Τράπεζες, «κόκκινα» δάνεια και capital controls

Απόψεις
Τράπεζες, «κόκκινα» δάνεια και capital controls

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η αναμφισβήτητη αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα τους τελευταίους μήνες οδήγησε στη χαλάρωση και εν συνεχεία στην επανεξέταση των capital controls. Αυτό θα ενισχύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των καταθετών και θα βοηθήσει ως ψυχολογία του κοινού στην αύξηση ρευστότητας των τραπεζών

Στον παρόντα χρόνο, λόγω της “κρίσης στην Ιταλία” και του προβλήματος των “κόκκινων” δανείων των ελληνικών τραπεζών, επιβάλλεται να τονιστούν τα παρακάτω σε αναφορά και με τα capital controls.

Ασφαλώς μια δημοσιονομική κρίση ή μια κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δημιουργεί άμεσα αντανακλάσεις τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία.

Γράφει ο Πέτρος Μηλιαράκης

Επειδή, δε, το χρηματοπιστωτικό σύστημα προϋποθέτει τα πιστωτικά ιδρύματα να λειτουργούν στο πλαίσιο της αποστολής τους τόσο για την πίστη όσο και για την ανάπτυξη της οικονομίας και συνεπώς της κοινωνίας, το παρόν κείμενο επιδιώκει να συμβάλει στον δημόσιο λόγο με τα παρακάτω, αφού προταχθεί μια σύντομη ιστορική καταγραφή της αποστολής της τράπεζας ως κοινωνικοοικονομικού, αλλά (δεν είναι υπερβολικός ο όρος) και “πολιτιστικού” φαινομένου. Και τούτο γιατί από τότε που ο πολιτισμός του ανθρώπου “πέρασε” από την εμπράγματη οικονομία (δηλαδή από την ανταλλαγή πράγματος με άλλο πράγμα), στην “οικονομία του χρήματος” και μετέπειτα του “νομίσματος” (αναγκαστική κυκλοφορία), οι τράπεζες ήταν το σημείο αναφοράς και ο μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας.

Με τούτη την προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής:

* Η ιστορία των τραπεζών και ο όρος “τράπεζα”: Ο όρος “τράπεζα” ιστορικώς προέρχεται από το έπιπλο “τράπεζα-τραπέζι-πάγκο”, όπου πίσω του στέκονταν οι “νομισματαλλάκτες”, οι “αργυραμοιβοί”. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες η τράπεζα εκφράζεται με τον ίδιο όρο “τράπεζα-τραπέζι”: “bank”, “banque”, “banca”. Ωστόσο:

Οι πρώτες τράπεζες δημιουργήθηκαν κατά τον 8ο και 7ο π.Χ.(!) αιώνα από τους Ασσύριους, τους Βαβυλώνιους και τους Αιγύπτιους. Οι τράπεζες αυτές εξέδιδαν συναλλαγματικές και αποδείξεις σε μικρούς δίσκους, πάνω στους οποίους ήταν “χαραγμένα” δάνεια με ενέχυρο ή (και) υποθήκη και ο τόκος που είχε “συμφωνηθεί”.

Στην αρχαία Ελλάδα, ως πρώτες τράπεζες χρησίμευσαν οι ναοί, τους οποίους σέβονταν και οι κατακτητές ακόμη! Περίφημοι υπήρξαν οι ναοί των Δελφών, της Ολυμπίας και της Δήλου, στους οποίους εναπόθεταν τεράστια ποσά όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι παρεπιδημούντες στην Ελλάδα. Στις ιωνικές πόλεις Μίλητο, Σμύρνη και Έφεσο, οι αργυραμοιβοί διεξήγαγαν τραπεζικές εργασίες, ενώ η τραπεζική τέχνη μετά τους Μηδικούς Πολέμους μεταφέρθηκε από την Κόρινθο στην Αθήνα. Οι πρώτοι τραπεζίτες των Αθηνών ήσαν νομισματαλλάκτες. Αργότερα οι νομισματαλλάκτες δέχονταν καταθέσεις ιδιωτών, προς τους οποίους δεν έδιναν καν αποδείξεις, γιατί έχαιραν τέτοιας φήμης και εκτίμησης για την εντιμότητά τους, ώστε οι πελάτες τους αρκούνταν στον λόγο τους και μόνον!

Αντιθέτως οι τραπεζίτες έπαιρναν έγγραφη απόδειξη ή γραμμάτια για τις χορηγούμενες πιστώσεις προς τους πελάτες τους, που πολλές φορές τις πωλούσαν σε άλλους ή διενεργούσαν μεταφορές από λογαριασμό σε λογαριασμό, μεταξύ των πελατών τους.

Κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή οι τραπεζίτες διενεργούσαν τις ίδιες εργασίες και απολάμβαναν μεγάλων τιμών - ενώ ιστορικώς είναι βέβαιον ότι η τραπεζική τέχνη “μεταδόθηκε” από την Αθήνα στην Ρώμη.

Όταν επήλθε το βαρβαρικό κύμα μετά τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, επακολούθησε περίοδος πολέμων και οι τράπεζες περιέπεσαν σε παρακμή (γιατί η πίστη αναπτύσσεται μόνο σε ειρήνη), για να εμφανιστούν και πάλι κατά τον Μεσαίωνα. Στον προκαπιταλιστικό πολιτισμό η πρώτη τράπεζα που ιδρύθηκε ήταν η Τράπεζα της Βενετίας το 1157 (που επανιδρύθηκε το 1756). Επακολούθησε η Τράπεζα του Αμβούργου το 1719. Όμως η “σύγχρονη” τραπεζική τέχνη έχει τη “βάση της” στις τράπεζες της Αγγλίας και στους πρώτους Άγγλους τραπεζίτες, τους χρυσοχόους, με πρωταίτιους τους Λομβάρδους - εξού και η Lombard Street.

Στην Ελλάδα η πρώτη τράπεζα που ιδρύθηκε είναι η Ιονική, με έδρα το Λονδίνο, το 1839, και δύο έτη αργότερα η Εθνική και η Εμπορική. Στην Εθνική παραχωρήθηκε από το κράτος κατά το ίδιο έτος της ίδρυσής της (1841) και το προνόμιο της έκδοσης των τραπεζογραμματίων. Τούτο ίσχυε μέχρι το 1928, οπότε το προνόμιο έκδοσης των τραπεζογραμματίων μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, που ιδρύθηκε ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό. Το 1927 ιδρύθηκε η Κτηματική Τράπεζα και το 1929 η Αγροτική Τράπεζα.

Περιττό δε να γίνει αναφορά ότι στον παρόντα χρόνο η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η ελληνική οικονομία και συνεπώς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα υπόκειται στο ευρωσύστημα και γενικότερα η εθνική οικονομία υπόκειται στους κανόνες των ενωσιακών νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών.

* Οι πάγιες αρχές: Οι τράπεζες και το εν γένει πιστωτικό σύστημα που ενδιαφέρει την κοινωνία (φυσικά πρόσωπα και μικρομεσαίες επιχειρήσεις) αφορούν κυρίως στη λεγόμενη “λιανική πολιτική” (retailbanking). Σε σχέση με τα προαναφερόμενα και ανεξαρτήτως του ιστορικού βάθους της λειτουργίας των τραπεζών και της δημιουργίας διαρκώς νέων προϊόντων, η έννοια της τραπεζικής πολιτικής διέπεται από τρεις αδιαπραγμάτευτες αρχές: i) από την αρχή της ρευστότητας, ii) από την αρχή της ασφάλειας και iii) από την αρχή της αποδοτικότητας. Συνεπώς η τραπεζική επιχείρηση: α) με βάση την αρχή της ρευστότητας πρέπει να ανταποκρίνεται στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της σε κάθε δεδομένη στιγμή, β) με βάση την αρχή της ασφάλειας θα πρέπει να διαθέτει τις εγγυήσεις για την εξασφάλιση του ποσού της πίστωσης και γ) με βάση την αρχή της αποδοτικότητας θα πρέπει να λειτουργεί με το κριτήριο της θεμελιώδους οικονομικής αρχής, της επίτευξης δηλαδή του μεγαλύτερου οικονομικού αποτελέσματος με τις μικρότερες οικονομικές θυσίες.

* Απαιτούνται κεφάλαια: Η πρόσφατη κρίση, που αφορούσε κυρίως στις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα, κύρια βάση της είχε τον προγραμματισμό πώλησης (από τις τράπεζες) των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω από τη λογιστική τους αξία σε βάρος των κεφαλαιακών “μαξιλαριών” (πράγμα που θα υποχρέωνε σε αναζήτηση νέων κεφαλαίων από τις αγορές). Αυτός ο προγραμματισμός προκύπτει από το ότι οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν υποβάλει σχέδια στον Single Supervisory Mechanism (SSM) για να μειωθούν τα NPEs (Non-Performing Exposures) περίπου στο 60% μέχρι το τέλος του 2021. Σε κάθε περίπτωση όμως, για να είναι λυσιτελής η μείωση των NPEs, απαιτούνται κεφάλαια. Προς την κατεύθυνση δε αυτή προϋπολογίζεται ότι θα απαιτηθούν συνολικώς περί τα 6 δισ. ευρώ.

Πάντως είναι σαφές ότι, κι όταν ακόμη παρατηρείται πίεση των τραπεζικών μετοχών, η ένταση του Χρηματιστηρίου αφορά και “κερδοσκοπικά παιχνίδια”, όπως προκύπτει από προσεκτικές εκτιμήσεις στις εκθέσεις Οίκων, και αναφέρομαι στην HSBC, στην Goldman Sachs και στη Morgan Stanley, αν και κατά κανόνα οι Οίκοι αυτοί ασκούν ιδιαιτέρως αυστηρή κριτική στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Σε κάθε περίπτωση δε, δεν πρέπει να παραλείπεται ότι οι πάντες τελούν υπό τη στενή παρακολούθηση του SSM που αφορά “Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό” ο οποίος συστάθηκε επί τούτω με τον Κανονισμό 1024/2013 του Συμβουλίου.

* Τα capital controls: Η αναμφισβήτητη αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα τους τελευταίους μήνες οδήγησε στη χαλάρωση και εν συνεχεία την επανεξέταση των capital controls. Αυτό θα ενισχύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των καταθετών και θα βοηθήσει ως ψυχολογία του κοινού στην αύξηση ρευστότητας των τραπεζών. Αυτή όμως η αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών θα βοηθήσει ασφαλώς και το χρηματοδοτικό προφίλ, που συνεπάγεται credit positive. Προς την κατεύθυνση του credit positive λειτουργεί και η αδιαμφισβήτητη μείωση του δανεισμού από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance).

Υπ’ όψιν δε ότι ο ELA, που αντιστοιχούσε σε 4,5 δισ. ευρώ ή 2% του συνολικού ενεργητικού στα τέλη Αυγούστου 2018, συγκρινόμενο με το ογκώδες 21% του Αυγούστου 2015, αποδεικνύει τη βελτίωση της λειτουργίας του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.

Άξιο αναφοράς είναι δε ότι, για τις έξι τράπεζες που ο Οίκος Moody’s παρακολουθεί, εστιάζει ειδικώς στον ELA.

* Να αποκλειστεί η προοπτική μιας “Bad bank”: Το βάρος-άχθος των συστηματικών ελληνικών τραπεζών που αφορά στα “κόκκινα” δάνεια, και που σύμφωνα με αντικειμενικές εκτιμήσεις ακουμπά το 50% του ΑΕΠ της χώρας, πρέπει να επιλυθεί.

Μια από τις μεθόδους, και ένας από τους τρόπους που μπορεί να προκύψουν, προφανώς δεν είναι η ίδρυση μέσω κεφαλαίων του ελληνικού Δημοσίου ενός λεγόμενου “κακού” πιστωτικού ιδρύματος, δηλαδή μιας “Bad bank”. Άλλωστε, μια τέτοια διαδικασία προσκρούει ευθέως και πρωτίστως στους κανόνες του πρωτογενούς ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου.

Ωστόσο, για την επίλυση του σημαντικού προβλήματος των “κόκκινων” δανείων μπορεί να συζητηθεί η συγκρότηση “Εταιρείας Ειδικού Σκοπού”, που θα εκδώσει ομόλογα τα οποία θα διατεθούν στους επενδυτές μέσω της δευτερογενούς αγοράς με κρατικές εγγυήσεις. Η δημιουργία δηλαδή μιας αγοράς των NPEs μπορεί να είναι λύση.

Ασφαλώς η όποια περαιτέρω επεξεργασία για την επίλυση του ζητήματος των “κόκκινων” δανείων πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπ’ όψιν την ομαλή λειτουργία των τραπεζών, αλλά και τη στήριξη του αδίκως καταπονημένου τμήματος της κοινωνίας, που αφορά εκείνους τους δανειολήπτες οι οποίοι θα πρέπει να προστατευτούν λόγω της αναίτιας από πλευράς τους μεταβολής των οικονομικών τους συνθηκών.

* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News