«Δωρητής κόπου»

Απόψεις
«Δωρητής κόπου»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Υπάρχουν ίσως κι άλλοι τρόποι ν΄ αλλάξει ο κόσμος, Κεμάλ, το θέμα είναι ν’ αλλάξουν οι άνθρωποι στάση ζωής

Προχτές, εκεί που έκανα το καθημερινό μου περπάτημα στην παραλιακή λεωφόρο, ένας αφηρημένος ποδηλάτης κόντεψε να πέσει πάνω μου. Την τελευταία στιγμή κατάφερε κι έστριψε το τιμόνι, έπεσε όμως φαρδύς πλατύς στο δρόμο, ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα σοβαρό. Τον βοήθησα να σηκωθεί, να μαζέψει το ποδήλατό του, πήρα ένα μπουκάλι νερό από ένα περίπτερο να πιει να συνέλθει, ήπιε λίγο και ξανακαβάλησε το ποδήλατό του να φύγει.

*Γράφει ο Βασίλης Ορφανός

Τότε μόνο πρόσεξα ότι η μπλούζα του έγραφε στην πλάτη: ΔΩΡΗΤΗΣ ΚΟΠΟΥ. «Στάσου, στάσου» του είπα, «τι θα πει αυτό που γράφει στην πλάτη σου;» Κατέβηκε από το ποδήλατο, πήγε στην άκρη του δρόμου, κάθισε στο πεζοδρόμιο, και με μια χειρονομία οικοδεσπότη μού έδειξε να καθίσω κι εγώ.

—«Δωρητής κόπου» θα πει αυτό που λένε οι λέξεις: Δωρητής κόπου. Τι δεν καταλαβαίνεις; είπε, και η ερώτησή του ακούστηκε ευγενική και ειλικρινής.

—«Δωρητής σώματος» έχω ακούσει, του είπα· «Δωρητής οργάνων», ναι· «Δωρητής μυελού των οστών», επίσης· άντε και «Δωρητής σπέρματος». Αλλά «Δωρητής κόπου»; Τι είναι αυτό;

— Θα σου πω. Εγώ έχω ένα σωρό προβλήματα υγείας και παίρνω ένα κάρο φάρμακα, οπότε ούτε αιμοδότης μπορώ να είμαι (που πολύ θα το ήθελα), ούτε τίποτα από τα παραπάνω. Είμαι και φτωχός άνθρωπος, με ένα μέτριο μισθό και τετραμελή οικογένεια. Λοιπόν, το μόνο που μπορώ να χαρίσω είναι ο κόπος μου. Οι δωρητές οργάνων έχουν μαζί τους μια ταυτότητα που το γράφει, αλλά για την περίπτωσή μου ταυτότητα δεν προβλέπεται, το έγραψα κι εγώ στην μπλούζα μου…

— Και τι ακριβώς σημαίνει «Δωρητής κόπου»; Τι χαρίζεις, σε ποιον, πότε, γιατί;

— Θα τα πάρω με τη σειρά:

Πρώτον. Χαρίζω σημαίνει: δίνω κάτι χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, πληρωμή ή αναγνώριση.

Δεύτερο. Κόπος σημαίνει: καταναλώνω θερμίδες για να κάνω κάτι με το σώμα μου ή με το μυαλό μου ή και με τα δυο, κι άμα το κάνεις αυτό πολλή ώρα, νιώθεις μετά κούραση.

Τρίτο. Σε ποιον χαρίζω τον κόπο μου: Σε οποιονδήποτε τον χρειαστεί. Και σε συγγενείς βέβαια, αλλά αυτό είναι υποχρέωσή μου· και σε φίλους, αλλά αυτό είναι ευγένεια· και σε συνεργάτες, αλλά έτσι κάνουν και στις συμμορίες, οπότε ας μην το λογαριάσουμε. Το θέμα είναι να χαρίζεις τον κόπο σου σε ανθρώπους που μπορεί και να μην τους ξαναδείς.

Τέταρτο. Πότε χαρίζω τον κόπο μου: Όποτε κρίνω ότι χρειάζεται κάποιος και ότι μπορώ να το κάνω.

Και πάμε στο τελευταίο: Γιατί χαρίζω τον κόπο μου. Αλλά ας σου πω πρώτα μερικά παραδείγματα δωρεάς κόπου. Το πιο απλό πράγμα που χαρίζω στους άλλους, χωρίς να με απασχολεί καν ποιος θα είναι ο αποδέκτης, είναι να κάνω δυο φορές, και τρεις αν χρειαστεί, το γύρο του τετραγώνου, ώστε να παρκάρω έτσι που να μην ενοχλώ κανέναν. Αυτό το κάνω καθημερινά. Άλλα τα κάνω μια φορά την εβδομάδα, ή μια στις δεκαπέντε πάω ας πούμε στο γηροκομείο και δια-βάζω μυθιστορήματα σε μια γιαγιούλα που δεν βλέπει καλά, ή πάω στο κοινωνικό ιατρείο και κλείνω ραντεβού στο τηλέφωνο.

— Έχω μεγάλη περιέργεια να μου πεις γιατί έγινες δωρητής κόπου.

— Α, μα είναι πολύ απλό: Για ν’ αλλάξει ο κόσμος!

Είδε που τον κοίταξα με έκπληξη, και έσπευσε να διευκρινίσει:

— Δεν είπα: «για ν’ αλλάξω τον κόσμο»· είπα: «για ν’ αλλάξει ο κόσμος». Υπάρχει τεράστια δια-φορά ανάμεσα στα δύο. Αν πω: «θέλω ν’ αλλάξω τον κόσμο», σημαίνει πως θέλω να ζήσω και να δω την αλλαγή να γίνεται, ενώ όταν λέω: «για ν’ αλλάξει ο κόσμος», είναι σαν να λέω: ας αρχίσει η αλλαγή κι ας τη δουν να ολοκληρώνεται οι επόμενες γενιές ̶ αλλά να αρχίσει!

— Και πώς νομίζεις ότι θα βοηθήσει η δωρεά κόπου ν’ αρχίσει ν’ αλλάζει ο κόσμος;

— Θα σου πω. Με τον ιδρώτα του προσώπου σου το πολύ-πολύ να αποκτήσεις ένα σπιτάκι ή ν’ αγοράσεις ένα χωραφάκι, αλλά αυτά πλούτη δεν τα λες. Για να πλουτίσεις, τέσσερις τρόποι υπάρχουν: Ή να κλέψεις τράπεζα ή να κερδίσεις μεγάλο λαχείο ή να σου πέσει μεγάλη κληρονομιά ή να έχεις ανθρώπους στη δούλεψή σου.

Την κλεψιά δεν τη συζητούμε καν, γιατί είναι ανήθικη· είναι και παράνομη, και κινδυνεύεις να φας τα νιάτα σου στη φυλακή. Στο λαχείο δεν μπορείς να υπολογίζεις· είναι τόσο λίγες οι θέσεις για υπερτυχερούς. Όσο για την κληρονομιά, πόσοι να είναι πια οι πλούσιοι θείοι από την Αμερική με μοναδικό κληρονόμο εσένα;

Αν όμως έχεις ανθρώπους στη δούλεψή σου, το πράγμα είναι αλλιώς: Αγοράζεις τον κόπο τους τρία, τον πουλάς πέντε, σου μένουν δύο. Βγάλε λειτουργικά έξοδα, βγάλε ένσημα, βγάλε φόρους, βγάλε στραβά έξοδα, σου μένει καθαρό κέρδος κοντά στο ένα. Και για πεντάρες να μιλούμε, κέρδος είναι αυτό, φασούλι το φασούλι με τα χρόνια μεγαλώνει ο μπεζαχτάς, και γίνεται κι εσύ μια μέρα μέγας και τρανός, αν έχεις πάρει το κολάι κι αν κρατάς καλό λογαριασμό. Και γίνεσαι και σεβαστό πρόσωπο στην κοινωνία, γιατί ακολούθησες ένα νόμιμο δρόμο πλουτισμού, που είθισται να θεωρείται και ηθικός.

— Γιατί λες «θεωρείται»; Δεν είναι; τον ρώτησα.

— Περίμενε. Φαντάσου ότι είσαι νέος, δυνατός, με πολλή όρεξη για δουλειά και με πολλή αγάπη για την καλλιέργεια της γης. Αλλά δεν έχεις παρά μόνο τα δυο σου χέρια. Πες τώρα ότι έρχεται άγγελος Κυρίου στο όνειρό σου και σου λέει: Από αύριο θα έχεις στον κάμπο της Μεσαράς όσα στρέμματα θέλεις, όσο νερό θέλεις, ό,τι εργαλεία και μηχανήματα χρειαστείς, σπόρους, λιπάσματα, τα πάντα. Κι από πάνω, πάντα θα κάνει τον καιρό που χρειάζεσαι για να καλλιεργήσεις τα στρέμματά σου, όλες οι αρρώστιες των φυτών θα κρατηθούν μακριά, ενώ εσύ πάντα θα είσαι δυνατός και υγιής να καλλιεργείς τη γη σου, και ό,τι βγάλεις χαλάλι σου.

Ξυπνάς την άλλη μέρα, και όλα έχουν γίνει όπως τα είπε ο άγγελος. Ρίχνεσαι στη δουλειά, περνά ο καιρός, και όταν έρχεται η ώρα της σοδειάς, μαζεύεις τον καρπό του κόπου σου, τον πουλάς και βλέπεις λεφτά στην τσέπη σου. Από τον ιδρώτα του προσώπου σου.

Το ίδιο και την άλλη χρονιά, και την άλλη και την παράλλη. «Τόσα χωράφια» σκέφτεσαι, «πού να τα προλάβω μοναχός μου! Γιατί να μην πάρω ένα εργάτη;» Δύσκολο δεν είναι να βρεις, βάζεις λοιπόν μπροστά να καλλιεργήσεις διπλή έκταση: τόσα στρέμματα εσύ, τόσα ο εργάτης. Φυσικά, στο τέλος και η σοδειά είναι διπλάσια και τα λεφτά επίσης. Ερώτηση: Πόσα θα δώσεις στον εργάτη;

Σαν πολύ ρομαντικός μου φάνηκε ο συλλογισμός αυτός, και είπα τις αντιρρήσεις μου:

— Ναι, αλλά στον κόσμο που ζούμε, τα χωράφια δεν τα δίνει άγγελος Κυρίου· συνήθως τα βρίσκουμε από τους γονείς μας.

— Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά το θέμα είναι: πώς τα απόκτησαν εκείνοι; Ή θα τα αγόρασαν ή θα τα βρήκαν κι αυτοί κληρονομιά από κάποιον που τα αγόρασε (δεν μιλούμε για καταπατήσεις). Με τι λεφτά; Με αυτά που έβαζαν στην άκρη από το μεροκάματό τους; Και τι να αγοράσεις με τις οικονομίες σου; το πολύ-πολύ ένα κηπουλάκι. Άρα; Άρα, πίσω από τις μεγάλες κληρονομιές να αναζητήσεις εργάτες στα χωράφια του αγγέλου, που λέγαμε…

Είδε ότι δεν με έπειθε, και συνέχισε:

— Οι γονείς έχουν μόνο τρία πράγματα να δώσουν στο παιδί τους: DNA, επώνυμο και αγάπη. Το πρώτο το δίνουν θέλουν δε θέλουν· το δεύτερο μόνο αν αναλάβουν τον γονεϊκό τους ρόλο (και αυτό συμβαίνει κατά κανόνα)· το τρίτο μόνο αν έχουν αγάπη να δώσουν (και ευτυχώς οι περισσότεροι έχουν). Άρα, και οι γονείς μας αυτά μόνο πήραν από τους γονείς τους, και οι γονείς των γονιών τους το ίδιο, και πάει λέγοντας γενεές δεκατέσσερις προς τα πίσω.

Και συνέχισε:

— Μ’ αυτά που λέω δεν εννοώ να ξαναμοιράσουμε τα χωράφια και τις περιουσίες, τα εργοστάσια και τα πλοία, τα μέγαρα και τα κότερα. Όχι γιατί δεν θα ήταν δίκαιο, αλλά γιατί σε λίγο καιρό θα βρισκόμασταν πάλι εκεί που ήμασταν πριν την αναδιανομή, μη σου πω και χειρότερα.

Είδαμε τι έγινε με τις Βερσαλλίες και τα Χειμερινά Ανάκτορα! Η απόσταση πλούτου σήμερα ανάμεσα στα δυτικά και τα βορειοανατολικά προάστια του Παρισιού, καθώς και η απόσταση ανάμεσα στους νεόπλουτους της Ρωσίας και τις Λιούμπες που σφουγγαρίζουν σκάλες σε ευρωπαϊκά σπίτια, μας κάνουν να αναρωτηθούμε: «Και που απαλλαχτήκαμε από τους Λουδοβίκους και τους Ρομανώφ, τι άλλαξε;» Η επιθυμία για κέρδη, κι άλλα κέρδη και περισσότερα κέρδη ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Κι αυτό είναι η μόνιμη πηγή κοινωνικής δυστυχίας. Και δεν το άλλαξε ούτε η Γαλλική Επανάσταση ούτε η Οκτωβριανή. Γιατί το θέμα δεν είναι να αλλάξουν οι καταστάσεις αλλά ν’ αλλάξουν οι άνθρωποι στάση ζωής.

Είδα πως είχε πάρει φόρα και τον άφησα να συνεχίσει, να δω πού θα το πάει.

— Ένας σπουδαίος ζωολόγος, μιλώντας για την κοινωνική πλευρά του ζώου άνθρωπος και τις δυσκολίες της, γράφει ότι εξανεμίζονται διαρκώς τα όνειρα για μια οικουμενική ειρήνη και πως μόνο μια απειλή από άλλον πλανήτη θα έφερνε τους ανθρώπους στα σύγκαλά τους, αλλά και πάλι μόνο προσωρινά. Εκτός και αν κάποια στιγμή στο μέλλον η ευφυΐα του ανθρώπου επινοήσει κάποια λύση για το πρόβλημα αυτό, που προς το παρόν παραμένει άλυτο.

Εδώ ο συνομιλητής μου σταμάτησε λίγο. Το πρόσωπό του πήρε μια λάμψη σαν να το φώτιζε ήλιος που ανατέλλει, ενώ το βλέμμα του πήγε μακριά, πολύ μακριά…

— Η δωρεά κόπου ίσως να είναι η λύση που ψάχνουμε, είπε, αλλά το αν θα καρποφορήσει θα το μάθουμε μόνο εφόσον την εφαρμόσουμε. Και πρόσθεσε:

Κάποιος σοφός του περασμένου αιώνα είχε πει για την τέχνη ότι δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, μπορεί όμως να βοηθήσει να αλλάξει η συνείδηση των ανθρώπων που αυτοί με τις πράξεις τους θα αλλάξουν τον κόσμο.

Εγώ στη θέση της τέχνης βάζω τη δωρεά κόπου. Γι’ αυτό έγινα δωρητής κόπου, και το έγραψα στην πλάτη μου, να με ρωτάτε τι σημαίνει και ίσως να θελήσετε να γίνετε κι εσείς.

Πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός (το είπε νομίζω και ο Σωκράτης, το υποστηρίζει και η σύγχρονη βιολογία). Το θέμα είναι να βρούμε ένα κοινό τρόπο να είμαστε καλοί, και αυτόν τον τρόπο να τον διδάσκει η μια γενιά στην άλλη. Αν χαρίζουμε τον κόπο μας, δίνουμε ένα παράδειγμα στα παιδιά μας να κάνουν κι αυτά το ίδιο, κι εκείνα θα δώσουν παράδειγμα στα δικά τους παιδιά, κι η τρίτη γενιά στην τέταρτη κι η τέταρτη στην πέμπτη ̶ πού θα πάει; θ’ αλλάξουν κάποτε μυαλά οι άνθρωποι. Ώστε αυτοί να κυβερνούν τα υλικά αγαθά και όχι το αντίθετο.

Στην τελευταία πρόταση η φωνή του είχε πάρει έναν τόνο σχεδόν ιερατικό, σαν να έδινε ένα χρησμό. Το πρόσεξα, πρόσεξε φαίνεται κι αυτός πως η δυσπιστία κόντευε να γίνει ειρωνεία στο βλέμμα μου, χαμήλωσε κάπως το δικό του και, μάλλον σαν να μιλούσε στον εαυτό του, είπε με ήρεμη και σταθερή φωνή:

— Εγώ παίδεψα το μυαλό μου και βρήκα αυτή τη λύση. Όποιος δεν του αρέσει, να μας πει τη δική του. Κι αν είναι καλύτερη, εγώ θα την υιοθετήσω χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Αυτά είπε και σηκώθηκε. Ανέβηκε στο ποδήλατό του και έφυγε. Σηκώθηκα κι εγώ να συνεχίσω το περπάτημά μου. Τον κοίταζα να απομακρύνεται, και δεν ξέρω γιατί αλλά άρχισα να σιγοτραγουδώ τον «Κεμάλ» του Μάνου Χατζιδάκι. Δεν θυμόμουν όλα τα λόγια, λα-λα-λα έλεγα όπου υπήρχε κενό μνήμης, αλλά εκείνο το «με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί» πώς να το ξεχάσει κανείς, κι ας μην έχει επαναστατικό παρελθόν.

Εκεί λοιπόν, στη φωτιά και το μαχαίρι, κοντοστάθηκα. Έφερα στο μυαλό μου αυτά που μόλις μου είχε πει ο δωρητής κόπου. «Λες;» αναρωτήθηκα, «Λες να υπάρχουν κι άλλοι τρόποι ν’ αλλάξει ο κόσμος;»

Άνοιξα το βήμα μου. Από τη μεριά της θάλασσας ερχόταν ένα δροσερό αεράκι…

Λίγα λόγια για τον Βασίλη Ορφανό:

Ο Βασίλης Ορφανός είναι εκπαιδευτικός – ψυχολόγος.

Με σπουδές στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, στο Πανεπιστήμιο Paris V- Rene Descartes (maitrise και D.E.A. Ψυχολογίας) και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (πτυχίο Βυζαντινού και Νεοελληνικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής). Υπηρέτησε στην εκπαίδευση ως δάσκαλος Δημοτικού, ως καθηγητής γαλλικής και ως καθηγητής ψυχολογικών και παιδαγωγικών μαθημάτων σε σχολές επιμόρφωσης δασκάλων και νηπιαγωγών. Έχουν δημοσιευθεί άρθρα του για παιδαγωγικά, ψυχολογικά και φιλολογικά θέματα.

Έχει ασχοληθεί συστηματικά με την Ψυχανάλυση λακανικής κατεύθυνσης. Το 2014 εκδόθηκε από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη το βιβλίο του"Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα".

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News