Παράδοση: Τι μου παραδόθηκε, τι θα παραδώσω

Απόψεις
Παράδοση: Τι μου παραδόθηκε, τι θα παραδώσω

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πράγματα που πέρασαν, που γίναν παρελθόν, αλλά από κάποια άποψη είναι ακόμη ζωντανά

Πριν πενήντα χρόνια, όταν ήμουν στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, μια φιλόλογος μάς είχε βάλει κάποια Χριστούγεννα να κάνουμε στις διακοπές μια εργασία για τις παραδόσεις του χωριού μας, καθένας για το δικό του. Βουνό μου φάνηκε, γιατί η μόνη παράδοση που ήξερα εγώ ήταν η παράδοση της σταφίδας στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, κάθε χρόνο τέλη του Σεπτέμβρη, αλλά τίποτα περισσότερο: ούτε «λαϊκή παράδοση» ξέραμε τότε ούτε «παραδοσιακό γλέντι» ούτε «παραδοσιακό φαγητό». Για «παραδοσιακό γιαούρτι» ούτε λόγος· εμείς ξέραμε μόνο το γιαούρτι «της λεκάνης» και το «στραγγιστό», αλλά αυτά ήταν λέξεις για να συνεννοούμαστε με τον γιαουρτά, δεν ήταν… τίτλοι ευγενείας του γιαουρτιού.

*Γράφει ο Βασίλης Ορφανός

Ξανασυνάντησα τη λέξη «παράδοση» όταν πήγα στο στρατό, αυτή τη φορά όμως είχε και παρέα: «παράδοση και παραλαβή». Ό,τι και να σου έδιναν στο στρατό έπρεπε να υπογράψεις σε ένα χαρτί εκεί που έλεγε «ο παραλαβών», και αυτός που σου το έδινε υπέγραφε εκεί που έλεγε «ο παραδούς». Και ήταν πολύ λίγα αυτά που παραλάμβανες και δεν χρειαζόταν να τα επιστρέψεις (ρουχισμός, άρβυλα). Όλα τα άλλα έπρεπε να τα επιστρέψεις κάποια στιγμή, και μάλιστα «εις αρίστην κατάστασιν».

Κρίμα που δεν πήγε στρατό η θεία Μέλπω, που έτρεμε τις αλλαγές και οχυρωνόταν πίσω από ένα «εμείς έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τα παραδώσουμε!» Η κόρη της ευτυχώς δεν της έμοιασε, πάτησε πόδι στο γάμο της, κι έτσι ούτε πόδια πεθεράς φίλησε ούτε σεντόνι με τα πειστήρια της παρθενίας άπλωσε στο παράθυρο, καλά χρυσά τα έθιμα είπε στη μάνα της, αλλά υπάρχει και κάτι που λέγεται αξιοπρέπεια.

Κρίμα που έχασα τη σκηνή. Έλειπα για μεταπτυχιακές σπουδές. Έπειτα εγκαταστάθηκα αλλού, στον τόπο εργασίας μου. Γύρισα χρόνια μετά. Πήγα κάποτε και στο χωριό της θείας Μέλπως, την είχα πεθυμήσει. Το χωριό είχε αλλάξει: Είχε έρθει το ηλεκτρικό, στους δρόμους υπήρχαν αγροτικά και τρακτέρ, και στις ταράτσες ένα μικρό δάσος από κεραίες τηλεόρασης. Το (μοναδικό) καφενείο τού χωριού είχε αλλάξει ταμπέλα. Τώρα πια δεν έγραφε «Καφενείον Η Συνάντησις», αλλά «Παραδοσιακό καφενείο Οι ρίζες». Εγώ εντωμεταξύ την είχα μάθει τη λέξη παράδοση με τη σημασία της λαϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς, μπήκα λοιπόν με περιέργεια στο καφενείο. Ήταν ακριβώς όπως το ήξερα χρόνια πριν, μόνο που τώρα διέθετε ηλεκτρικό ψυγείο και, φυσικά, τηλεόραση. Είχαν γίνει και μερικές προσθήκες με κιμωλία στον μαύρο ξύλινο τιμοκατάλογο: φραπές τόσο, ουίσκυ τόσο, τοστ τόσο. Α ναι, υπήρχε και μια τοστιέρα στον πάγκο με τους καφέδες.

Την αλλαγή συμπλήρωνε άλλη μια ταμπέλα, στο κτίριο του παλιού σχολείου αυτή. «Πολιτιστικός Σύλλογος», έγραφε. Ρώτησα τι γίνεται και μου εξήγησαν με ενθουσιασμό ότι ο «Σύλλογος» κάνει ένα σωρό πράγματα, τι κάλαντα, τι κούλουμα, τι κλήδονες, ως και τον επιτάφιο στολίζουνε. Σκέφτηκα πως και στα μικράτα μου τα ίδια πράγματα έκαναν οι χωριανοί και χωρίς πολιτιστικό σύλλογο, και μια χαρά τα κάνανε. Είπα τις σκέψεις μου. «Ναι», μου είπαν, «αλλά τώρα τα κάνουμε πιο συστηματικά, γιατί κάνουμε αναβίωση (τόνισαν με υπερηφάνεια τη λέξη) των εθίμων, έρχονται μάλιστα από τη Λαϊκή Επιμόρφωση ειδικοί και μας συμβουλεύουν, για να μη χαθεί η παράδοση. Την Κυριακή έχουμε αναβίωση του Κλήδονα. Θα είσαι εδώ;»

Ήμουν εδώ και πήγα. Τα του Κλήδονα γίνανε όπως τα ξέραμε: οι τρεις Μαρίες με το αμίλητο νερό, τα φρούτα με το σημάδι, η στάμνα όλη νύχτα στ’ αστέρια κλπ. κλπ. Φυσικά και παραδοσιακή μουσική. Για λίγο όμως, όσο χρειαζόταν για να αναβιώσουμε το έθιμο. Μετά ήρθαν τα μπουζούκια και η λαϊκή τραγουδίστρια με το λαμέ. Γλέντι τρικούβερτο· με πίτσες, σουβλάκια και άφθονη μπύρα (όλα δωρεάν - προσφορές χορηγών), τις μικρές ώρες βγήκαν τα ουίσκια και οι ξηροί καρποί (προσφορά κι αυτά). Τσακίρ κέφι! Αξέχαστη βραδιά!

Και μένα μου έμεινε αξέχαστη. Για πολύ καιρό. Το ίδιο και τα ερωτήματα που μου γέννησε: Τι είναι παράδοση; Τι μου χρειάζεται; Πώς περνά από τη μια γενιά στην άλλη; Ποιος είναι ο δικός μου ρόλος σε όλα αυτά;

Τις απαντήσεις τις δουλεύω ακόμη. Θα σας τις πω, κι ίσως γίνουν αφορμή εσείς οι νέοι άνθρωποι να βρείτε τις δικές σας. Για να είμαι ειλικρινής, το κάνω ακριβώς γι’ αυτό· γιατί αλίμονο αν η νέα γενιά αντιγράφει άκριτα την προηγούμενη, αλίμονο αν κάνουμε τη ζωή copy paste. Θα βαλτώσουμε· ως κοινωνία, ως έθνος, ως άνθρωποι.

Τι είναι, λοιπόν, παράδοση; Για μένα, είναι όλα εκείνα τα στοιχεία που μου έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτομαι πού ανήκω, κάτι σαν τους κύκλους που σχηματίζονται όταν ρίξουμε μια πετρούλα στο νερό: πρώτα ο κύκλος της οικογένειάς μου, έπειτα ο κύκλος του χωριού μου, μετά ο κύκλος της περιοχής μου, και ούτω καθεξής, μέχρι που συναντώ τους κύκλους που ορίζουν το έθνος στο οποίο ανήκω, την ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει η χώρα μου κλπ. Ο τελευταίος κύκλος, άκρη άκρη, είναι αχνός, δύσκολα μπορώ να τον ορίσω, αλλά θα τον πω «Ανθρωπότητα», ίσως τον πω και μόνο «Ανθρωπιά».

Λίγα στοιχεία από τον κάθε κύκλο φτιάχνουν αυτό που λέω «παράδοση». Το περίεργο είναι πως όσο πιο έξω βρίσκεται ένας κύκλος, όσο πιο αχνός είναι, τόσο πιο σημαντικός είναι για τη συγκρότηση της παράδοσης. Θα πάρω ένα παράδειγμα από τον πρώτο και ένα από τον τελευταίο.

Στην πατρική μου οικογένεια ήταν παράδοση τη Μεγάλη Παρασκευή να τρώμε κιτρολέμονο με ξίδι και αλάτι. Ήταν ένα έθιμο από το χωριό της μάνας μου. Προφανώς ήταν μια συμβολική συμπαράσταση στον σταυρωμένο Χριστό, που ζήτησε νερό και οι σταυρωτές τού έδωσαν ξίδι. Δεν το συνέχισα αυτό το έθιμο με τα παιδιά μου· τους το έδειξα μια φορά, «έτσι έκανε η γιαγιά σας», αλλά εγώ το έκανα με κοινό λεμόνι. Πού να βρεις κιτρολέμονα σήμερα…

Και ένα παράδειγμα από τον κύκλο της ανθρωπιάς: οι γιαγιάδες της Μυτιλήνης που ζέσταναν στην αγκαλιά τους ένα μωρό προσφυγάκι, του έδωσαν γάλα με το μπιμπερό, και με μια αυθόρμητη κίνηση έκαναν εγγόνια τους όλα τα εγγόνια του κόσμου.

Ας δούμε τώρα το ερώτημα: Τι μου χρειάζεται η παράδοση; Την απάντηση την έδωσα ήδη: για να ξέρω πού ανήκω. Γι’ αυτό και δεν στενοχωριέμαι που δεν κράτησα το έθιμο με το κιτρολέμονο της Μεγάλης Παρασκευής· έχουμε τόσα άλλα για τη Μεγαλοβδομάδα. Τις γιαγιάδες της Μυτιλήνης όμως; Α, αυτές θα τις κρατήσω, και μάλιστα σε περίοπτη θέση, στο σαλόνι της καρδιάς και του μυαλού. «Πορεύου και σύ και ποίει ομοίως» θα λέω στον εαυτό μου, εντάξει δεν είναι ανάγκη ντε και καλά να δώσω μπιμπερό σε προσφυγόπουλα, αλλά κάτι θα βρω να κάνω κι εγώ όπου χρειαστεί, γιατί αλλιώς τι σόι Έλληνας θα είμαι, τι σόι άνθρωπος θα είμαι, και ̶̶ το κυριότερο ̶̶ τι παράδειγμα θα δώσω στα παιδιά μου (ε τώρα πια, στα εγγόνια μου);

Γιατί έτσι (τονίζω τη λέξη «έτσι») περνά η παράδοση από τη μια γενιά στην άλλη: Με το παράδειγμα. Καλή είναι και η διδασκαλία, καλές είναι και οι συμβουλές, αλλά δεν αρκούν. Αλλιώς η λαϊκή σοφία θα μας μαλώσει με ένα αυστηρό «Δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις». Διδάσκουμε λοιπόν με το παράδειγμα, με τη στάση ζωής, και μάλιστα όταν τα παιδιά είναι ακόμη μικρά μικρά, πριν πάνε σε σχολείο. Τότε όλα χαράζονται ανεξίτηλα στο μυαλό, «δυσέκνιπτα και αμετάστατα φιλεί γίγνεσθαι» λέει ο Πλάτωνας, εσείς θα το λέγατε: «δε γίνονται delete με τίποτα».

Αλλά υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα. Όταν λέμε παράδοση, εννοούμε ( μιλώ για τον πολύ κόσμο) στοιχεία από τη ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου την εποχή που δεν είχαμε ηλεκτρισμό, κυρίως από την υλική πλευρά της ζωής: φαγητά, κατασκευές, αντικείμενα. Από τα ήθη και έθιμα πάλι, θυμόμαστε αυτά που γίνονται πυρήνας για εορταστικές εκδηλώσεις.

Καλά είναι κι αυτά. Αλλά δεν είναι σημερινή ζωή. Ας πούμε, κάνουμε τη γιορτή του ψωμιού, ζυμώνουμε στη σκάφη, ψήνουμε το ψωμί στον ξυλόφουρνο, και δίνουμε στα παιδιά μας να δοκιμάσουν «χωριάτικο ψωμί», αληθινό χωριάτικο ψωμί. Μια μέρα το χρόνο. Τις υπόλοιπες αγοράζουμε από τον φούρνο γαλλική μπαγκέτα, ε καμιά φορά και ένα χωριάτικο.

Δε τα βάζω με τη γαλλική μπαγκέτα, ίσως μια μέρα γίνει κι αυτή μέρος της παράδοσής μας. Έτσι είναι τα πράγματα: Καθώς αλλάζουν οι υλικοί όροι της ζωής αλλάζει και η υλική πλευρά της. Κι εμείς ακολουθούμε τις αλλαγές και προσαρμοζόμαστε, καθένας με το ρυθμό του, εγώ με το δικό μου και η θεία Μέλπω με τον δικό της.

Και στα έθιμα γίνεται κάτι ανάλογο. Έτσι μπήκε στη ζωή (όχι όλων, πολλών πάντως) το ρεβεγιόν, το γαμήλιο βαλς, ο Άγιος Βαλεντίνος και τόσα άλλα, αφού προηγουμένως είχανε μπει, μείνανε λίγο και μετά ξεχαστήκανε, τα σουαρέ, τα ζουρ-φιξ, οι απογευματινές και άλλες τέτοιες «μόδες» από τη Δύση. Όλα αυτά πέθαναν, και ξεχάστηκαν, και μόνο σε παλιά μυθιστορήματα τα βρίσκεις.

Βέβαια πεθαμένος είναι και ο προπάππους μου. Αλλά αυτός δεν ξεχάστηκε. Μπορεί να έχουμε μόνο μια φωτογραφία του και να την ξεσκονίζουμε μια φορά το χρόνο, αλλά η μνήμη του δεν πιάνει σκόνη, γιατί όποτε το φέρει η συζήτηση θυμόμαστε πως ήταν Μακεδονομάχος και τον σχολιάζουμε: Μα τι ήθελε τώρα να τρέχει στην άλλη άκρη της Ελλάδας να πολεμά για την ελευθερία της Μακεδονίας, και δεν κοίταζε να ελευθερώσει το χωριό του, που κι αυτό ήταν ακόμη υπόδουλο. Αλλά κατά βάθος είμαστε περήφανοι. Μη σας πω ότι ζηλεύουμε κιόλας!

Ε να, αυτό είναι παράδοση. Πράγματα που πέρασαν, που γίναν παρελθόν, αλλά από κάποια άποψη είναι ακόμη ζωντανά. Αυτά δεν θα τα αλλάξω. Θα τα κρατήσω. Γιατί είναι φως. Και τα χρειάζομαι, όταν σκοτεινιάζει η ζωή γύρω μου. Κι αν δεν υπήρχαν, όφειλα εγώ να τα δημιουργήσω· και για να μη χαθώ, αλλά και για να έχω κι εγώ ν’ αφήσω στην επόμενη γενιά ένα φως, ένα μικρό φωτάκι έστω.

Όμως αυτό δεν θα το καταφέρω όσο κάνω κέντρο της παράδοσης τα «πατροπαράδοτα κούλουμα» και όλα τα παρόμοια «πολιτιστικά δρώμενα», με τα οποία γεμίζουν μερικά κανάλια τον δημοσιογραφικό τους χρόνο. Εγώ (τονίζω το εγώ για να τονίσω την ατομική ευθύνη) οφείλω να σκεφτώ τι μου χρειάζεται από την παράδοση, και να το κρατήσω ζωντανό στη ζωή μου. Τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιήσω ευλαβικά στις αναμνήσεις μου και στα λαογραφικά μουσεία.

Υπάρχουν και μερικά που θα τα κλειδώσω σε μια βιτρίνα, και θα πετάξω το κλειδί στη θάλασσα. Να τα βλέπουν οι επόμενες γενιές, αλλά να μην μπορούν να τα αγγίξουν. Για παράδειγμα, τα τρία μεγάλα εθνικά μας ελαττώματα: τη διχόνοια, τον φθόνο και την οξυθυμία (κοινώς, το θυμό για ψύλλου πήδημα).

Μετά θα γυρίσω στην καθημερινή ζωή, κι ό,τι σπουδαίο μού χρειάζεται αλλά δεν το βρίσκω στην παράδοση, αυτό θα στρωθώ στη δουλειά να το δημιουργήσω και να το κάνω τρόπο ζωής. Ας πούμε, να βάλω στη ζωή μου την ικανότητα για συνεργασία, τον ανυπόκριτο θαυμασμό για ομότεχνους, την ανυστερόβουλη δωρεά κόπου…

Είμαι βέβαιος πως εσείς οι νέοι θα προσθέσετε κι άλλα τέτοια ωραία στη ζωή σας.

Εντωμεταξύ εγώ θα συνεχίσω να πλουτίζω την προσωπική μου παράδοση. Να έχω κι εγώ κάτι να αφήσω σ’ αυτούς που κάποτε θα ξεσκονίζουν τη φωτογραφία μου. Αν την κρατήσουν.

Λίγα λόγια για τον Βασίλη Ορφανό:

Ο Βασίλης Ορφανός είναι εκπαιδευτικός – ψυχολόγος.

Με σπουδές στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, στο Πανεπιστήμιο Paris V- Rene Descartes (maitrise και D.E.A. Ψυχολογίας) και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (πτυχίο Βυζαντινού και Νεοελληνικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής). Υπηρέτησε στην εκπαίδευση ως δάσκαλος Δημοτικού, ως καθηγητής γαλλικής και ως καθηγητής ψυχολογικών και παιδαγωγικών μαθημάτων σε σχολές επιμόρφωσης δασκάλων και νηπιαγωγών. Έχουν δημοσιευθεί άρθρα του για παιδαγωγικά, ψυχολογικά και φιλολογικά θέματα.

Έχει ασχοληθεί συστηματικά με την Ψυχανάλυση λακανικής κατεύθυνσης. Το 2014 εκδόθηκε από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη το βιβλίο του"Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα".

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News