Σε μια εποχή όπου τα πάντα κρίνονται, σχολιάζονται και αναπαράγονται με ρυθμούς αστραπιαίους, η κριτική μοιάζει να είναι το οξυγόνο της δημοκρατίας. Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα ίσως περισσότερο από ποτέ αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη να εκφράζει γνώμη, να ασκεί έλεγχο και να απαιτεί λογοδοσία μεταφράζεται συχνά ως προσωπική επίθεση, εμπάθεια ή “πόλεμος”.
Από πολιτικούς και καλλιτέχνες μέχρι δημοσιογράφους και influencers, η δημόσια σφαίρα φαίνεται να γεμίζει από πρόσωπα που δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν την καλοπροαίρετη κριτική από το κακόβουλο σχόλιο. Η λογική αυτή δεν είναι απλώς ένα σύμπτωμα ευαισθησίας. Είναι ένα βαθύτερο πολιτισμικό φαινόμενο που αποκαλύπτει τις παθογένειες μιας κοινωνίας που δεν έχει μάθει να ζει με τον διάλογο, αλλά μόνο με την επιβεβαίωση. Τα δημόσια πρόσωπα από τη φύση τους ζουν μέσα σε ένα καθεστώς έκθεσης.
Η πολιτική, η τέχνη, τα μέσα ενημέρωσης και πλέον τα κοινωνικά δίκτυα απαιτούν συνεχή παρουσία και διαρκή επικοινωνία με το κοινό. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς που επιλέγουν τη δημόσια ζωή δε φαίνεται να αποδέχονται πλήρως το τίμημα της έκθεσης, δηλαδή τη δημόσια κρίση. Η κριτική, είτε αφορά πολιτικές αποφάσεις είτε καλλιτεχνικές επιλογές, δεν είναι παρά η άλλη όψη της δημοσιότητας. Κάθε φορά που ένας δημοσιογράφος γράφει ένα αυστηρό άρθρο ή ένας πολίτης σχολιάζει στο διαδίκτυο, οι αντιδράσεις μοιάζουν σχεδόν προβλέψιμες και βαφτίζονται ως εμπάθεια, στοχοποίηση, αλλά ακόμα και προσωπική επίθεση. Γεμίσαμε με δήθεν ελεύθερους εκφραστές της δημοκρατίας, που μέσα από το διπλό τους πρόσωπο, δυστυχώς, καταφέρνουν να εξαπατούν ένα μέρος της κοινωνίας, που δεν αντιλαμβάνεται πως σε κάποιες περιπτώσεις ακολουθεί φερέφωνα.
Αυτό το μοτίβο δεν περιορίζεται σε πολιτικούς, αλλά επεκτείνεται σε ηθοποιούς, τραγουδιστές, παρουσιαστές, αλλά και έγκριτους δημοσιογράφους, που στην κριτική απαντούν με “γλείψιμο”. Η αδυναμία αποδοχής της κριτικής δεν είναι νέο φαινόμενο. Από τα τηλεοπτικά πάνελ των δεκαετιών του ’90 και του 2000, όπου οι πολιτικοί εκρήγνυντο μπροστά στις κάμερες κατηγορώντας τους δημοσιογράφους για εχθρική στάση, μέχρι τα σημερινά tweets και stories που απαντούν επιθετικά σε κάθε σχόλιο, το μοτίβο παραμένει ίδιο, δηλαδή η άρνηση του δημόσιου ελέγχου.
Όταν η εικόνα τους έχει χτιστεί πάνω στην αποδοχή, στα χειροκροτήματα, στα likes και στις καρδούλες, κάθε αρνητικό σχόλιο βιώνεται σχεδόν ως υπαρξιακή απειλή. Στη χώρα μας, η δημόσια ζωή, ιδίως η πολιτική και η καλλιτεχνική, ήταν πάντοτε προσωποκεντρική. Οι άνθρωποι ταυτίζονται με πρόσωπα, όχι με ιδέες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η κριτική σε μια πράξη, μια δήλωση ή μια επιλογή να εκλαμβάνεται ως επίθεση στον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτή η σύγχυση ανάμεσα στο πρόσωπο και το έργο είναι βαθιά ριζωμένη στη συλλογική μας κουλτούρα.
Τροφοδοτείται από τα ΜΜΕ, που προβάλλουν διαρκώς πρόσωπα αντί για ιδέες και ενισχύεται από το κοινό, που έχει μάθει να αγαπά ή να μισεί ανθρώπους, όχι να αξιολογεί πράξεις.
Τεράστιο ζήτημα και ο μικρόκοσμος ανθρώπων που με το να ασχολούνται από το πρωί μέχρι το βράδυ με το ίδιο μοτίβο πιστεύουν ότι κάνουν τη διαφορά, ακόμα κι αν σε κάθε αρνητικό σχόλιο που δέχονται απαντούν με τον τρόπο τους πίσω από την ανωνυμία. Η κριτική, για να γίνει αποδεκτή, πρέπει πέρα από τον μικρόκοσμο του κάθε χώρου ο κάθε αιρετός, ο κάθε δημοσιογράφος και γενικότερα το κάθε δημόσιο πρόσωπο να αντιληφθεί τι συμβαίνει εκεί έξω και όχι απλά να ζει μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα που “χτίζεται” από τους λεγόμενους “αυλικούς”.
Η κριτική είναι καθρέφτης και ο καθρέφτης σπάνια δείχνει αυτό που θέλουμε να δούμε. Το πρόβλημα με πολλά δημόσια πρόσωπα στην Ελλάδα είναι πως έχουν μάθει να ζουν σε περιβάλλοντα όπου η κολακεία θεωρείται επαγγελματική ευγένεια. Βεβαίως και η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στα πρόσωπα που δέχονται την κριτική. Τα ίδια τα Μέσα Ενημέρωσης έχουν συμβάλει στη σύγχυση. Συχνά η κριτική δε γίνεται με επιχειρήματα, αλλά με ειρωνεία, προσωπικές αιχμές ή επιθετικούς τίτλους. Όταν ο δημόσιος λόγος χαμηλώνει σε επίπεδο κουτσομπολιού, η έννοια της κριτικής απαξιώνεται. Έτσι τα δημόσια πρόσωπα έχουν μάθει να συνδέουν κάθε κριτικό λόγο με την εμπάθεια και όμως, η λύση δεν είναι να απορρίψουμε την κριτική, αλλά να την επαναφέρουμε στη θέση που της αξίζει, ως εργαλείο βελτίωσης και όχι εξόντωσης. Η δημοσιογραφία, ιδίως η πολιτική και πολιτιστική, οφείλει να επανακτήσει την ψύχραιμη και τεκμηριωμένη φωνή της. Να ασκεί έλεγχο, να θέτει ερωτήματα, αλλά και να ξεχωρίζει το προσωπικό από το ουσιαστικό. Γιατί όταν ο έλεγχος γίνεται κραυγή, χάνει την αξιοπιστία του και όταν όλα είναι εμπάθεια, τίποτα δεν είναι κριτική.
Δεν μπορεί όλοι οι δημοσιογράφοι να γίνονται ειδικοί ανάλογα με την επικαιρότητα λες και ανακαλύπτουν... χαμένες Ατλαντίδες. Σίγουρα στη χώρα μας αυτό πλέον καταντά και γραφικό. Αλλά και το κοινό δεν είναι αμέτοχο. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η γραμμή ανάμεσα στην κριτική και τη χλεύη έχει χαθεί. Η επιθετικότητα, οι ειρωνείες, τα “κανιβαλιστικά” σχόλια έχουν γίνει καθημερινότητα. Όταν λοιπόν ένας καλλιτέχνης ή πολιτικός βλέπει εκατοντάδες σχόλια να τον προσβάλλουν, είναι λογικό να τείνει να απορρίπτει συλλήβδην κάθε μορφή κριτικής. Η τοξικότητα του δημόσιου λόγου κάνει τη διάκριση δύσκολη και το αποτέλεσμα είναι να θολώνει το τοπίο. Η ωριμότητα μιας δημοκρατίας μετριέται όχι μόνο από το πώς μιλά η κοινωνία στους ηγέτες της, αλλά και από το πώς εκείνοι ακούν. Το να αντέχεις την κριτική δεν είναι αδυναμία, είναι δείγμα αυτοπεποίθησης και σεβασμού προς τη δημόσια σφαίρα που σε ανέδειξε.
Η Ελλάδα δεν υποφέρει από έλλειψη γνώμης, υποφέρει από έλλειψη αντοχής στη γνώμη των άλλων. Η κριτική δεν είναι εμπάθεια, είναι προϋπόθεση προόδου. Αν δεν μπορούμε να κρίνουμε και να κρινόμαστε με ειλικρίνεια, τότε η δημόσια ζωή θα παραμένει ένα θέατρο χειροκροτητών και παρεξηγήσεων. Ίσως ήρθε η ώρα να ξαναμάθουμε κάτι απλό αλλά θεμελιώδες, ότι η κριτική δεν είναι προσωπική, είναι κοινωνική και αν πονάει είναι επειδή δείχνει, όπως κάθε καθρέφτης, όχι ό,τι θέλουμε να δούμε, αλλά αυτό που πραγματικά είμαστε. Μέχρι τότε θα δίνουμε χώρο στο κάθε τίποτα που έγινε κάτι!