Υπάρχουν εποχές που η πολιτική μοιάζει με θέατρο. Μόνο που στην Ελλάδα, το θέατρο έχει πάψει προ πολλού να είναι σάτιρα, μιας και είναι μια επαναλαμβανόμενη τραγωδία με τους ίδιους ρόλους, τα ίδια προσωπεία και το ίδιο κουρασμένο κοινό.
Στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας κυριαρχεί πια μια τοξικότητα που δεν είναι απλώς προϊόν αντιπαράθεσης, αλλά δομικό στοιχείο της λειτουργίας του συστήματος. Μια πολιτική κουλτούρα που στη σκιά σκανδάλων, παρακολουθήσεων, διαφθοράς και διαρκούς επικοινωνιακής σκόνης έχει φτάσει να απαξιώνει ό,τι αγγίζει, όπως τους θεσμούς, τους εκπροσώπους και τελικά τους ίδιους τους πολίτες. Η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα δε θυμίζει πια ιδεολογικό διάλογο, αλλά αρένα. Κάθε μέρα στα δελτία ειδήσεων, στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα κοινωνικά δίκτυα παρακολουθούμε έναν διαρκή πόλεμο χαρακωμάτων, όπου δεν έχει σημασία η ουσία αλλά το χτύπημα. Δεν πείθει αυτός που έχει δίκιο, αλλά εκείνος που φωνάζει πιο δυνατά και το αποτέλεσμα είναι μια δημόσια σφαίρα κορεσμένη από θόρυβο τόσο πυκνό, που κανείς δεν ακούει τίποτα.
Οι πολιτικοί μοιάζουν περισσότερο με influencers παρά με ηγέτες. Κάθε δήλωση, κάθε ανάρτηση, κάθε φωτογραφία ζυγίζεται όχι με βάση την πολιτική της βαρύτητα, αλλά την αντίδραση που θα φέρει. Όσο πιο έντονη η πόλωση, τόσο καλύτερα τα νούμερα, κι έτσι, ο δημόσιος διάλογος καταντά reality, ένα “Big Brother” εξουσίας, όπου όλοι κατασκοπεύουν όλους, όλοι κατηγορούν όλους και κανείς δε ζητά συγνώμη για τίποτα.
Η λέξη “σκάνδαλο” έχει χάσει το νόημά της. Κάποτε προκαλούσε σοκ, σήμερα προκαλεί χασμουρητό. Από τις υποκλοπές και τις απευθείας αναθέσεις, μέχρι τις υποθέσεις διαφθοράς και τις σκιές στα δημόσια έργα, τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η πολιτική επικαιρότητα μοιάζει με καρουζέλ, όπου κάθε εβδομάδα ανεβαίνει ένα καινούργιο άλογο της ντροπής και όμως κανείς δεν πέφτει ποτέ. Ούτε πολιτικά, ούτε θεσμικά. Οι ευθύνες εξετάζονται, οι επιτροπές διερευνούν τα πορίσματα που θα δοθούν στη δημοσιότητα. Και μετά σιωπή. Η ατιμωρησία έχει γίνει το πιο συνεκτικό στοιχείο του συστήματος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή για τη δημοκρατία από το να συνηθίζει ο πολίτης τη διαφθορά, να μαθαίνει να λέει «έλα μωρέ, όλοι ίδιοι είναι». Εκεί κρύβεται η πραγματική φθορά, όχι στο ίδιο το σκάνδαλο, αλλά στην ψυχική αποδοχή του.
Όταν η κοινωνία σταματά να θυμώνει, αρχίζει να νεκρώνει. Η τοξικότητα δεν είναι μόνο θέμα πολιτικών, είναι και αντανάκλαση της κοινωνίας. Οι πολίτες έχουν πάψει να πιστεύουν ότι η συμμετοχή τους έχει νόημα. Οι εκλογές γίνονται περισσότερο από καθήκον παρά από πίστη. Η αποχή αυξάνεται, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς καταρρέει και η πολιτική συζήτηση περιορίζεται στα σχόλια κάτω από μια ανάρτηση. Μια κοινωνία κουρασμένη, μοιρολατρική, που έχει εσωτερικεύσει την ιδέα πως τίποτα δεν αλλάζει. Η απαξίωση αυτή δεν είναι τυχαία, καλλιεργείται συστηματικά.
Η τοξικότητα στην πολιτική δεν είναι ατύχημα, είναι μηχανισμός. Λειτουργεί σαν φίλτρο που αποθαρρύνει κάθε νηφάλια φωνή, αποκλείει κάθε ειλικρινή αντιπαράθεση και επιβραβεύει την ένταση. Όσο πιο βίαιος ο λόγος, τόσο πιο πολύπαθη η δημοσιότητα. Όσο πιο υπερβολικό το αφήγημα, τόσο μεγαλύτερη η απήχηση. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος. Οι πολιτικοί παράγουν τοξικό λόγο για να διατηρηθούν στο προσκήνιο, τα ΜΜΕ τον αναπαράγουν για να κρατήσουν κοινό και οι πολίτες τον καταναλώνουν για να ξεσπάσουν την απογοήτευσή τους. Κανείς δε σπάει τον κύκλο, γιατί όλοι ωφελούνται βραχυπρόθεσμα. Μα μακροπρόθεσμα όλοι χάνουν και κυρίως χάνει η ίδια η δημοκρατία.
Κανένα κόμμα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι αθώο. Η δημαγωγία δεν είναι αποκλειστικότητα κανενός χώρου. Από τη Δεξιά έως την Αριστερά, από τους κυβερνητικούς έως τους αντιπολιτευόμενους, όλοι έχουν βουτήξει άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο στη ρητορική της πόλωσης. Αντί για ιδέες, συνθήματα. Αντί για προγράμματα, hashtags. Αντί για πολιτική ουσία, μια αδιάκοπη επικοινωνιακή μάχη εντυπώσεων. Αυτή η κουλτούρα απονευρώνει τον πολιτικό διάλογο. Ο πολίτης δεν ακούει προτάσεις, ακούει επιθέσεις. Είναι εύκολο να κατηγορούμε τους πολιτικούς για τη σήψη, αλλά είναι πιο δύσκολο να αναγνωρίσουμε ότι οι πολιτικοί είναι, σε έναν βαθμό, η αντανάκλαση της κοινωνίας που τους εκλέγει. Το πολιτικό προσωπικό δε γεννιέται σε κενό, εκφράζει αξίες, συνήθειες και συμβιβασμούς, που βρίσκονται μέσα στην ίδια την κοινωνία. Όσο εμείς ανεχόμαστε τη μετριότητα, τη διαπλοκή, την υποκρισία, τόσο αυτές θα επιστρέφουν στην εξουσία με άλλο πρόσωπο.
Η αλλαγή λοιπόν δε θα έρθει από πάνω. Θα έρθει όταν οι πολίτες πάψουν να βλέπουν την πολιτική ως πεδίο κυνισμού και την ξαναδούν ως πεδίο ευθύνης.
Η απάντηση στο αν μπορεί να υπάρξει κάθαρση δεν είναι εύκολη. Η πολιτική τοξικότητα είναι αυτοτροφοδοτούμενη και διαχρονική. Αλλά δεν είναι ανίκητη. Χρειάζεται αναγέννηση του δημόσιου λόγου, με νέους ανθρώπους, με αληθινή παιδεία, με διάθεση να μιλήσουν χωρίς να φωνάζουν. Χρειάζεται δημοσιογραφία που δε φοβάται να δυσαρεστήσει και πολίτες που δεν καταναλώνουν μόνο ό,τι τους χαϊδεύει τ’ αφτιά. Χρειάζεται, πάνω απ’ όλα, μια κουλτούρα λογοδοσίας. Αν κάθε φορά που αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο ακολουθεί πραγματική τιμωρία, αν κάθε ψέμα έχει κόστος, αν κάθε θεσμός λειτουργεί χωρίς τηλέφωνα άνωθεν, τότε ίσως αρχίσουμε να ξαναπιστεύουμε. Η Δημοκρατία δεν είναι δεδομένη, είναι μια συνεχής προσπάθεια.
Η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη να ζει μέσα στην απαξίωση. Έχει ανθρώπους που θέλουν να συμμετέχουν, που διψούν για αξιοκρατία, που δεν ανέχονται την κοροϊδία. Το ζητούμενο είναι να βρουν φωνή μέσα στον θόρυβο, να ξανακάνουν την πολιτική πράξη αξιοπρέπειας και όχι εργαλείο επιβίωσης. Γιατί στο τέλος, κάθε κοινωνία έχει την πολιτική που της αξίζει. Το ερώτημα είναι: εμάς μας αξίζει αυτή η πολιτική;