Η πραγματικότητα πίσω από την κυβερνητική προπαγάνδα

Απόψεις
Η πραγματικότητα πίσω από την κυβερνητική προπαγάνδα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., επιχειρώντας να καλλιεργήσει την αυταπάτη ότι η περιβόητη “έξοδος από τα μνημόνια” οδηγεί τάχα σε ανάκτηση απωλειών και δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους, χρησιμοποιεί ένα ακόμα προπαγανδιστικό τρικ, κάνοντας λόγο για «επαναφορά των βασικών αρχών στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας», για «εξέταση της δυνατότητας αύξησης του κατώτατου μισθού» και για «επιστροφή στην κανονικότητα» σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας.

Γράφει ο Γιάννης Γωνιανάκης

Αυτό που κρύβει είναι ότι όχι μόνο θα διατηρήσει όλο τον πυρήνα των αντεργατικών νόμων που θεσπίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και ότι η όποια “επικαιροποίηση” του κατώτατου μισθού θα γίνεται με βάση τον μνημονιακό “νόμο Βρούτση”, με απόφαση του υπουργείου Εργασίας και όχι με συλλογικές διαπραγματεύσεις, ενώ ως καθοριστικό κριτήριο ορίζεται η “διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας” και της “παραγωγικότητας”, η διασφάλιση δηλαδή των κερδών του κεφαλαίου.

Δηλαδή, μετά από τριάμισι χρόνια “ευλαβικής” εφαρμογής και από τη σημερινή κυβέρνηση της άθλιας Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012, που τσάκισε μέσα σε μια μέρα τον κατώτατο μισθό κατά 22% και καθιέρωσε τον “υποκατώτατο” μισθό για τους νέους μέχρι 25 ετών, στον οποίο η μείωση έφτασε το 32% (586 και 511 ευρώ μικτά αντίστοιχα), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. όχι μόνο δεν επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, αλλά έρχεται σήμερα να διαφημίσει το γεγονός ότι βάζει σε εφαρμογή το νόμο της κυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ για τη μόνιμη καθήλωση του κατώτατου μισθού! Μάλιστα, η “νομιμοποίηση” αυτής της αντεργατικής διαδικασίας θα περνά μέσα από τον γνωστό “κοινωνικό διάλογο”, που θα συνοδεύεται από επιστημονικοφανείς γνωμοδοτήσεις “επιτροπών εμπειρογνωμόνων”.

Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. διατηρεί σε πλήρη εφαρμογή το αίσχος του “υποκατώτατου” μισθού για τους νέους εργαζόμενους, ενώ ήδη μαζί με τους “εταίρους” της επεξεργάζεται σχέδια επέκτασής του: ο “υποκατώτατος” μισθός να συνδεθεί και με την εμπειρία του στον κλάδο όπου εργάζεται, άρα θα αφορά και εργαζόμενους μεγαλύτερους των 25 ετών!

Πρόσθετα σε όλο αυτό το αντεργατικό νομικό οπλοστάσιο που έχουν ψηφίσει όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι η όποια «σταδιακή αύξηση» στον κατώτατο μισθό διαφημίζει η κυβέρνηση, επικαλούμενη το παράδειγμα της Πορτογαλίας, έχει ως “αντιστάθμισμα” την ήδη ψηφισμένη νέα μείωση του αφορολόγητου, που θα φέρει νέα αφαίμαξη στο εισόδημα των εργαζομένων.

Άλλο κομβικό στοιχείο της κυβερνητικής προπαγάνδας είναι οι ισχυρισμοί για «επαναφορά από τον ερχόμενο Αύγουστο των δύο βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της επεκτασιμότητας των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης», με τις οποίες, όπως λένε τα κυβερνητικά στελέχη, «ενισχύεται η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων».

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι, από τη στιγμή που δεν υπάρχει καμιά επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη βάση όλων, είναι σαφές ότι καμιά πραγματική «επαναφορά» δεν μπορεί να υπάρξει και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις ανά κλάδο.

Παράλληλα πρόσφατα δημοσιεύτηκε εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας που διαφημίζει η κυβέρνηση, η οποία προσθέτει έναν μηχανισμό για τον έλεγχο της “αντιπροσωπευτικότητας” των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων, δηλαδή μια ολόκληρη διαδικασία στην ήδη υπάρχουσα, η οποία στο έδαφος της γενικευμένης “ευελιξίας” καθιστά στην πράξη ακόμα πιο πολύπλοκη και δύσκολη την εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την επέκταση μιας κλαδικής ΣΣΕ και την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής για το σύνολο των εργαζομένων ενός κλάδου, αφού η ΣΣΕ πρέπει να περάσει από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), από την οργάνωση των εργοδοτών, κατόπιν να γίνει έλεγχος στο σύστημα “Εργάνη”, και μετά να γνωμοδοτήσει το ΑΣΕ.

Ωστόσο, όλα αυτά μπορεί και να μη γίνουν, αφού η εγκύκλιος προβλέπει ότι «σε περίπτωση μη υποβολής από την εργοδοτική οργάνωση του μητρώου μελών της (...) η επέκταση της Συλλογικής Σύμβασης δεν είναι δυνατή». Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση αφήνει στην απόλυτη ευχέρεια του κεφαλαίου να προχωρήσει ή να μπλοκάρει τη διαδικασία κήρυξης μιας κλαδικής ΣΣΕ ως υποχρεωτικής!

Σε επιχειρηματικούς ομίλους μιας σειράς κλάδων, ένα μεγάλο ποσοστό ή ακόμα και η πλειοψηφία όσων δουλεύουν σε αυτούς δεν εμφανίζονται ως εργαζόμενοί τους, αλλά ως εργαζόμενοι εργολάβων, ως “ενοικιαζόμενοι” εργαζόμενοι από “δουλεμπορικά” γραφεία, ως εργαζόμενοι σε “εξωτερικούς συνεργάτες”, με χαμηλότερους μισθούς και λιγότερα δικαιώματα. Είναι σαφές λοιπόν ότι ακόμα και τα μέλη μιας εργοδοτικής ένωσης που μπορεί να υπογράφουν μια κλαδική ΣΣΕ έχουν κάθε λόγο να κρατούν την πλειοψηφία ή ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζομένων τους έξω από αυτήν, άρα και να μπλοκάρουν την επέκτασή της ως υποχρεωτικής σύμβασης για όλους τους εργαζόμενους στον κλάδο.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Τουρισμού, όπου η υπάρχουσα κλαδική ΣΣΕ εφαρμόζεται μόνο σε 200 από τα περίπου 10.000 ξενοδοχεία (!), ενώ η μεγαλοεργοδοσία του κλάδου έχει στη διάθεσή της 14 διαφορετικές μορφές “ευέλικτης” και ελαστικής απασχόλησης για την εκμετάλλευση των εργαζομένων!

Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν καμιά “επαναφορά” των μισθών και των δικαιωμάτων τους από όσα διατυμπανίζει προπαγανδιστικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. Γι' αυτό άλλωστε κρατούσε στο συρτάρι για σχεδόν δύο χρόνια και στις αρχές του Ιούνη απέρριψε ως... “αντισυνταγματική” και ως “ευχολόγιο” την πρόταση νόμου που υπογράφουν πάνω από 500 συνδικαλιστικές οργανώσεις και την οποία κατέθεσε στη Βουλή το ΚΚΕ, για τις Συλλογικές Συμβάσεις και την κατάργηση των αντεργατικών νόμων.

Η διεκδίκηση της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και της κατάργησης του “υποκατώτατου” μισθού, η διεκδίκηση Συλλογικών Συμβάσεων με πραγματικές αυξήσεις σε μισθούς και με δικαιώματα, είναι ζήτημα μάχης για το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, και περνάει μέσα από την οργάνωση των εργαζομένων στα σωματεία, την αλλαγή των συσχετισμών, την αποφασιστική άνοδο των αγώνων για την κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων, απέναντι στον πραγματικό αντίπαλο, απέναντι στη στρατηγική και τον σχεδιασμό του κεφαλαίου που συνθλίβει τις εργατικές-λαϊκές ανάγκες.

Σε αυτόν τον αγώνα καλούν το ΠΑΜΕ, οι ταξικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, με όπλο την παρακαταθήκη από τις σημαντικές μάχες που αναπτύσσονται για τις Συλλογικές Συμβάσεις σε κλάδους και χώρους δουλειάς.

* Ο Γιάννης Γωνιανάκης είναι πρόεδρος του Συνδικάτου Οικοδόμων Ηρακλείου.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News