O Ελληνικός Παραδοσιακός Χορός και το Παιδί

Απόψεις
O Ελληνικός Παραδοσιακός Χορός και το Παιδί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γράφει η Κατερίνα Ταμιωλάκη, MSc

Ο παραδοσιακός χορός αποτελεί μία κινητική δραστηριότητα που έχει ως εργαλείο του το ανθρώπινο σώμα (Lange, 1976:38) και ως μέσο την κίνηση (Τυροβολά, 1996:20), που συνοδεύεται από μουσική και αδώμενο λόγο, μέσα από την οποία μικροί και μεγάλοι μπορούν να εξασκούν το σώμα τους και ταυτόχρονα να διασκεδάζουν βιώνοντας την ελληνική παράδοση. «Με τον όρο παραδοσιακός χορός αναφερόμαστε στο χορό που διαμορφώθηκε και υιοθετήθηκε από συμβιωτικές κοινωνικές ομάδες, αποτελεί δε αναπόσπαστο στοιχείο της συγκεκριμένης ομάδας και μεταδίδεται άμεσα από τη μια γενιά στην άλλη» (Δήμας, 2001:42). Αντίστοιχα, με τον όρο παιδί αναφερόμαστε στην ηλικία κάθε ατόμου κατά την οποία αναπτύσσεται αμφίδρομα σώμα και πνεύμα για την απόκτηση των ενδεδειγμένων εφοδίων από τους εκπαιδευτικούς φορείς για την ζωή. Είναι μια εύπλαστη περίοδος της ζωής του ανθρώπου γι’ αυτό και απαιτείται προσοχή στο τι διδάσκεται και μαθαίνει. Η μουσική και η κίνηση θεωρούνται από τα πιο ωφέλιμα μέσα διαπαιδαγώγησης των παιδιών (Λυκεσάς, Κουκούρης, Τσαπακίδου, 1999).

Ο Carl Orff, όπως και ο Πλάτωνας 2500 χρόνια πριν, ο οποίος θεωρούσε το χορό ως το τέλειο μέσο άσκησης (Mullen, 1982), στα πλαίσια της εφαρμογής του συστήματός του, της μουσικοκινητικής αγωγής (Orff-Schulwerk), παρότρυνε τους μαθητές του να χρησιμοποιούν την παραδοσιακή μουσική και τους χορούς του τόπου τους και να δίνουν σημαντική θέση σ΄ αυτή την ενασχόληση στο πλάνο της δουλειάς τους με τα παιδιά (Ανδρούτσος, 1995), έτσι ώστε να επιτευχθεί η ενότητα ψυχής, πνεύματος και σώματος (Αλεξιάδου, 1999).

Η παιδική ηλικία είναι ο σπουδαιότερος συνεχιστής των λαϊκών εθίμων και παραδόσεων (Μήλιος, 1980). Μέσα από τον ελληνικό παραδοσιακό χορό, που συμπυκνώνει τον πλούτο των αξιών που εμπεριέχει η ελληνική λαϊκή παράδοση, τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τα ήθη και έθιμα του Ελληνισμού, γεύονται την ικανοποίηση που απορρέει από αυτή τη μορφή έκφρασης, συμπεριφοράς και επικοινωνίας, μαθαίνουν τις παλιές αξίες και διαπαιδαγωγούνται μέσα από αυτές.

 Όσον αφορά στα μικρά παιδιά, ο ελληνικός παραδοσιακός χορός, ως σπουδαία ρυθμική δραστηριότητα (Τσουμάνης, 1995), θεωρείται ο καλύτερος, ίσως, τρόπος για να γνωρίσουν το ρυθμό, να ελέγξουν το ορμέμφυτο της κίνησης τους (Kramer, 1998; Λυκέσας, 1994) και να κατανοήσουν τόσο τον εαυτό τους, όσο και τον κόσμο γύρω τους (Fauman, 1983; Frye-Mason & Miko, 2002). Η Wardle (2000) τονίζει πως η διδασκαλία των παραδοσιακών χορών στα μικρά παιδιά προσφέρει κατάλληλους τρόπους για την ανάπτυξη των φυσικών ικανοτήτων και της συναρμογής. Ο Καμπάς (2003) συμπληρώνει πως, ως σύνθετη λειτουργία εμπλέκει τις αναπτυσσόμενες συναρμοστικές ικανότητες του παιδιού και συμβάλλει στην ανάπτυξη της κινητικής απόδοσης (Poll, 1979; Venetsanou & Kambas, 2004). Αναπτύσσει την ισορροπία, τη ρυθμική ικανότητα, τον νευρομυϊκό συντονισμό και τον έλεγχο του σώματος (Churcher, 1971; Sanderson, 1988). Καλλιεργεί την προσαρμοστική δεξιότητα, την αντιληπτική ικανότητα (κιναισθητική, οπτική ακουστική, ικανότητα συντονισμού) και την αισθητική και προάγει την αυτοαντίληψη των παιδιών (Poll, 1979).

Η σπουδαία ακαδημαϊκός και χορογράφος Theresa Purcell (1994:4) σημειώνει: «Ο χορός είναι ένας τρόπος κίνησης διαφορετικός από τα άλλα είδη κίνησης που διδάσκονται τα παιδιά στο μάθημα της φυσικής αγωγής. Είναι η μόνη μορφή κίνησης που συναντά την έμφυτη τάση του παιδιού να εκφράσει σκέψεις, συναισθήματα και ιδέες μέσω της κίνησης», αναδεικνύοντας τη δύναμη της πάλλουσας και συναρπαστικής αυτής τέχνης στην ανάπτυξη της κοινωνικής συναισθηματικής νοημοσύνης.

Η κοινωνική συναισθηματική νοημοσύνη, ως παράγοντας τόσο προσωπικής, όσο και κοινωνικής ευημερίας, συνάδει με τον γενικότερο σκοπό της εκπαίδευσης για ολόπλευρη, ισόρροπη και αρμονική ανάπτυξη αφενός των διανοητικών και αφετέρου των ψυχοσωματικών ικανοτήτων των μαθητών (Γιατρά, Βενετσάνου & Κουτσούμπα, 2019). Σχετίζεται άμεσα δε με την προσωπική, τη σωματική και τη συναισθηματική ευρωστία, την υψηλή κοινωνική ικανότητα, την επίδειξη ενσυναίσθησης, τη διαχείριση αρνητικών συναισθημάτων και επιθετικής ή βίαιης συμπεριφοράς (Aikat, 2015; Βrackett & Katulak, 2007; Carmeli, Yitzhak-Halevy & Weisberg, 2009; Carter, 2004; Clark, 2006; Lobo & Winsler, 2006; Parker, Saklofske, Wood, & Collin, 2009; Tsaousis & Nikolaou, 2005). Η τέχνη αποτελεί ένα σπουδαίο μέσο για την ανάπτυξη αυτού του τύπου ευφυΐας. Αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της (Catterall, 2002; Smithrim & Upitis, 2005). Ο χορός είναι μια μορφή τέχνης, που εμπλέκει σώμα και πνεύμα και αποτελεί τρόπο έκφρασης και πρόσληψης κιναισθητικής πληροφόρησης, επιδρώντας στο άτομο ολιστικά (Deans, 2016; Graham, 2008). Έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί ως παιδαγωγικό μέσο, δημιουργώντας ευκαιρίες διερεύνησης και απόκτησης της γνώσης, μέσω του σώματος και των αισθήσεών του (Aikat, 2015; Duberg, Moller, & Sunvisson, 2016; Κουτσούμπα, 2004, 2014).

Εξαιρετική επίδραση προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης των δεξιοτήτων  του σώματος ως μέσων μεταφοράς γνώσης και εμπειρίας άσκησε η εργασία του ψυχολόγου Gardner H. (1983), η οποία μεταβάλλει την αντίληψη για την ύπαρξη μιας μοναδικής ευφυΐας και τεκμηριώνει την πρόταση για την ύπαρξη επτά μορφών νοημοσύνης (λίγο αργότερα προστέθηκε η οικολογική ή φυσιογνωστική), που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Τα είδη νοημοσύνης είναι ικανότητες οι οποίες πραγματοποιούν πολυσχιδείς λειτουργίες, είναι «γλώσσες» που ομιλούν όλοι οι άνθρωποι, είναι «εργαλεία» για μάθηση και για επίλυση προβλημάτων, ενώ συγχρόνως καθιστούν το άτομο μοναδικό (Φλουρής, 2006). Στη χορευτική πρακτική συναντώνται όχι μόνο η σωματο-κιναισθητική νοημοσύνη, που περιλαμβάνει ιδιαίτερες φυσικές δεξιότητες (όπως συντονισμό, ισορροπία, σβελτάδα, δύναμη, ελαστικότητα και ικανότητες που έχουν σχέση με την αφή) (Armstrong, 1994) αλλά και όλοι οι άλλοι τύποι νοημοσύνης (η γλωσσική, η λογικομαθηματική, η μουσική, η νοημοσύνη χώρου, η διαπροσωπική, η ενδοπροσωπική και η οικολογική ή φυσιογνωστική), στοιχεία που αναδεικνύουν το χορό, και μάλιστα τον ελληνικό παραδοσιακό χορό με την τριμερή του υπόσταση σε χρήσιμο παιδαγωγικό μέσο (Γκατζονίκα-Κώτσικα, 2009), για την ολόπλευρη ανάπτυξη των μαθητών.

Καταληκτικά, ο ελληνικός πααρδοσιακός χορός, είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη ενός παιδιού (Bucek, 1992).  Ως μια μη ανταγωνιστική κινητική δραστηριότητα προάγει την υγεία, ψυχαγωγεί (Wardle, 2000), παίζει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της διάθεσης και τη μείωση του άγχους, ενισχύει την εσωτερική παρακίνηση (Cholod, 1996), καταπολεμά τον εγωκεντρισμό και αναπτύσσει την προσωπικότητα (Mazczuk, 1987), βελτιώνει τις δασκαλο-μαθητικές και διαμαθητικές σχέσεις, διατυπώνει ξεκάθαρους κανόνες, βοηθώντας τα παιδιά να ανακαλύπτουν την ανάγκη ύπαρξης και τήρησης κανόνων (Likesas, Tsapakidou, Kostantinidou & Papadopoulou, 2002), συμβάλλει και  ενθαρρύνει στην καλλιέργεια των διαπροσωπικών σχέσεων και την κοινωνικοποίηση του ατόμου, την ανάπτυξη της φιλίας, της αλληλεγγύης και της επικοινωνίας, καλλιεργώντας έτσι την ισόρροπη ψυχική, πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη (Poll, 1979). Αναδεικνύεται, έτσι, ως ένα δυναμικό μέσο για έκφραση και δημιουργικότητα, απελευθέρωση του ατόμου, πολιτισμική κατανόηση και καλύτερη κοινωνική συμβίωση (Schwartz 1991; Shapiro 1998; Musil, 1999; Hanna 1999; Cone & Purcel-Cone, 2003; Kassing & Jay, 2003; Fegley, 2010; Stinson 2016).

Ενδεικτικές Πηγές:

Gardner, H. (1983). Frames of mind: The theory of multiple intelligences. New York: Basic Books.

Κουτσούμπα, Μ. (2014). 'Χορεύοντας τις γνωστικές δεξιότητες': Ανάπτυξη γνωστικών δεξιοτήτων μέσα από τη διδασκαλία του χορού. Στο Α. Λιοναράκης (επιμ.), Καινοτόμες διδακτικές τεχνικές-Γραπτός επιστημονικός λόγος (σελ. 105-119). Αθήνα: Ελληνικό Δίκτυο Ανοικτής & εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (ΕΔΑΕ). Διαθέσιμο στο http://www.slideshare.net/antonislionarakis/ss-40580123.

Purcell, T. (1994). Teaching Children Dance, Becoming a Master Teacher (pp. 4). Champaign, IL: Human Kinetics.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News