default-image

Ο κόσμος μας

Απόψεις
Ο κόσμος μας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κυριακή βράδυ, λίγο πριν επισκεφτώ εορτάζοντα φίλο Αντρέα, έβγαινα από περιφερειακό ζαχαροπλαστείο με πασίγνωστα σιροπιαστά γλυκά, όταν αντιλήφθηκα πιο πολύ από διαίσθηση, παρά γιατί τον είδα, μια καμπουριαστή αντρική σιλουέτα να ξεκολλά απ' το σκοτάδι, μέσα από το κοίλωμα μιας γειτονικής πόρτας και να κατευθύνεται προς το μέρος μου.

Του Δημήτρη Καρατζάνη *

Αιφνιδιασμένος από την απρόσμενη παρουσία, έμεινα να τον παρακολουθώ με την άκρη του ματιού καθώς με πλησίαζε. «Θέλετε κάτι;», ρώτησα όταν βρεθήκαμε σχεδόν δίπλα-δίπλα. Σταμάτησε απότομα. «Όοοχι», είπε φανερά σαστισμένος. «Να, ξέρετε, έχω πολύ μεγάλη ανάγκη και θα σας παρακαλούσα για μια μικρή βοήθεια. Έχω έξι παιδιά και γυναίκα», συνέχισε, «και εφτά στόματα να θρέψω και δεν έχω την μπόρεση, ούτε ένα πράσινο φύλλο να τους προσφέρω», πρόσθεσε κι ήταν η πίκρα διάχυτη στη φωνή του.

Έμεινα μερικές στιγμές αμίλητος προσπαθώντας να σταθμίσω αν ήταν ειλικρινής ή με παραμύθιαζε. Κατάλαβε το δισταγμό μου. «Έχεις δίκιο να αμφιβάλεις με τόσους που κυκλοφορούν με απλωμένο χέρι», παραδέχτηκε. «Αν θες να πειστείς, έλα όποια μέρα θες σε αυτήν τη διεύθυνση» είπε κι ανέφερε ένα δρόμο κι έναν αριθμό.

«Δεν είσαι από 'δω;», ρώτησα, καθώς η προφορά του δεν είχε τίποτα από Κρήτη. «Όχι, Ηπειρώτης είμαι, η γυναίκα μου είναι από 'δω. Τη γνώρισα όταν υπηρετούσα φαντάρος, αγαπηθήκαμε κι είπαμε να ζήσουμε μαζί στο αυθαιρετάκι των γονιών της. Στενάχωρα, βέβαια, αλλά όταν περισσεύει η αγάπη όλα βολεύονται. Μετά ήρθαν τα παιδιά. Λάθος ασφαλώς τα πολλά, αλλά η γυναίκα μου ήταν ανένδοτη να βάλει τέρμα στη ζωή που σταυρωνόταν πάνω της. Και ξαφνικά ένα πρωί ξέσπασε η καταιγίδα. Πέθαναν τα πεθερικά και μαζί τους χάθηκε και μια σύνταξη. Έκλεισε το λαμαρινατζίδικο που δούλευα κι έμεινα χωρίς δουλειά, ενώ τα ελεύθερα μεροκάματα έγιναν πιο σπάνια κι από πεντακοσάρικο.

Τώρα βρισκόμαστε κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού κι αν δε βρίσκονταν η Εκκλησία και κάποιοι γείτονες, τώρα θα 'μασταν, μικροί μεγάλοι, τελειωμένοι.

Εγώ, όταν πια βρεθώ στο απόλυτο αδιέξοδο, "ρίχνω τα μούτρα μου" και βγαίνω στο δρόμο, πάντα νύχτα, μπας και αποφύγω ανεπιθύμητες συναντήσεις», είπε σκύβοντας το κεφάλι.

Του έβαλα κάτι στο χέρι κι απομακρύνθηκα γρήγορα ενώ σκεφτόμουν... Σε τι τρέλα ζούμε, Θεέ μου. Τόση δυστυχία δίπλα μας και κάποιοι καίνε την Αθήνα για τις σπουδές του "Νίκου" και κάποιοι άλλοι στο Λονδίνο αγοράζουν στηθόδεσμο αξίας δύο εκατομμυρίων ευρώ.

*Ο Δημήτρης Καρατζάνης είναι πρώην πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου, ταξίαρχος ε.α. και συγγραφέας.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News