Η θρησκεία στον ελληνικό χώρο

Απόψεις
Η θρησκεία στον ελληνικό χώρο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι Έλληνες ήταν πάντοτε βαθιά θρησκευόμενοι και η Ελληνική Επανάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα προϊόν νεωτερικών ιδεών, ρομαντισμού και της ψυχικής δύναμης που προσφέρει η πίστη

Το 2021 συμπληρώνονται 200 ολόκληρα χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, μια ημερομηνία-ορόσημο για την απόκτηση της εθνικής μας ταυτότητας.

Η εθνική ταυτότητα σφυρηλατείται από ένα πλήθος παραγόντων όπως είναι η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, η ιστορία και οι παραδόσεις. Δε χρειάζεται τα μέλη ενός λαού να διαθέτουν την ίδια ιστορία, ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Αρκεί μόνο ένα στοιχείο, το οποίο θα λειτουργήσει ως «κόλλα» εθνικής συνείδησης.

Γράφει ο κ. Νίκος Κοσμαδάκης *

Οι ένδοξες επαναστάσεις του 18ου αιώνα έφεραν την υπογραφή της εθνικής αυτοδιάθεσης ενός λαού. Η εκάστοτε επανάσταση είχε τα ερείσματά της σε διαφορετικά θεμέλια, ενώ αναδείχθηκαν οι αξίες της νεωτερικότητας, όπως είναι η ελευθερία και η ισότητα.

Το 1821 ο ελληνικός λαός, έχοντας ως πρότυπο τη Γαλλική Επανάσταση, αναζητούσε τον ζωτικό του χώρο ώστε να αναπνεύσει και να αποκτήσει την ελευθερία του, δηλώνοντας παράλληλα πως το έθνος (το ελληνικό) έχει και εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία. Τέσσερις ολόκληροι αιώνες ήταν αρκετοί ώστε να σμιλευτεί η εθνική αυτοσυνείδηση ή, εάν προτιμάτε, η εσωτερική συλλογική βούληση, η οποία θα κινητοποιήσει την Επανάσταση που θα έχει απελευθερωτικά χαρακτηριστικά. Έπρεπε να βρεθεί η «κόλλα» της εθνικής αυτοσυνείδησης, με δεδομένο πως η Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν μια χώρα όπου κατοικούσαν λαοί με διαφορετικές ιστορικές παραδόσεις και ήθη κι έθιμα.

Ο ενοποιητικός κρίκος ήταν η θρησκεία και συγκεκριμένα το χριστιανικό ορθόδοξο φρόνημα. Ο πόλεμος Ελλήνων-Τούρκων ήταν ουσιαστικά πόλεμος μεταξύ ορθόδοξων χριστιανών και μουσουλμάνων. Η θρησκεία έμελλε να αποτελέσει τη βάση της εθνικής συνείδησης. Οι Έλληνες ένιωσαν περισσότερο χριστιανοί, παρά υπήκοοι ενός λαού ο οποίος υποφέρει εδώ και 4 αιώνες να βρει την ανεξαρτησία του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, το βιβλίο που υπήρχε σε κάθε νοικοκυριό ήταν εκείνο της «Αποκαλύψεως» του Ιωάννη.

Και ο λόγος είναι καθαρά συμβολικός. Ήταν μια εποχή όπου οι χριστιανοί ορθόδοξοι θεωρούσαν πως ο χριστιανικός Θεός θα τιμωρήσει τους μουσουλμάνους για τα δεινά που έχουν υποστεί οι Έλληνες. Πάνω σε αυτή τη φαντασιακή σκηνή χτίστηκε η αυτοπεποίθηση των Ελλήνων ορθοδόξων.

Δυστυχώς, όμως, οι Έλληνες ορθόδοξοι εμφανίστηκαν διχασμένοι και μοιραία ξεκίνησε ο εμφύλιος, ο οποίος κόστισε πολεμικά, οικονομικά και κυρίως ψυχολογικά. Ο Ιμπραήμ και η ιμπεριαλιστική πολιτική που ακολούθησε γρήγορα είχε δυσμενές αντίκτυπο για τον Ελληνισμό, ενώ οι Έλληνες απέκτησαν εντέλει την εθνική τους ανεξαρτησία μέσα από τη σωτήρια παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Οι Έλληνες ήταν πάντοτε βαθιά θρησκευόμενοι και η Ελληνική Επανάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα προϊόν νεωτερικών ιδεών, ρομαντισμού και της ψυχικής δύναμης που προσφέρει η πίστη. Όλα αυτά έβαλαν το λιθαράκι τους ώστε να ξεσηκωθούν οι Έλληνες.

Είτε αποδέχεται κάποιος τον ρόλο της στη σημερινή κοινωνία είτε όχι, οφείλει να παραδεχτεί πως η θρησκεία λειτούργησε καταλυτικά - ερμηνευόμενη ως ένα σύνολο ηθικών κανόνων με αναφορά στην υπερβατική οντότητα που λέγεται χριστιανικός Θεός.

Η σχέση Ελληνισμού- Χριστιανοσύνης έμελλε να συνεχιστεί και τις επόμενες δεκαετίες. Όπως επίσης και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν ξεκάθαρο πως ο Έλληνας είναι και χριστιανός και δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης ως προς αυτό.

Βέβαια στις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε και δέσποζε το γλωσσικό ζήτημα, η Εκκλησία τάχθηκε με την πλευρά των καθαρευουσιάνων και ήταν κάθετα αντίθετη στη μεταφορά ευαγγελικών αναγνωσμάτων από την καθαρεύουσα στη δημοτική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πλήθος προοδευτικών ανθρώπων να χαρακτηρίσουν τη στάση της Εκκλησίας της Ελλάδας ως γραφική και αυταρχική, αφού με έναν αυθαίρετο τρόπο επέβαλε την άποψή της.

Η άρρηκτη σχέση Ελληνισμού-Χριστιανοσύνης αλλάζει μετά την προσχώρηση της χώρας μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πρώην ΕΟΚ, αυτοπροσδιορίστηκε ως ένα μόρφωμα που θα ενσωμάτωνε τις αξίες του φιλελευθερισμού, δηλαδή της ανεκτικότητας, του σεβασμού της διαφορετικότητας και κυρίως της ουδετερότητας του κράτους απέναντι σε πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Πολύ απλά, το κράτος έπρεπε να κρατάει μια ουδέτερη στάση απέναντι στις διαφορετικές πεποιθήσεις που ενστερνίζεται η εκάστοτε μειονότητα. Οι θρησκευτικές απόψεις τής εκάστοτε πλειοψηφίας λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στον σχηματισμό της πολιτικής, αλλά πρέπει να γίνουν σεβαστές και οι διαφορετικές αντιλήψεις. Είναι μια μορφή αρνητικής ελευθερίας ή αλλιώς μιας ελευθερίας που χαρακτηρίζεται από την απουσία εξωτερικών εμποδίων.

Στην Ελλάδα, από το 1981 και έπειτα, συνέβησαν τρομακτικές αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο. Ωστόσο, πάντα υπήρχε αυτός ο σφικτός εναγκαλισμός του Κράτους με το ορθόδοξο χριστιανό φρόνημα και καμία κυβέρνηση, με εξαίρεση την προηγούμενη - η προσπάθεια της οποίας ήταν ατελής - δεν προσπάθησε να ευθυγραμμιστεί με τις ευρωπαϊκές πολιτικές.

Και ο λόγος είναι προφανής... Μια τέτοια απόπειρα θα κόστιζε πολιτικά και επικοινωνιακά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαγραφή του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες, που ήταν ένα γεγονός το οποίο ταλαιπώρησε την κυβέρνηση του κ. Σημίτη. Αποτέλεσε μια προσπάθεια ή ένα μικρό βήμα, αλλά ο μακαριστός τότε Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε διαφορετική άποψη και με πύρινους λόγους προσπάθησε να πείσει τον ελληνικό λαό πως η θρησκεία είναι στοιχείο της συλλογικής μας συνείδησης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει η σημερινή πολιτική ηγεσία να πάρει υπεύθυνη θέση για τη σχέση Ελληνισμού-Ορθοδοξίας, με δεδομένο πως πλέον η χώρα μας έχει κατοίκους που πρεσβεύουν άλλες θρησκευτικές δοξασίες. Οι κάτοικοι αυτοί είναι αποτέλεσμα είτε των προσφυγικών ροών από το 2015 και έπειτα είτε των μεταναστευτικών ροών από το 1990 και μετά.

Απέναντι λοιπόν σε αυτήν τη νέα πολυπολιτισμική κατάσταση, η χώρα μας πώς πρέπει να δράσει;

Οφείλει να σεβαστεί τις άλλες θρησκείες, αναγνωρίζοντάς τις θεσμικά, δηλαδή συνταγματικά. Δυστυχώς, όμως, το άρθρο περί ανεξιθρησκίας, όπως υπάρχει στον καταστατικό χάρτη της χώρας μας, έχει ελάχιστη πρακτική σημασία.

Ο κάθε Έλληνας, είτε πιστεύει είτε όχι στην υπερβατική και νοητή οντότητα που λέγεται χριστιανικός Θεός, οφείλει να αναγνωρίσει τον ιστορικό και συμβολικό ρόλο της θρησκείας στον ελληνικό χώρο. Ο ρόλος της ήταν συσπειρωτικός και ενδυναμωτικός.

Οφείλει όμως να γίνει και πρεσβευτής των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία είναι αναφαίρετα και καθολικά. Ο Έλληνας οφείλει να σεβαστεί τη διαφορετική θρησκεία που επιβιώνει σε αυτό το πολυπολιτισμικό μωσαϊκό θρησκειών εντός της Ελλάδας, αφήνοντας πίσω ημιμαθείς, στερεοτυπικές και μεσαιωνικές αντιλήψεις που αναδεικνύουν το ορθόδοξο χριστιανικό κήρυγμα ως ανώτερο και κυρίαρχο.

Προς αυτήν την κατεύθυνση, πρέπει να συμβάλλει και η νέα πολιτική ηγεσία της χώρας μας, βάζοντας στο πολιτικό επίκεντρο τον φιλελευθερισμό και όχι τον ακραίο συντηρητισμό, ο οποίος μπορεί να δημιουργήσει ένα σύγχρονο Μεσαίωνα.

* Ο Νίκος Κοσμαδάκης είναι πολιτικός επιστήμονας και δημοσιογράφος

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News