default-image

Ένα πανεπιστημιακό (και όχι μόνο) γιατί

Απόψεις
Ένα πανεπιστημιακό (και όχι μόνο) γιατί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα στοιχεία για την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι αποκαλυπτικά και δε χρήζουν αμφισβήτησης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα αποστολής φοιτητών στο εξωτερικό. Καταλαμβάνει μια ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια κλίμακα. Η Ελλάδα στέλνει το 5,8% των φοιτητών της στο εξωτερικό με σκοπό να σπουδάσουν σε ξένα ΑΕΙ. Οι υπόλοιποι παραμένουν στην Ελλάδα.

Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν ένα φοιτητή στο εξωτερικό να σπουδάσει είναι πολλοί και διάφοροι. Πρώτος και κύριος λόγος είναι η αποτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις. Εάν ένα άτομο δεν καταφέρει να γράψει τον επιθυμητό βαθμό στις εισαγωγικές εξετάσεις και δεν μπει στη σχολή προτίμησής του ή θεωρήσει πως οι άλλες σχολές δεν ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του, τότε το εξωτερικό είναι μονόδρομος.

Ένας δεύτερος λόγος είναι οι παθογένειες που έχουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια, όπως οι καταλήψεις, οι απεργιακές κινητοποιήσεις κ.λπ. Έτσι λοιπόν παρατηρείται το φαινόμενο άριστοι μαθητές να φεύγουν στο εξωτερικό για λόγους που αφορούν το ελληνικό Πανεπιστήμιο.

Υπάρχει και ένας άλλος σημαντικός λόγος που σχετίζεται με τη διασύνδεση εκπαίδευσης-αγοράς εργασίας. Κακά τα ψέματα, ποτέ στην Ελλάδα δεν υπήρχε ένα οργανωμένο σχέδιο διασύνδεσης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Ακόμη και η δήθεν πρακτική άσκηση είναι πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποσκοπεί στο γενικότερο εκσυγχρονισμό χωρίς να δίνει κίνητρα. Οι φοιτητές πραγματοποιούν την πρακτική άσκησή τους και παίρνουν μια γεύση από την αγορά εργασίας, για να πάρουν αμέσως μετά το πτυχίο τους και να κάνουν μια δουλειά εντελώς διαφορετική από αυτό που περίμεναν, τα μετέπειτα χρόνια της αποφοίτησής τους.

Όλοι αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους όλο και περισσότεροι Έλληνες ανοίγουν τα “φτερά” τους και γίνονται φοιτητές-μετανάστες. Πολλοί από αυτούς δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν στη χώρα μας. Το εάν η απόφασή τους είναι θετική ή αρνητική το αφήνω στη δική σας κρίση. Αυτό πάντως που πρέπει να προκληθεί τόσο σε μας ως κοινωνία των πολιτών, όσο και στην πολιτική εξουσία είναι προβληματισμός και ένα συνεχές “γιατί;”. Γιατί η χώρα μας να μην μπορεί να γίνει η ίδια πόλος έλξης φοιτητών από άλλες χώρες;

Το γενικότερο πρόβλημα στη χώρα μας είναι πως μας αρέσει για έναν ασυνήθιστο λόγο η καθυστέρηση. Καθυστερούμε ενόσω γίνονται κοσμογονικές αλλαγές δίπλα μας. Αργοπορήσαμε να βάλουμε μια τάξη στα δημόσια οικονομικά μας, με αποτέλεσμα να έρθουν τρία μνημόνια. Αργοπορήσαμε να φτιάξουμε έναν χάρτη διαχείρισης έκτακτων αναγκών σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, με αποτέλεσμα να το πληρώσουμε με τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Έχουμε ένα δυσκίνητο δημόσιο τομέα, γιατί κανένας δε μας έχει πει την αναγκαιότητα ύπαρξης λιγότερης γραφειοκρατίας και πολυνομίας.

Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν τα ελληνικά Πανεπιστήμια, αλλά και η εκπαιδευτική ηγεσία της χώρας μας. Στα ελληνικά Πανεπιστήμια παράγεται ένα αξιόλογο ερευνητικό έργο. Υπάρχουν διακεκριμένοι καθηγητές εγνωσμένου κύρους, με πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό τους. Επίσης, είναι θετικό για τον ερευνητικό κόσμο (όχι τόσο για την αγορά εργασίας) το γεγονός πως έχει αυξηθεί ο αριθμός των κατόχων διδακτορικού διπλώματος σπουδών.

Ωστόσο, υπάρχουν εξωγενείς αιτίες που αλλοιώνουν την ποιότητα του ακαδημαϊκού προϊόντος. Για παράδειγμα απεργιακές κινητοποιήσεις, και ακαδημαϊκοί με κομματικά συμφέροντα που μεταβάλλουν την καλή ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Σε συνδυασμό με τη γενικότερη εικόνα που έχει η χώρα μας στο εξωτερικό ως ασταθής και γεμάτη με πολιτικά παράδοξα, φαντάζει εντελώς απίθανο κάποιος να σκεφτεί την Ελλάδα ως τόπο σπουδών.

Μέσα σε όλα αυτά, ας προσθέσω και έναν άλλο παράγοντα. Και συγκεκριμένα το γεγονός πως τα προγράμματα σπουδών σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο είναι στα Ελληνικά. Πώς να έρθει ο Βρετανός, ο Ολλανδός ή ο Γερμανός φοιτητής να σπουδάσει σε μια χώρα με κακό όνομα στη διεθνή σκηνή, όταν τα μαθήματα δε γίνονται στα Αγγλικά, αλλά οφείλεις να ξέρεις Ελληνικά;

Αντί λοιπόν η εκπαιδευτική ηγεσία της χώρας μας να καλλιεργήσει μια αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας και να επενδύσει στον ερευνητικό της κόσμο, δηλαδή στα πρόσωπα και όχι στο περιβάλλον, βρίσκεται σε συνεχή διαμάχη με τον εαυτό της. Αυτή τη στιγμή, αυτό που ενδιαφέρει τον υπουργό Παιδείας, τον κ. Γαβρόγλου, είναι η απορρόφηση των ΤΕΙ από τα ΑΕΙ και η ισοτιμία των εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.

Και ρωτάω εγώ με την ταπεινή μου συνείδηση: Είμαστε σοβαροί; Άλλοι είναι οι λόγοι ύπαρξης των ΤΕΙ, άλλοι οι λόγοι ύπαρξης των ΑΕΙ. Γιατί δεν επιδιώκουμε τον ανταγωνισμό με τα ξένα ΑΕΙ; Γιατί φοβόμαστε τόσο τη σύγκριση; Γιατί ασχολούμαστε με ανοησίες;

Και ξαναλέω. Έχουμε ένα ικανότατο ακαδημαϊκό προσωπικό. Γιατί δε θέλει ο υπουργός Παιδείας να πατάξει κάθε παθογένεια εξωτερική και να επενδύσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ως πόλο έλξης φοιτητών; Και εάν ο υπουργός Παιδείας δε το σκέφτεται καν, γιατί δεν αντιδρούν οι πρυτανικές Αρχές;

Πάντως, θα κλείσω με κάτι θετικό, γιατί νομίζω πως περιέγραψα με πολύ ζοφερό τρόπο την ελληνική πραγματικότητα στα ΑΕΙ. Αξίζουν συγχαρητήρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στον πρύτανη Οδυσσέα Ζώρα, ο οποίος προσπαθεί με τους αντιπρυτάνεις να αναβαθμίσουν το Πανεπιστήμιό μας: νέες διεπιστημονικές και ακαδημαϊκές συνεργασίες και μεταπτυχιακά προγράμματα στα Αγγλικά, ώστε να προσελκύσουν φοιτητές από το εξωτερικό.

Πιστεύω πως το Πανεπιστήμιο Κρήτης οφείλει να αποτελέσει πρότυπο Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος για τα υπόλοιπα ΑΕΙ της χώρας μας, καθώς σε συνθήκες τριτοκοσμικές - ακαδημαϊκά μιλώντας - καταφέρνει να ξεχωρίσει και να προβάλλει με τον καλύτερο τρόπο τη διεθνοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

* Ο Νίκος Κοσμαδάκης είναι πολιτικός επιστήμονας ([email protected]).

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News