Η μουσουλμανική μειονότητα, ο Αχμέτ Σαδίκ, o Μπάιντεν και η γενοκτονία (Μέρος Ι)

Απόψεις
Η μουσουλμανική μειονότητα, ο Αχμέτ Σαδίκ, o Μπάιντεν και η γενοκτονία (Μέρος Ι)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Πιστέψτε εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια και αμφισβητήστε εκείνους που τη βρήκαν»: Αντρέ Ζιντ

Γράφει ο Σωκράτης Αργύρης*

Μέχρι τώρα έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα άρθρα και σχόλια για τη συνέντευξη Τύπου στην Άγκυρα μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας-Τουρκίας, όπου ακούσαμε, πέρα των γνωστών θέσεων της Τουρκίας για το Αιγαίο, τα ελληνικά νησιά κ.λπ., αλλά και για το θέμα όσον αφορά στον χαρακτηρισμό της μειονότητας στη Θράκη εκ μέρους της Άγκυρας. Αυτό ήταν και η σπίθα που ανέβασε τους τόνους στη συνέχεια.

Ας γνωρίσουμε όμως καλύτερα τον νυν υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, που είναι ένας από τους κύριους συνεργάτες του Ερντογάν μαζί με τον Ιμπραχίμ Καλίν, που έχει επαναπροσδιορίσει τις θέσεις του Τουρκισμού από τον Κεμαλισμό στο πολιτικό Ισλάμ και τη θεοκρατία, και που ακολουθεί τα βήματα του Ahmet Davutoğlu αλλά κατά βάθος παραμένει πιστός στον Prof. Fahir Armaoğlu, ο οποίος είχε προτείνει και σχεδιάσει τα Σεπτεμβριανά και τον διωγμό των Ελλήνων της Πόλης το 1955, επί πρωθυπουργίας Μεντερές, όπου ο ιστορικός Σπύρος Βρυώνης τα έχει περιγράψει σε σχετικό βιβλίο του.

Όπως σημειώνει ο καθηγητής του ΕΜΠ Νικόλαος Ουζούνογλου παλιότερα σε άρθρο του, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα στελέχη της κυβέρνησης του Μεντερές γνώριζαν ότι θα γίνουν τα επεισόδια και είχαν συμφωνήσει για την οργάνωσή τους. Όμως σίγουρα δεν ήταν αυτοί που κατεύθυναν τα πράγματα, αλλά η κινητήριος δύναμη ήταν η διεύθυνση ανορθόδοξου πολέμου που είχε ιδρυθεί από το ΝΑΤΟ. Εκείνο που μένει ακόμα αδιευκρίνιστο είναι το πώς έτυχε να βρεθούν εκείνη την τραγική νύκτα όλοι οι αρχηγοί των μυστικών υπηρεσιών των Νατοϊκών χωρών στην Πόλη και, μεταξύ αυτών, ο αρχηγός της CIA Άλλαν Ντάλας».

Τα τελευταία χρόνια, χάρη στην αρχειακή έρευνα που κατά πλειοψηφία προήλθε από ερευνητές μέσα από την Τουρκία, αποδείχτηκε ότι η επιχείρηση μαζικού πογκρόμ της 6-7/9/1955, με σκοπό την καταστροφή του Ελληνισμού της Πόλης, καταστρώθηκε και εκτελέστηκε από την Υπηρεσία Ανορθόδοξου Πολέμου του Γενικού Επιτελείου της Τουρκίας.

Στη μόνη μυστική συνεδρία που έγινε κατά τη διάρκεια των δικών, ο μάρτυρας στρατηγός Ρεφίκ Τούλγκα κατέθεσε τα εξής: «... Πριν αναχωρήσω για τη Νάπολι σε υπηρεσία του ΝΑΤΟ, όταν πήγα να αποχαιρετήσω τον πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ, μου είπε πάνε και πες στους Αμερικανούς ότι είμαστε αποφασισμένοι να πάρουμε σκληρά μέτρα κατά των Ρωμιών της Πόλης και περισσότερο για τους 30.000 Έλληνες υπηκόους που διαθέτουν περιουσίες και το Πατριαρχείο. Θα τους πετάξουμε έξω από τη χώρα και θα λάβουμε σκληρά μέτρα εναντίον τους...». Σε όλους, δηλαδή, ήταν εν γνώσει και παραμένει ερωτηματικό προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας αν ήταν και εν γνώσει και της Ελληνικής Πολιτείας, γιατί οι χλιαρές αντιδράσεις της τότε κυβέρνησης Παπάγου απεδόθησαν στην αρρώστια του.

Αναγκαστικά εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και την έκδοση του Μυστικού Διατάγματος (Μ.Δ.) 6/3801 τον Νοέμβριο του 1964 (κυκλοφορούσε εντός των κρατικών υπηρεσιών ως απόρρητο έγγραφο, χωρίς ποτέ να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως), όπου οι κινητές και ακίνητες περιουσίες των απελαθέντων τέθηκαν σε καθεστώς “δέσμευσης”, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί οποιεσδήποτε πράξη εκμετάλλευσης, μεταβίβασης, κληρονομικών δικαιωμάτων. Αυτό διήρκεσε μέχρι το 1987, οπότε διέρρευσε το διάταγμα και ο Θ. Πάγκαλος το παρουσίασε στην Κομισιόν, ενώ την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση του Τουργκούτ Οζάλ διαπραγματευόταν με την Ε.Ε. και έτσι αναγκάστηκε η Τουρκία να το ανακαλέσει. Αρκετοί κατάφεραν τότε και πούλησαν τις περιουσίες τους, παραμελημένες για τόσα χρόνια. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί, όμως, είχαν εξανεμισθεί από τον πληθωρισμό.

Μετά τη διόρθωση του Νίκου Δένδια, ότι η μειονότητα στη Θράκη είναι μουσουλμανική και όχι τουρκική, όπως την είχε αποκαλέσει ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, επανερχόμενος στη δευτερολογία του, είπε τα εξής ως επιχείρημα της τουρκικής πλευράς:

«Εμείς αποδεχόμαστε ως Ρωμιούς ορθοδόξους τους μειονοτικούς της Πόλης, αλλά εσείς δεν μπορείτε να αποδέχεστε όσους λένε ότι είναι Τούρκοι. Αυτό είναι μια καταπίεση και καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», θέλοντας να τονίσει ότι, ενώ αυτοί δήθεν αναγνωρίζουν εθνοτική καταγωγή στην ελληνική μειονότητα της Πόλης - πράγμα πέρα για πέρα ψέμα, γιατί όλοι οι πολίτες της Τουρκίας, ανεξαρτήτου καταγωγής και θρησκείας, είναι Τούρκοι πολίτες βάσει του άρθρου 66 του Συντάγματός τους - από την άλλη το ελληνικό κράτος καταπιέζει, δήθεν, τα ανθρώπινα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας.

Δυστυχώς, όμως, ο Νίκος Δένδιας δεν του απάντησε γι' αυτό το σημείο, ως όφειλε, και να του ξεκαθάριζε ότι αλλοιώνει τη Συνθήκη της Λωζάνης, ειδικότερα το άρθρο 45 και το πρωτόκολλο VI αυτής.

Ας τα δούμε όμως εμείς αναλυτικότερα και ας ξεκινήσουμε πρώτα από το ιστορικό πλαίσιο των δεσμεύσεων του ελληνικού κράτους έναντι των θρησκευτικών μειονοτήτων από την ίδρυσή του και μετά, θα αναφερθούμε και για την Τουρκία.

Στο 3ο πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 γίνεται αναφορά για τους κατοίκους της Ελλάδας που ακολουθούσαν το καθολικό δόγμα που τους εξασφαλιζόταν θρησκευτική, αστική και πολιτική ισότητα. Το ίδιο συνέβη με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου του 1864 για την προστασία των Καθολικών των Επτανήσων.

Η Σύμβαση περί διαρρυθμίσεων των Ελληνοτουρκικών συνόρων του 1881 στο άρθρο 8 εξασφάλιζε θρησκευτική και κοινοτική αυτονομία στους μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Με το άρθρο 11 της Σύμβασης των Αθηνών του 1913 περιέλαβε και τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών.

Επειδή στην Ελλάδα ειδικά από ορισμένους εθνικιστικούς κύκλους γίνεται αναφορά στη Συνθήκη των Σεβρών [όταν ακόμα και η τότε βασιλική κυβέρνηση, για να δικαιολογήσει την αποτυχημένη πολιτική της, έλεγε πως αιτία ήταν η “απόπειρα αναθεωρήσεως” της Συνθήκης των Σεβρών, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1921, και δεν ήταν αποτέλεσμα «της επελθούσης ταύτης ή εκείνης εν Ελλάδι μεταβολής», δηλαδή λόγω της επανόρθωσης της Βασιλείας, που ήταν μαύρο πανί για τους συμμάχους μας της Αντάντ, αλλά συμπλήρωνε ότι «η ιδέα της αναθεωρήσεως υφίστατο κατ’ αυτήν ακόμα την υπογραφήν αυτής», δηλαδή ο Ελ. Βενιζέλος δεν είχε διαπραγματευτεί σωστά τότε], σε αντιπαράθεση με τη Λωζάνη, ας ενημερωθούν ότι η μοναδική Συνθήκη των Σεβρών που ισχύει είναι η Συνθήκη των Σεβρών περί προστασίας των εθνικών, γλωσσικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, που η Ελλάδα ήταν υπόλογη έναντι της ΚΤΕ για την ισότιμη παραχώρηση δικαιωμάτων σε όλους τους πληθυσμούς που κατοικούσαν στα εδάφη που προσαρτήθηκαν μετά το 1913. Η Συνθήκη αυτή κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα την 29η Σεπτεμβρίου 1923 και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 311 [τεύχος πρώτο / 30-10-1923], αφού προηγουμένως είχε κυρωθεί με Ν.Δ. η Συνθήκη της Λωζάνης, όπου συμπεριλαμβάνεται εκεί αυτή η Συνθήκη στο πρωτόκολλο XVI, με ισχύ από την 6η/8/1924.

Επίσης στο πρωτόκολλο VI της Λωζάνης συμπεριελήφθηκε και η «ΣΥΜΒΑΣΙΣ Αφορώσα την ανταλλαγήν των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών και Πρωτόκολλον, υπογραφέντα την 30ήν Ιανουαρίου 1923.

Η Κυβέρνησις της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τομρκίας και η Ελληνική Κυβέρνησις συνεφώνησαν επί των ακολούθων όρων:

Άρθρον 1: Από της 1 Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων Ελληνικού Ορθοδόξου θρησκεύματος, εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων Μουσουλμανικού θρησκεύματος, εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών. Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.

Άρθρον 2: Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν:

α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως,·

β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.

Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ής Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αύτη καθορίζεται διά του νόμου του 1912.

Θέλουσι θεωρηθή ως μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης, πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913 διά της Συνθήκης του Βουκουρεστίου».

Επίσης το άρθρο 45 της Συνθήκης της Λωζάνης μιλά για:

«Τα αναγνωρισθέντα διά των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένης μουσουλμανικής μειονότητας».

Η Τουρκία δηλαδή οφείλει να αναγνωρίζει τις μη μουσουλμανικές μειονότητες στην επικράτειά της, δηλαδή τους Ελληνοορθόδοξους, Καθολικούς [Ουνίτες], Εβραίους, Χαλδαίους/Ασσυρίους, ενώ η Ελλάδα απλά τους μουσουλμάνους γιατί, βάσει της ισλαμικής Ummah, εκεί ανήκουν όλοι οι πιστοί, ανεξαρτήτως καταγωγής, φυλής ή έθνους.

Για να ενώσουμε το σήμερα με το χθες, ας ανατρέξουμε στις αρχές του 20ού αιώνα για να δούμε ότι η περιοχή της Δυτικής Θράκης περνάει για χρονικά διαστήματα στην κυριαρχία διαφορετικών κάθε φορά δυνάμεων, απόρροια συσχετισμών εξουσίας, συμμαχιών και τοπικών συνθηκών

Επίσης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τότε υπολόγιζε ότι, λόγω των εκκοσμικευμένων απόψεων του Κεμαλισμού, σε βάθος χρόνου θα αδυνάτιζε η κοινότητα αυτή, χωρίς να πάρει υπ' όψιν του όμως τον Τουρκισμό του Κεμαλισμού.

Γιατί αυτό το είδαμε όταν επί πρωθυπουργίας Παπάγου, όταν ο Μεντερές ως Πρωθυπουργός [τον Ιούνιο του 1919 ήταν επικεφαλής ομάδας ατάκτων (τσέτες), βαρυνόμενος με τη σφαγή των 31 νεαρών χριστιανών προσκόπων του Αϊδινίου], συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Φουάτ Κιοπρουλού, επισκέφθηκε την Αθήνα τον Απρίλιο του 1952, όπου είχε σοβαρές συνεννοήσεις με την ελληνική κυβέρνηση Παπάγου, επί ενός κοινού αμυντικού δόγματος (οργάνωση κοινής άμυνας με συντονισμό κοινής πολιτικής) για την είσοδο αμφοτέρων των χωρών στο ΝΑΤΟ. Μάλιστα, τον Οκτώβριο του 1952 ο Μεντερές μετέβη και στο Λονδίνο, μετά από πρόσκληση της αγγλικής κυβέρνησης, για συνεννόηση σχετικά με την οργάνωση της άμυνας στη Μέση Ανατολή, και αυτή η επίσκεψη είχε συνέπειες αργότερα στο Κυπριακό, γιατί τότε μοναδική προτεραιότητα έδιδε η χώρα μας για είσοδο στο ΝΑΤΟ.

Αλλά τότε, δυστυχώς, η Αθήνα συμφώνησε ότι τα σχολεία της μουσουλμανικής μειονότητας θα ονομαστούν τουρκικά σχολεία, γιατί επί Ψυχρού Πολέμου αυτό επίτασσε το “ελληνικό συμφέρον” και αυτό έγινε με το Ν.Δ. 3065/54 (ΦΕΚ 239/9-10-1954) “Περί του τρόπου λειτουργίας Τουρκικών Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Δυτικής Θράκης”.

Στη συνέχεια, όταν τον Μάιο του 1959, μετά το πογκρόμ στα Σεπτεμβριανά εις βάρος της “προστατευόμενης” ελληνικής κοινότητας από τη Λωζάνη, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία [ήταν ο πέμπτος επικεφαλής ελληνικής κυβέρνησης που διέσχισε το Αιγαίο με προορισμό τη γειτονική χώρα. Είχαν προηγηθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1930, ο Παναγής Τσαλδάρης το 1933, ο Ιωάννης Μεταξάς το 1937 και ο Αλέξανδρος Παπάγος το 1953], εκεί η τουρκική ηγεσία επιδίωξε να εκμαιεύσει ελληνική δέσμευση για τη μερική ανατροπή των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης ως προς τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, μέσω της μετονομασίας της σε “τουρκική”: δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Μεντερές και Ζορλού [και τους δύο τους απαγχόνισαν το 1961] εκδήλωσαν ταυτόχρονα συγκαλυμμένο ενδιαφέρον για την αύξηση επίσης της επιρροής της Άγκυρας στους Πομάκους της περιοχής. Οι Καραμανλής και Αβέρωφ δε συμφώνησαν με τα τουρκικά αιτήματα, όπως το έκαναν αργότερα με τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου. Τα σχολεία όμως συνέχισαν να αποκαλούνται τουρκικά μέχρι το 1972, ακόμα και επί χούντας.

Εδώ θα κάνουμε μία ιστορική αναφορά για τους Μουσουλμάνους Ρομά, κομμάτι της μειονότητας. Αφορμή της εξάπλωσής τους ήταν η ήττα τους μετά την εξέγερση των ινδικής καταγωγής Ζοττς [με αυτό το όνομα αναφέρονται στις Αραβικές πηγές], στην Κάτω Μεσοποταμία, επί της εποχής του καλίφη Αλ Μαμούν (813-833), που διασκορπίστηκαν για να εξελιχθούν στους σημερινούς Ρομά.

Η Αυτοκρατορική Δίαιτα στο Landau και Freiburg το 1496-1498, με ψήφισμά της, τους είχαν ανακηρύξει ως κατασκόπους των Τούρκων.

Για να ενώσουμε το σήμερα με το χθες, ας ανατρέξουμε στις αρχές του 20ού αιώνα για να δούμε ότι η περιοχή της Δυτικής Θράκης περνάει για χρονικά διαστήματα στην κυριαρχία διαφορετικών κάθε φορά δυνάμεων, απόρροια συσχετισμών εξουσίας, συμμαχιών και τοπικών συνθηκών. Έτσι, το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) βρίσκει την περιοχή υπό την κυριαρχία της Βουλγαρίας. Η βουλγαρική εξουσία στην περιοχή θα διαρκέσει μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου 1919, καθώς το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τη Βουλγαρία στο πλευρό των ηττημένων.

Η ΔΙΑΣΥΜΜΑΧΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

Το άτυπο δημοψήφισμα του 1920 και η ενσωμάτωση στην Ελλάδα

Στην περίφημη διάσκεψη των Παρισίων (1919-1920), που κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Παρισίου, εδαφικές βλέψεις για τη Δυτική Θράκη εγείρουν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Τουρκία. Εκεί ακολουθούν παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις και συμμαχίες της κάθε πλευράς, με απώτερο στόχο την κυριαρχία στην περιοχή.

Οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο και στη Δυτική Θράκη ιδρύεται στις 18 Οκτωβρίου 1919 ένα ιδιότυπο αυτόνομο κρατίδιο με την ονομασία Διασυμμαχική Θράκη.

Επικεφαλής ορίστηκε ο Γάλλος στρατηγός Σαρπύ. Η περιοχή διαιρέθηκε σε τρεις περιφέρειες: Ξάνθη, Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή) και Καρααγάτς (Ορεστιάδα). Οι περιφέρειες υποδιαιρέθηκαν σε έξι υποδιοικήσεις υπό την ευθύνη Γάλλων και Ελλήνων στρατιωτικών, με τη βοήθεια Ελλήνων και Τούρκων διοικητικών υπαλλήλων.

Κύριο συμβουλευτικό όργανο της Διασυμμαχικής Θράκης ορίζεται ένα Ανώτατο Συμβούλιο στο οποίο εκπροσωπούνται όλες οι εθνότητες και συγκεκριμένα, σε αυτό συμμετέχουν πέντε Έλληνες (Λαμνίδης, Παπαθανασίου, Στάλιος, Φορμόζης και Δουλάς), πέντε Τούρκοι (Οσμάν Αγά, Σαλήχ, Νεντίμ, Σαλίμ και Τεφίκ), δύο Βούλγαροι (Ντούσκωφ και Γκεοργκίεφ), ένας Ισραηλίτης (Καράσο), ένας Αρμένιος (Κεβορκιάν) και ένας Λεβαντίνος (Μπαντέτι). Πρόεδρος του Συμβουλίου αναδείχτηκε ένας από τους πέντε Έλληνες εκπροσώπους, ο Εμμανουήλ Δουλάς, με τη βοήθεια δύο Τούρκων εκπροσώπων και του Αρμένιου, που του έδωσαν την ψήφο τους. Παρόλο που η θητεία του Δουλά διήρκεσε περίπου ένα μήνα, η ψηφοφορία έχει λάβει με την πάροδο του χρόνου ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι θεωρήθηκε ως μία μορφή δημοψηφίσματος, το οποίο εξέφρασε τη βούληση του πληθυσμού να μην επανέλθει υπό βουλγαρική κατοχή.

Παρά τις διαφορετικές ιστορικές καταγραφές που υπάρχουν και κάποιες αναφέρονται σε προδοσία των δύο Τούρκων εκπροσώπων που έδωσαν την ψήφο τους στον Έλληνα υποψήφιο και όχι στον Τούρκο ομοεθνή τους και διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εκλογή Έλληνα προέδρου, η ουσία του θέματος είναι ότι ανέκαθεν ντόπιοι Τούρκοι και Έλληνες ήταν ενωμένοι σε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στις δυνάμεις της βουλγαρικής κατοχής, διότι οι Βούλγαροι δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και εφάρμοζαν εξίσου σκληρές εθνικιστικές αφομοιωτικές πολιτικές εναντίον όλων.

Κατά καιρούς υπήρξαν προσπάθειες για ανάδειξη ξεχωριστών αυτόνομων κρατικών οντοτήτων με γνώμονα την περιοχή της Δυτικής Θράκης. Η πρώτη προσπάθεια τοποθετείται χρονικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), γνωστή ως εξέγερση του Τίμρας. Παρόμοια πρωτοβουλία, που αποσκοπούσε στη δημιουργία αυτόνομου κράτους, εκδηλώθηκε το 1913 όταν ιδρύθηκε το “Τουρκικό Κομιτάτο της Δυτικής Θράκης” ενάντια στη βουλγαρική κυριαρχία, ενώ τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκε η “Ανεξάρτητη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης”, γνωστή και ως “Δημοκρατία της Γκιουμουλτζίνας”. Οι πρωτοβουλίες αυτές ήταν βραχύβιες, δεν κατόρθωσαν να αναδειχθούν σε κυρίαρχη τάση στην περιοχή, λόγω κυρίως του ότι το πληθυσμιακό μωσαϊκό ήταν πολυποίκιλο και δεν μπόρεσε να οδηγήσει σε μία κοινή αίσθηση ταυτότητας και σε συσπειρώσεις που θα εξέφραζαν μία κυρίαρχη δυναμική. Επιπλέον, ο Σουλτάνος δεχόταν αφόρητες πιέσεις και όχι μόνο δεν υποστήριζε, αλλά ήταν κάθετα αντίθετος σε αυτές τις πρωτοβουλίες.

Τελικά, τον Μάιο του 1920 οι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων, που εκλέχτηκαν μετά από ένα άτυπο δημοψήφισμα που έγινε στη Δ. Θράκη, ψήφισαν υπέρ της ενσωμάτωσης στην Ελλάδα και οι Σύμμαχοι παραχωρούν στον ελληνικό στρατό τη διοίκηση της Δυτικής Θράκης. Στις 20 Μαΐου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στην Κομοτηνή. Εντούτοις, λίγες μέρες μετά, στις 25 Μαΐου, ανακηρύσσεται η “Τουρκική Δημοκρατία της Δυτικής Θράκης” ως μία προσπάθεια των Νεοτούρκων να αποσπάσουν την υποστήριξη των Βούλγαρων και να κινηθούν από κοινού εναντίον των Ελλήνων. Πρόκειται για πρωτοβουλία Τούρκων ενόπλων να αντισταθούν και να δημιουργήσουν μία δυτικοθρακιώτικη κυβέρνηση, που έμεινε γνωστή και ως Κράτος της Οργάνης από την ίδρυσή του στο αντίστοιχο χωριό, την Οργάνη της Ροδόπης. Αυτό το εγχείρημα έληξε άδοξα μέσα σε λίγες μέρες.

Η ρεαλιστική προσέγγιση του Ελευθερίου Βενιζέλου στο θέμα της διαμόρφωσης των ηπειρωτικών συνόρων μεταξύ των δύο χωρών απέτρεψε με σταθερά βήματα τις πολλαπλές απαιτήσεις των Τούρκων. Οι διαμορφωμένες εθνολογικές συνθέσεις των πληθυσμών στην ανατολική Θράκη με την υπεροχή του μουσουλμανικού στοιχείου μετά τη μετανάστευση των μουσουλμάνων της Βοσνίας [η πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ, γνωστή με τα γεγονότα στα Ίμια, είναι Βόσνια], όσο και η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου δυτικά του Έβρου επέτρεψαν στον Βενιζέλο να αντικρούσει με λογικά επιχειρήματα τις απαιτήσεις των Τούρκων και με τη Συνθήκη της Λωζάνης τα σύνορα έλαβαν την οριστική και τελική τους μορφή. Η Ανατολική Θράκη πέρασε στην Τουρκία και η Δυτική Θράκη παρέμεινε στην ελληνική κυριαρχία.

Το Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της Διασυμμαχικής Διοίκησης της Δυτικής Θράκης.

Ο Ελ. Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών (πηγή: Wikipedia).

ΚΑΙΡΙΟΣ ΡΟΛΟΣ

Γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης

Η ιστορική καταγραφή των γεγονότων μάς οδηγεί στο σήμερα, όπου τόσο η γεωστρατηγική θέση της Δυτικής Θράκης, όσο και το πληθυσμιακό μωσαϊκό συνηγορούν στο ότι η περιοχή μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει έναν καίριο ρόλο ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ως γέφυρα μεταξύ λαών και κρατών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Τούρκου καθηγητή Baskin Oran, κατά τον οποίο «η μειονότητα πρέπει στο μέλλον να μην υποτιμήσει το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης είναι Έλληνες πολίτες τουρκικής καταγωγής και μουσουλμανικού́ θρησκεύματος. Αν, αντίθετα, προσπαθήσει να υπερτονίσει την τουρκικότητά της με την έννοια της άμεσης σύνδεσής της με την κρατική υπόσταση της Τουρκίας και όχι με την κοινή́ εθνική́ καταγωγή́, τότε θα χάσει και τους υποστηρικτές της στη διεθνή́ σκηνή́. Εξάλλου αυτή́ είναι η μόνη προοπτική́ που θα οδηγήσει στην ευημερία της ίδιας της μειονότητας».

Γιατί όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, πέρα του άρθρου 2 του Ελληνικού Συντάγματος που σαφέστερα στην παρ. 1 προβλέπει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική́ υποχρέωση της Πολιτείας».

Επίσης, κατοχυρώνονται από το άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ως ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και θρησκείας, όπως και το άρθρο 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά δικαιώματα (UNOHCHR, 1966), που αναφέρεται σε μειονότητες, αν και δεν αναφέρεται στις “εθνικές” μειονότητες, αλλά περισσότερο στις γλωσσικές, θρησκευτικές ή εθνοτικές μειονότητες.

* Στη μνήμη του παππού μου Σωκράτη, που έζησε τα μαρτύρια του Κεμαλισμού.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News