default-image

Αναστοχαζόμενοι την έννοια της ευθανασίας

Απόψεις
Αναστοχαζόμενοι την έννοια της ευθανασίας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του θα βρεθεί αντιμέτωπος με ηθικά διλήμματα που αφορούν τη ζωή του.

Για παράδειγμα, εάν αφήσει έγκυο την κοπέλα του σε μικρή ηλικία (18-20 ετών), θα πρέπει ο ίδιος και η κυοφορούσα να απαντήσουν στο ερώτημα: “Θα φέρω στον κόσμο αυτήν την κυοφορούμενη ύπαρξη που δεν είναι φορέας αλλά έχει την προοπτική σχηματισμού βίου ή θα προβώ στην άμβλωση;”. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Ένα ζήτημα που φέρει ηθικές αποχρώσεις είναι η έξοδος του ανθρώπου από τη ζωή. Πότε πρέπει ο άνθρωπος να αποχωρήσει από τη ζωή; Σε μια εποχή που η παράταση ζωής θεωρείται δεδομένη λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της σύγχρονης βιοτεχνολογίας και χωρίς η όποια παράταση ζωής ενός ασθενούς να ταυτίζεται με συνέχεια του ευδαίμονος βίου;

Μιλάω για την ευθανασία, η οποία στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης θεωρείται κατακριτέα. Είναι ένα ζήτημα που εγείρει ηθικούς, θεολογικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς. Στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, η ευθανασία είναι νομιμοποιημένη. Εάν κάποιος ασθενής υποφέρει από φρικτούς πόνους από μια ανίατη πάθηση ή είναι ανοϊκός ασθενής (σε αυτήν την περίπτωση είναι απαραίτητη και η συναίνεση των οικείων του ασθενούς), μεταβαίνει σε αυτά τα κράτη και οι ειδικοί επισπεύδουν το θάνατό του, ο οποίος είναι αναπόφευκτος.

Στην Ελλάδα, η ευθανασία δεν είναι νομιμοποιημένη. Η τέλεση ευθανασίας σε έναν ασθενή με ανίατη ασθένεια θεωρείται κακούργημα. Επιτρέπεται η ευθανασία μόνο σε περιπτώσεις που έχει νεκρωθεί το εγκεφαλικό στέλεχος. Σε αυτήν την περίπτωση, η κατάσταση κρίνεται ως μη αντιμετωπίσιμη και ο ασθενής δε θα ξαναέχει ποτέ ξανά επαφή με το περιβάλλον. Συνεχίζει να ζει, χωρίς να έχει αισθήσεις, με τη στήριξη των μηχανημάτων. Εάν οι οικείοι του επιθυμήσουν τη διακοπή της μηχανικής υποστήριξης, τότε το αίτημά τους γίνεται δεκτό.

Στην Ελλάδα η ευθανασία δεν είναι νομιμοποιημένη. Η τέλεση ευθανασίας σε έναν ασθενή με ανίατη ασθένεια θεωρείται κακούργημα. Επιτρέπεται η ευθανασία μόνο σε περιπτώσεις που έχει νεκρωθεί το εγκεφαλικό στέλεχος...

Ωστόσο, όλο και περισσότεροι Έλληνες όταν μαθαίνουν πως είναι φορείς μιας ανίατης ασθένειας επιθυμούν τη διακομιδή τους σε ειδικά νοσοκομεία στην Ολλανδία και στο Βέλγιο με σκοπό το γρήγορο θάνατό τους. Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα, όπως ανέφερα αρχικά. Είναι και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο λόγος που δεν προχωράει με γρήγορους ρυθμούς η νομοθετική ισχυροποίηση της ευθανασίας έχει να κάνει με λόγους κατά βάση θεολογικούς.

Για τη χριστιανική θρησκεία, η ευθανασία είναι ένα έγκλημα. Βρίσκεται μεταξύ της αυτοχειρίας και του φόνου. Στην αυτοχειρία, μιλάμε για έναν άνθρωπο που βάζει ο ίδιος τέλος στη ζωή του όχι για λόγους ασθένειας, αλλά για οικονομικούς, κοινωνικούς και προσωπικούς λόγους. Στο φόνο, μιλάμε για το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου που ο ίδιος προφανώς δεν το ήθελε, αλλά κάποιος άλλος ήθελε να τον σκοτώσει. Η ευθανασία, λοιπόν, βρίσκεται στη μέση του φόνου και της αυτοκτονίας. Έχουμε έναν ασθενή, ο οποίος πάσχει από μια καταληκτική ασθένεια και γνωρίζει πως θα πεθάνει και, αντί να βάλει ο ίδιος τέλος στη ζωή του, ζητάει τη βοήθεια ενός ειδικού-ιατρού για την τέλεση της διαδικασίας.

Είναι ηθικά κατακριτέα η ευθανασία για την Εκκλησία, καθώς ο Θεός είναι εκείνος που έδωσε ζωή (σάρκα και οστά) στα ανθρώπινα όντα και μόνο ο Θεός μπορεί να πάρει την ανθρώπινη ζωή μαζί του, όποτε θέλει. Απολύτως σεβαστή η συγκεκριμένη άποψη.

Το ζήτημα, όμως, είναι: Η ευθανασία είναι όντως μια ανήθικη και αποδοκιμαστέα διαδικασία;

Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να ανατρέξουμε σε μια μέθοδο που την εφάρμοσε ο John Rawls στα ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Η μέθοδος λέγεται “αναστοχαστική ισορροπία”. Ουσιαστικά, για να δούμε το ορθό και το μη ορθό στα ηθικά ζητήματα, πρέπει να ξεκινήσουμε από τις έγκριτες πεποιθήσεις μας, δηλαδή από τις απόψεις μας εκείνες που θεωρούνται αδιαμφισβήτητες τόσο από εμάς τους ίδιους όσο και από την κοινωνία των πολιτών.

Η παραδεδομένη αντίληψη είναι πως η ευθανασία είναι κάτι το αισχρό, γιατί ο ασθενής αποφασίζει να βάλει τέλος στην ύπαρξή του, στη ζωή του, η οποία από μόνη της έχει εγγενή αξία. Με ποιο δικαίωμα ο άνθρωπος παρεμβαίνει σε αυτή τη νομοτέλεια; Αυτήν τώρα την αντίληψη πρέπει να την κρίνουμε.

Έχεις έναν ασθενή ο οποίος “σπαρταράει”. Κάνει εμετούς, πονάει ή οι γνωστικές του ικανότητες τον αφήνουν μέρα με τη μέρα. Ξέρει πως σ’ ένα εύλογο χρονικό διάστημα δε θα ζει ή δε θα είναι ικανός να θυμάται αγαπημένα πρόσωπα και καταστάσεις. Ο ίδιος άνθρωπος σε όλη του τη ζωή ήταν ένας δραστήριος άνθρωπος. Ήταν μια δυναμική προσωπικότητα και βιώνει μια κατάσταση ανυπόφορη για τον ίδιο, καθώς μεταξύ άλλων υποχρεώνει τη γυναίκα και τα παιδιά να τον βοηθούν. Δεν την επιθυμεί αυτήν την κατάσταση γιατί ξέρει πως το τέλος του θα είναι αναντίστοιχο με την ίδια του τη βιοτική διαδρομή. Αποφασίζει λοιπόν να μεταβεί στο εξωτερικό και να υποβληθεί σε ευθανασία.

Πρέπει να τον κρίνουμε ως ανήθικο για το γεγονός ότι ο ίδιος αποφάσισε να επιλέξει το τέλος της ζωής του με αυτόν τον τρόπο; Και εάν τον κρίνουμε ως ανήθικο, πού βασίζεται η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία;

Ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου ανθρώπου ως ανήθικου βασίζεται πρώτα και κύρια στη νομοθεσία που το απαγορεύει ρητά και στις επιταγές της Εκκλησίας. Μπορεί όμως ο κρατικός εξαναγκασμός ή η Εκκλησία να βάλει φραγμούς στην αυτονομία, δηλαδή στην ελευθερία του προσώπου να διαμορφώσει το βίο του όπως επιθυμεί;

Η απάντηση είναι αρνητική. Καμία πλειοψηφία όσο ισχυρή κι αν είναι ή κανένας κρατικός ή υπερ-κρατικός φορέας δεν μπορεί να βάλει περιορισμούς στην αυτονομία του προσώπου. Εάν προσπαθήσει έστω και ελάχιστα να παρέμβει σε αυτόν τον ευαίσθητο χώρο του κάθε ατόμου, σημαίνει πρακτικά πως προσβάλλεται ένας ευαίσθητος χώρος του έλλογου όντος. Προσβάλλεται εκείνος ο πυρήνας των κοσμοθεωρητικών επιλογών του που κάνουν το πρόσωπο να είναι φορέας αξιοπρέπειας.

Για μένα, ο κάθε άνθρωπος οφείλει να είναι ελεύθερος. Να ασκεί την ελευθερία του απροϋπόθετα, δίχως φραγμούς. Πρέπει να ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος σε όλες τις χώρες της υφηλίου γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο είναι ιδιωτική υπόθεση του ατόμου.

* Ο Νίκος Κοσμαδάκης είναι πολιτικός επιστήμονας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στη Βιοηθική από το Πανεπιστήμιο Κρήτης.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News