Το ελληνικό... πολιτικό DNA

Απόψεις
Το ελληνικό... πολιτικό DNA

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στην Ελλάδα, τα πάντα έχουν μικροπολιτικοποιηθεί, αφού ο αυτοσκοπός είναι το κομματικό συμφέρον και όχι το δημόσιο

Η Ελλάδα είχε πάντα διαφορετικό πολιτικό DNA σε σχέση με τ’ άλλα κράτη της Δύσης. Οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις φιλονικούσαν και πάντα η κάθε μία εξέφραζε έναν δικό της κόσμο ή μια ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία εάν προτιμάτε.

Έχουν γραφτεί πολύ περισσότερες σελίδες εθνικών κρίσεων στη χώρα μας σε σχέση με περιόδους που χαρακτηρίζονταν από εθνική συναίνεση. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.

Αλλά ας μην απομακρυνθούμε από τη δυνατότητα που μας παρέχει ο ιστορικός χρόνος και ας αναφερθούμε συγκεκριμένα σε τρία ιστορικά παραδείγματα της νεότερης ιστορίας μας.

Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1821 ήταν ένας αγώνας για να αποκτήσει ο Έλληνας και η Ελληνίδα εθνική αυτοσυνειδησία. Ήταν μια προσπάθεια ώστε όλοι εκείνοι που είχαν την ίδια θρησκεία (ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα) να αποκτήσουν εθνική ταυτότητα. Δοξάζουμε τη μνήμη των αγωνιστών του 1821 και αποκαλούμε ήρωες τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη. Αλλά, για λόγους αποφυγής της πραγματικότητας, δεν επιθυμούμε να μιλήσουμε για τον Ελληνικό Εμφύλιο του 1824, που ήταν η αφορμή της ανασυγκρότησης των τούρκικων στρατευμάτων. Είναι μύθος πως οι Έλληνες αγωνιστές την περίοδο της Επανάστασης του 1821 ήταν ενωμένοι μεταξύ τους. Το διακύβευμα στο συγκεκριμένο παράδειγμα ήταν: Θα υπάρξει ελληνικό κράτος το οποίο θα έχει εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία;

Ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα έρχεται από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ετοίμαζε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα έφερνε την Ελλάδα πιο κοντά στη Δύση. Ήταν ένα πρόγραμμα αρκετά απαιτητικό σε οικονομικό επίπεδο, ωστόσο δημιουργούσε τις προϋποθέσεις εκσυγχρονισμού. Το ρηξικέλευθο πρόγραμμα του Χαρίλαου Τρικούπη δεν ακούστηκε εύηχα στο παλαιοκομματικό σύστημα του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα σε πολιτικούς που δεν επιθυμούσαν την πρόοδο. Κύριος εκφραστής των απόψεων αυτών ήταν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο οποίος είχε ως σημαία τη μη πρόοδο και την ανάγκη να επανακτήσει η Ελλάδα τον ρόλο της μέσα από την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Οι δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα καταδεικνύουν ένα άκρως πολωτικό κλίμα ανάμεσα στις εκσυγχρονιστικές και οπισθοδρομικές δυνάμεις. Σε αυτό το παράδειγμα, το διακύβευμα ήταν: Επιζητούμε τη θεσμική και οικονομική πρόοδο ή όχι;

Τελευταίο ιστορικό παράδειγμα σχετίζεται με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε είχαμε τη σύγκρουση δύο μεγάλων ανδρών, του Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρούσε πως η Ελλάδα όφειλε να συνεργαστεί με τους Αγγλοσάξονες της Αντάντ. Διαφορετική στάση κράτησε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από τη γερμανική νοοτροπία και κουλτούρα. Η σύγκρουση των δύο αυτών ανδρών, η οποία είχε ξεκινήσει από τους Βαλκανικούς Πολέμους, εντάθηκε και δημιούργησε τον Εθνικό Διχασμό, που αποτέλεσε ένα μαύρο κεφάλαιο για την ελληνική πολιτική ιστορία. Το διακύβευμα ήταν: Με ποιους θα συνεργαστούμε και από ποιους θα λάβουμε τα περισσότερα οφέλη.

Και τα τρία παραδείγματα υποδεικνύουν πως η συναίνεση δεν ήταν εφικτή σε περιόδους εθνικής κρίσης και ένας διάχυτος κομματικός καιροσκοπισμός είχε απλωθεί σε όλη την Ελλάδα. Οι περίοδοι εθνικής κρίσης, όπως τις έχει βιώσει ο ελληνικός λαός τους τελευταίους δύο αιώνες, σημαίνουν την εργαλειοποίηση του λαϊκού αισθήματος. Ο πολιτικός εκπρόσωπος παίρνει μια ξεκάθαρη θέση σ’ ένα εθνικό ζήτημα μείζονος σημασίας και ο αντίπαλός του παίρνει την αντίπαλη θέση, παίζοντας με το θυμικό του πολίτη.

Το είδαμε και τα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Η χώρα ψήφισε τρία προγράμματα οικονομικής σταθερότητας, χωρίς η αξιωματική αντιπολίτευση να δώσει ψήφο συναίνεσης ή έστω να δώσει μια εναλλακτική πρόταση που θα είναι ρεαλιστική. Η αξιωματική αντιπολίτευση είχε πάντα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης τον ρόλο ενός επικριτή, ο οποίος καταδικάζει πολιτικές συμπεριφορές χωρίς να αρθρώνει εναλλακτικό λόγο.

Και αυτό βιώνουμε και σήμερα, σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα έχει ρυθμό ανάπτυξης και όπου η οικονομική κρίση παρέδωσε πολλά σεμινάρια στους Έλληνες και στις Ελληνίδες και κυρίως στο πώς θα αξιοποιούν κάθε ευρώ του μηνιαίου μισθού που λαμβάνουν. Σήμερα, τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας εκφράζουν διαφορετικούς προβληματισμούς σε όλα τα πεδία δημόσιας και πρακτικής πολιτικής. Αλλά, για λόγους συμβολικούς, καλό θα ήταν να δούμε τις τρεις βασικές διαφοροποιήσεις που Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ έχουν σε επίπεδο οργάνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε να πάρουμε μια γεύση της μη συναίνεσης. Συγκεκριμένα, τα δύο κόμματα διαφωνούν ως προς:

*·Τη μετεξέλιξη των ΤΕΙ σε ΑΕΙ. Η Νέα Δημοκρατία θεωρεί πως η αναβάθμιση των ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια προσβάλλει έμμεσα την αξιοκρατία, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί πως η αναβάθμιση σε Πανεπιστήμια είναι ουσιαστικά προϊόν σπουδαίου έργου όπως επιτελείται.

*·Τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η Νέα Δημοκρατία επικροτεί τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει στο δημόσιο Πανεπιστήμιο. Υπενθυμίζεται πως το άρθρο 16 δε συγκαταλέγεται στα άρθρα που η επόμενη Βουλή θα αναθεωρήσει. Επομένως, η κατάσταση των Πανεπιστημίων θα μείνει όπως έχει.

*·Το άσυλο. Η Νέα Δημοκρατία επιλέγει την ελεύθερη πρόσβαση των αστυνομικών Αρχών στο Πανεπιστήμιο εφόσον επικρατεί ανομία ή πράξεις βίας, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαφοροποιηθεί και δηλώνει κάθετα αντίθετος με την κατάργηση ή έστω την υπονόμευση του πανεπιστημιακού ασύλου.

Και τώρα ένας βάσιμος ισχυρισμός. Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ είναι δύο κόμματα εξουσίας. Το κάθε πολιτικό κόμμα πρέπει να έχει διαφορετικό ιδεολογικό πρόγραμμα, ώστε να διαφοροποιείται. Γιατί, επομένως, εγώ ως αρθρογράφος αποδοκιμάζω τις θεωρήσεις των δύο αυτών κομμάτων εξουσίας;

Ασφαλώς η διαφωνία είναι ανεκτή σ’ ένα δημοκρατικό καθεστώς. Είναι μια αναγκαία θεσμική συνθήκη, ώστε να λειτουργήσει ο δημόσιος πολιτικός πολιτισμός που μια δημοκρατική κοινωνία απαιτεί.

Η οργάνωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ασφαλώς είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα, αλλά όχι τόσο “ιδιαίτερο” όσο ζητήματα που αφορούν την εργασία, την Υγεία ή την εξωτερική πολιτική. Είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα πως δεν υπάρχει ένα κοινός χάρτης για το πώς θα κατευθυνθούμε. Το κάθε κόμμα εργαλειοποιεί την ιδεολογία του, η οποία εισχωρεί σε ζητήματα πολιτικής. Δεν υπάρχει κοινή κατεύθυνση. Δεν υπάρχει ουσιαστικός διάλογος, γιατί καμία μεριά δε θέλει να υποχωρήσει για να μην εκληφθεί ως μειονέκτημα από την άλλη πλευρά. Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να είναι απούσα από τις διεθνείς εξελίξεις και αδύναμη να υιοθετήσει ένα μοντέλο δυτικού τύπου.

Η αδυναμία συνεννόησης σε επίπεδο εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων δείχνει με τον πιο τρανταχτό τρόπο πως η Ελλάδα παρεκκλίνει του δυτικού μοντέλου. Η Γαλλία δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, γιατί οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έχουν συναινέσει ως προς την ουδετερότητα του γαλλικού κράτους σε θρησκευτικές ή μεταφυσικές αντιλήψεις. Στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς όπως εφαρμόζεται, καθώς Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι έχουν συναινέσει ως προς την ανωτερότητα του συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου. Η συναίνεση υπήρξε προϊόν ώριμων και μεγάλης διάρκειας συζητήσεων μεταξύ των δύο κομμάτων.

Στην Ελλάδα, τα πάντα έχουν μικροπολιτικοποιηθεί, αφού ο αυτοσκοπός είναι το κομματικό συμφέρον και όχι το δημόσιο. Αναλωνόμαστε σε συζητήσεις που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, την οργάνωση του δημόσιου συστήματος Υγείας και την αναδιοργάνωση της Παιδείας εν έτει 2019, όταν πολλές δυτικές χώρες έχουν αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά δεκαετίες πριν. Και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Μήπως πρέπει να επικαλεστούμε έναν «Δεύτερο Νεοελληνικό Διαφωτισμό», ώστε να απομακρυνθούμε από αυτήν την πρωτόγονη κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων;

Ή βρίσκεται στο DNA μας, πράγμα που είναι αδύνατο να το αλλάξουμε;

* Ο Νίκος Κοσμαδάκης είναι πολιτικός επιστήμονας ([email protected]).

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News