημένος, εξίσου εύλογη και δικαιολογημένη είναι και η δυσπιστία των πολιτών για τη δυνατότητα των μελών των Συμβουλίων να ανταποκριθούν στη βαριά ευθύνη που τους ανατίθεται, λόγω της θέσεώς τους. Δηλαδή, πολύ δύσκολα οι πολίτες (ιδιώτες) θα υποβάλουν αιτήσεις αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους σε ένα Συμβούλιο το οποίο καλείται να αξιολογήσει τα αιτήματά τους, υπό την απειλή της ενδεχόμενης παραβάσεως καθήκοντος ή και της κακουργηματικής απιστίας αν η αξία των υπό αναγνώριση ακινήτων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ.

ΙΙΙ. Δεν προβλέπεται διαδικασία δευτεροβάθμιας κρίσης, κι έτσι ο πολίτης αναπόφευκτα θα υποχρεωθεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη, με δυσμενέστερες προϋποθέσεις, λόγω της προηγούμενης απόρριψης του αιτήματός του. Η σύνθεση των Συμβουλίων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει, όχι στην αναγνώριση των πράγματι υφιστάμενων ιδιωτικών δικαιωμάτων επί των εκτάσεων αυτών, αλλά στην πλήρη ανατροπή του διαδικαστικού τεκμηρίου και στην ενίσχυση της θέσεως του Δημοσίου έναντι των πολιτών. Είναι συνεπώς απολύτως λογική η δυσπιστία των τελευταίων σε ένα δικαιοδοτικό, κατά βάση, όργανο, το οποίο συγκροτείται αποκλειστικά από τους θεματοφύλακες των συμφερόντων του Δημοσίου.

  1. Τα Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών του ισχύοντος άρθρου 8 του Ν. 998/1979 αντίθετα αποτελούνται από τον πρόεδρο Εφετών της έδρας του Συμβουλίου, δύο εφέτες, τον διευθυντή Δασών και τον πάρεδρο του ΝΣΚ. Ενώ η σύνθεσή τους παρέχει την απαιτούμενη ασφάλεια αντικειμενικής κρίσης, παρά ταύτα οι πολίτες τα αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα για λειτουργικούς και άλλους λόγους, τους οποίους επισημάναμε από την πρώτη στιγμή αναφέροντας επί λέξει:

«Το αντικείμενο και οι γνωμοδοτήσεις των Συμβουλίων Ιδιοκτησίας Δασών είναι περιορισμένα, για τους παρακάτω κυρίως λόγους:

α) Οι αιτήσεις υποβάλλονται κατά κανόνα από τους ενδιαφερόμενους πολίτες, η υποβολή των οποίων εθεωρείτο κατ’ αμάχητο τεκμήριο ως αποδοχή του χαρακτηρισμού αυτών ως δασών ή δασικών εκτάσεων, εφόσον αφορούσε εκτάσεις μεγαλύτερες των εκατό (100) στρεμμάτων (σχ. η παρ. 9 του άρθρου 8 του Ν. 998/1979, η οποία ευτυχώς καταργήθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 3208/23.12.2003).

β) Η μεγάλη απόσταση των εδρών των Συμβουλίων από τις κατοικίες των αιτούντων δυσχεραίνει την υποβολή αιτημάτων και αυξάνει το κόστος τεκμηρίωσης και υποστήριξης αυτών, γεγονός το οποίο λειτουργεί εντελώς αποτρεπτικά για τις μικρές σε έκταση ή εμπορική αξία ιδιοκτησίες σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές.

γ) Η συμμετοχή τριών ανωτέρων δικαστικών λειτουργών στη σύνθεση αυτών διασφαλίζει τη δικαστική αμεροληψία, αλλά ταυτόχρονα επιβαρύνει τη λειτουργία τόσο των δικαστηρίων όσο και των ίδιων των Συμβουλίων, τα οποία κατ’ ανάγκην, λόγω των διαφορών που θα αναδειχθούν κατά το στάδιο της ολοκλήρωσης του Δασολογίου, δε θα μπορούν να ανταποκριθούν στην ευθύνη αυτή, χωρίς τη σύσταση και λειτουργία ενός τουλάχιστον Συμβουλίου σε κάθε Εφετειακή Περιφέρεια, με πιο λειτουργική σύνθεση, με τροποποίηση της διατάξεως του άρθρου 8 του Νόμου 998/1979 και του Π.Δ. 509/1980».

Η περίπτωση της Κρήτης

Το τεκμήριο κυριότητος του Δημοσίου

α. Η προηγούμενη νομοθετική πρωτοβουλία, πέραν των παραπάνω επισημάνσεων, αντιμετωπίζει μερικώς τα υφιστάμενα προβλήματα μόνον για τους κατόχους τίτλων ιδιοκτησίας, οι οποίοι έχουν συνταχθεί το αργότερο μέχρι 1η/7/2001. Δηλαδή, δεν καλύπτει όσους μπορούν να αποδείξουν πράξεις νομής και κατοχής και κατ’ επέκταση την κτήση κυριότητος, με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία επ’ αυτών, οι οποίοι είναι και οι περισσότεροι στην περίπτωση της Κρήτης.

β. Παρά το ότι με την αιτιολογική έκθεση γίνεται ευθέως δεκτό ότι, «ως γνωστό, το Δημόσιο προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε όλα ανεξαιρέτως τα δάση, τις δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις», στις περιοχές, ωστόσο, που δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητάς του η απόδειξη των ισχυρισμών του περί ιδίας κυριότητας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων είναι δυσχερής, με αποτέλεσμα οι εμπράγματες διαφορές που άγονται ενώπιον αυτών να επιλύονται κατά κανόνα υπέρ των ιδιωτών. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί και με αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ 805/2016), στις περιπτώσεις δασών και δασικών εκτάσεων που ευρίσκονται σε περιοχές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω τεκμηρίου, μόνη η διοικητική πράξη του χαρακτηρισμού ή της διαπιστώσεως του χαρακτήρα της εκτάσεως δεν αρκεί για την εγγραφή δικαιώματος κυριότητας του Δημοσίου, χωρίς την επίκληση και απόδειξη της κτήσεώς του με συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.

Έτσι στις περιοχές αυτές παρατηρείται το φαινόμενο οι υπηρεσίες του Δημοσίου και τα δικαστήρια να απασχολούνται με πλήθος εμπραγμάτων διαφορών με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα και παράλληλα να προκαλείται αίσθημα αδικίας στους πολίτες, οι οποίοι καλούνται να υποβληθούν σε μεγάλες για να αποδείξουν δικαστικά την κυριότητά τους.

γ. Η παραδοχή της προηγουμένης παραγράφου επιβεβαιώνει πλήρως τις απόψεις τις οποίες αναλυτικά υποστηρίξαμε στην εισήγηση της Εκτελεστικής Επιτροπής, η οποία έγινε ομόφωνα δεκτή από την ολομέλεια της ΠΕΔ Κρήτης. Παρά ταύτα, η λύση που δόθηκε - και υπογράφεται από όλους τους συναρμόδιους υπουργούς - επιβεβαιώνει δυστυχώς τις ανησυχίες των πολιτών, οι οποίοι εξακολουθούν να υποβάλλονται σε σημαντικές δαπάνες για να καταθέσουν αιτήσεις διόρθωσης των δασικών χαρτών και των κτηματολογικών πινάκων που βρίσκονται στο στάδιο της προανάρτησης, και στους οποίους όλες οι παραπάνω εκτάσεις θεωρούνται αβάσιμα ως δημόσια κτήματα.

δ. Το Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται από την εκάστοτε κυβέρνηση, πρέπει να αποδεχτεί επιτέλους το αυτονόητο, ότι η ιδιοκτησία εξακολουθεί να προστατεύεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος και έναντι του Δημοσίου και έναντι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, συνεπώς έχει χρέος να προστατεύσει τον δασικό πλούτο της χώρας όπως και την πολιτιστική κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος, με απόλυτο όμως σεβασμό στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των πολιτών και όχι ως εν δυνάμει διάδικος αυτών, κληρονόμος (διάδοχος) του οθωμανικού κράτους.

Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, όπως ορθώς γίνεται δεκτό, αποτελούν την κύρια αιτία δικαστικών διενέξεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών. Η σύνταξη του δασικού Κτηματολογίου (Δασολογίου) και του Κτηματολογίου αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την “απελευθέρωση” του Ελληνικού Δημοσίου και των πολιτών από το οθωμανικό καθεστώς περί δημοσίων γαιών αλλά και τις λοιπές διατάξεις του οθωμανικού δικαίου που εφαρμόζονται μέχρι σήμερα και παράγουν ανισότητες, λόγω και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής τους από τη διοίκηση αλλά και τη νομολογία.

Η άτολμη και βολική για το Δημόσιο στάση του Έλληνα νομοθέτη, για την αποτελεσματική επίλυση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, έχει οδηγήσει στην εφαρμογή εν έτει 2021 του β.δ/τος 1836, στο οποίο εδράζεται το τεκμήριο κυριότητος του Δημοσίου, το οποίο, αν και θεωρητικά και σύμφωνα με το άρθρο 62 του Ν. 998/1979 δεν ισχύει για την Κρήτη και τις λοιπές για ιστορικούς και νομικούς λόγους εξαιρούμενες περιφέρειες, εντούτοις αποτελεί κατευθυντήρια οδηγία για τη σύνταξη του Δασολογίου και του Κτηματολογίου, όπως προκύπτει σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, δυνάμει της οποίας έγιναν δεκτές οι δηλώσεις εγγραπτέων δικαιωμάτων του Δημοσίου από το Κτηματολόγιο.

ε. Το νομικό πλαίσιο που διέπει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών είναι ξεπερασμένο και αναχρονιστικό και επιβάλλεται η προσαρμογή του στα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας. Οι αποσπασματικές, κατά περίπτωση, ρυθμίσεις, εκτός του ότι παράγουν ανισότητες, καταδεικνύουν την αδυναμία της έννομης τάξης να προστατεύσει τα δάση και το περιβάλλον με σεβασμό στο άρθρο 17 του Συντάγματος.

Με δεδομένο ότι τα δασικά οικοσυστήματα έχουν πάψει να αντιμετωπίζονται ως πηγή πλουτισμού, αλλά προτάσσεται και προστατεύεται ο περιβαλλοντικός προορισμός τους, ο οποίος δεν παραβλάπτεται κατ’ ανάγκην από τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα, είναι ευκαιρία το Κτηματολόγιο να οριοθετήσει τη δημόσια από την ιδιωτική περιουσία, με την εξισορρόπηση των αντικρουόμενων τάσεων μεταξύ της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, με την ταυτόχρονη εξασφάλιση του πολυλειτουργικού ρόλου των δασικών οικοσυστημάτων.

στ. Οι δασωμένοι αγροί (ΑΔ) ήταν ανέκαθεν ιδιωτικές γεωργικές εκτάσεις (εκτός εάν το Δημόσιο έχει τίτλους ιδιοκτησίας επ’ αυτών). Με αυτό ως δεδομένο εσφαλμένα απαιτείται τίτλος και δη ορισμένης ημερομηνίας, για να αναγνωριστούν ως ιδιωτικές από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία.

Η λύση στο συνολικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε από την αυθαίρετη και παράνομη δήλωση του Δημοσίου, σε χιλιάδες πολίτες της Κρήτης και στις λοιπές περιφέρειες, στις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητος του Δημοσίου, όπως έγινε ήδη δεκτό, οι οποίοι συνωστίζονται ήδη στα γραφεία κτηματογράφησης για πληροφορίες ή για να καταθέσουν αιτήσεις διόρθωσης, είναι απλή, αρκεί, όποιος έδωσε την παράνομη οδηγία (εντολή) απόρριψης και δη ανεξέλεγκτων των δηλώσεων των δικαιούχων πολιτών, να δώσει εντολή αυτεπάγγελτης διόρθωσης του πρόδηλου αυτού σφάλματος, χωρίς να απαιτείται η υποβολή αιτήσεων διόρθωσης για να εξεταστούν αυτεπάγγελτα οι υποβληθείσες δηλώσεις των ιδιωτών και του Δημοσίου, όπου το τελευταίο επικαλέστηκε ως όφειλε και προσκόμισε τίτλους ιδιοκτησίας, μετά την αναμενόμενη τροποποίηση της νομοθεσίας και την αυτεπάγγελτη διόρθωση (προσαρμογή) των δασικών χαρτών στο νέο θεσμικό πλαίσιο.

ζ. Η αντιμετώπιση των δασωμένων αγρών - ιδίως στις εξαιρούμενες του τεκμηρίου κυριότητος του Δημοσίου περιοχές - είναι απλούστερη και μπορεί να ρυθμιστεί (οριζόντια σύμφωνα με την εκφρασμένη βούληση της κυβέρνησης) με την τροποποίηση του άρθρου 62 του Ν. 998/1979 ως εξής: «Εκτάσεις στις περιοχές του άρθρου 62 παρ. 1 ΕΔ. β Ν. 998/1979, που στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960, εμφανίζονται ως μη δασικές, δε χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά τη διαδικασία κατάρτισης του δασικού χάρτη ή αναμόρφωσης του κυρωμένου δασικού χάρτη, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και στην περίπτωση που κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της παρούσης διάταξης έχει αναρτηθεί ήδη ο δασικός χάρτης, οπότε απαιτείται η ανασύνταξή του».

Εναλλακτικά βατή επίσης λύση, με περισσότερους ωφελούμενους λόγω του ότι καλύπτεται το σύνολο της χώρας, αποτελεί η αναγνώριση των αυταπόδεικτων, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, δικαιωμάτων κυριότητας των μακροχρόνια νομέων τους (καλλιεργητών) με τα προσόντα της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, με την υποβολή ενόρκων βεβαιώσεων, μισθωτηρίων, τοπογραφικών διαγραμμάτων, φορολογικών στοιχείων ή όποιων άλλων αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία τεκμηριώνεται η μακροχρόνια νομή αυτών με τα προσόντα της χρησικτησίας, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους, ως δασικών ή μη, ο οποίος αφορά τον χαρακτήρα, τη χρήση και το θεσμικό πλαίσιο προστασίας αυτών.

Στην τελευταία όμως περίπτωση, στον βαθμό που περιορίζεται η χρήση αυτών και μειώνεται de facto η αξία τους, λόγω των επιβαλλόμενων περιορισμών, το Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει αποζημιώσεις, για να διατηρηθεί εσαεί ο δασικός χαρακτήρας αυτών, άλλως πρέπει να υπάρξουν πρόνοιες άρσης των περιορισμών, ανάλογες με τις προβλέψεις για τις απαλλοτριώσεις, οι οποίες αίρονται αν δε συντελεστούν εντός του προβλεπόμενου χρόνου.

η. Τα προβλήματα των κληροτεμαχίων δε συνδέονται άμεσα με το Δασολόγιο αλλά με το Κτηματολόγιο, αφορούν όμως επίσης μεγάλο αριθμό ακινήτων και μεγαλύτερο αριθμό πολιτών. Η παράταση της προθεσμίας των επικυρώσεων χωρίς να αντιμετωπίζει με απλό και άμεσο τρόπο το πρόβλημα επιβαρύνει δυσανάλογα τους πολίτες και καθυστερεί χωρίς λόγο την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου.

Με δεδομένο ότι υπάρχει βούληση - εκδηλώθηκε άλλωστε με την παράταση της προθεσμίας της επικύρωσης των ανώμαλων δικαιοπραξιών - η αυτεπάγγελτη επανεξέταση των δηλώσεων των εγγραπτέων δικαιωμάτων των ιδιοκτητών κληροτεμαχίων, τα οποία έχουν διανεμηθεί ατύπως (κατατμηθεί) με οποιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, αποτελεί την πλέον ανώδυνη για όλους λύση, αρκεί να δοθεί η ανάλογη οδηγία, με την υποβολή ενόρκων βεβαιώσεων.

θ. Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η παράταση των προθεσμιών για την υποβολή αντιρρήσεων κινδυνεύει να εξαντληθεί, πριν εκδοθεί η υπουργική απόφαση για τη μείωση των τελών, ενώ η έλλειψη πληροφοριών για τις εργασίες της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του υπουργείου, λόγω της αναμονής της αποφάσεως του Συμβουλίου Επικρατείας, συνδυασμένη με τις άστοχες παραπάνω δηλώσεις του Δημοσίου, επαναφέρει τη δικαιολογημένη δυσπιστία των πολιτών οι οποίοι απαιτούν από όλους δείγματα γραφής.

* Ο Ευριπίδης Κουκιαδάκης είναι επικεφαλής της παράταξης “Συν-Εργασία για το Ηράκλειο”.

(φωτογραφία αρχείου) 

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News