Η υπόθεση του Πάνου Ρούτσι δεν είναι μια απλή δικαστική ιστορία, είναι η αντανάκλαση ενός ολόκληρου συστήματος που συχνά αρνείται να δει κατάματα την αλήθεια και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων απέναντι σε πολίτες που βιώνουν το αδιανόητο, την απώλεια των παιδιών τους. Η δικαίωση που πέτυχε ο ίδιος μετά από μέρες επίμονου αγώνα, δεν αφορά μόνο τον ίδιο και την οικογένειά του, αλλά κάθε πολίτη που ζητά το αυτονόητο, και το αυτονόητο δεν είναι τίποτα άλλο από την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Ο Πάνος Ρούτσι βρέθηκε, όπως και άλλοι γονείς που γνώρισαν την απόλυτη οδύνη, αντιμέτωπος όχι μόνο με την προσωπική του τραγωδία, αλλά και με μια Πολιτεία που συχνά επιδεικνύει αδιαφορία, καθυστερήσεις και γραφειοκρατία, που μοιάζει να εξαντλείται στην αυτοσυντήρησή της. Αντί να στηρίξει, να δώσει απαντήσεις, να παράσχει ένα πλαίσιο διαφάνειας, η Πολιτεία εμφανίστηκε εχθρική, σχεδόν ενοχλημένη από την επιμονή τού να φτάσει στην αλήθεια.
Η υπόθεση αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Ο Ρούτσι έγινε το σύμβολο όλων εκείνων των πολιτών που ζητούν δικαιοσύνη και συναντούν τείχη. Γιατί κάθε φορά που ένας πολίτης βρίσκει το θάρρος να αντιταχθεί σε μια σιωπή που του επιβάλλεται, κάθε φορά που ένας άνθρωπος αρνείται να σκύψει το κεφάλι μπροστά στο «έτσι είναι τα πράγματα», τότε ο αγώνας του αφορά όλους μας. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ελληνική κοινωνία γίνεται μάρτυρας μιας τέτοιας ιστορίας. Δυστυχώς, η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Πολιτεία έχει τρωθεί εδώ και χρόνια. Κάθε φορά που ένας πολίτης πρέπει να δώσει μάχη για τα αυτονόητα, κάθε φορά που η Δικαιοσύνη αργεί ή διστάζει, κάθε φορά που η αλήθεια θυσιάζεται για να προστατευθούν ισχυρά συμφέροντα, η κοινωνική συνοχή υπονομεύεται.
Η δικαίωση του Πάνου Ρούτσι ήρθε να θυμίσει σε όλους μας ότι η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να θεωρείται προνόμιο των λίγων, αλλά πρέπει να είναι δικαίωμα των πολλών. Ότι η Πολιτεία δεν μπορεί να λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά, ανάλογα με το ποιος βρίσκεται απέναντί της.
Μέσα σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η στάση ορισμένων πολιτικών και δημοσιογράφων υπήρξε όχι απλώς απογοητευτική, αλλά και προσβλητική απέναντι στους συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών, καθώς και των τόσων άλλων που κατά καιρούς ζητούν απαντήσεις. Αντί να σταθούν στο πλευρό ενός πατέρα που ζητούσε διαφάνεια και απαντήσεις, αντί να γίνουν η φωνή όσων δεν έχουν φωνή, αρκετοί επέλεξαν να κλείσουν τα μάτια, να σιωπήσουν ή ακόμα χειρότερα, να απαξιώσουν τον αγώνα του. Οι τοποθετήσεις τους ξεπέρασαν πολλές φορές τα όρια της ντροπής. Όταν εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου εμφανίζονται να υποβαθμίζουν τον πόνο, όταν δημοσιογράφοι, οι οποίοι θα έπρεπε να αποτελούν τον θεματοφύλακα της αλήθειας, επιλέγουν την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων αντί της ανάδειξης των πραγματικών δεδομένων, τότε το πρόβλημα δεν είναι απλώς θεσμικό. Είναι βαθιά πολιτισμικό και το αποτέλεσμα απαξιωτικό και ντροπιαστικό.
Η απόφαση που δικαίωσε τον Πάνο Ρούτσι δεν αφορά μόνο μια προσωπική υπόθεση. Έχει έναν ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο. Η Δικαιοσύνη, έστω και με καθυστέρηση, απέδειξε ότι υπάρχει, ότι μπορεί να λειτουργήσει, ότι δεν έχει πλήρως απαξιωθεί και αυτό δίνει μια ελπίδα σε όσους πολίτες νιώθουν ότι ζουν σε μια χώρα όπου η αλήθεια θάβεται κάτω από χαρτιά διατάξεις και σκοπιμότητες. Είναι κρίσιμο, ωστόσο, να μη θεωρηθεί αυτή η δικαίωση το τέλος της διαδρομής. Αντιθέτως, πρέπει να αποτελέσει την απαρχή μιας πιο διεκδικητικής κοινωνίας, που δε θα αποδέχεται σιωπηλά την αδικία, αλλά θα απαιτεί θεσμική διαφάνεια και λογοδοσία. Δεν αρκεί ένα story και μια ανάρτηση στα social media και ΟΚ, κάναμε τη δουλίτσα μας και συνεχίζουμε τη ζωούλα μας. Εκτιμώ περισσότερο αυτούς που μιλούν όταν πρέπει, παρά όλους εκείνους που γίνονται “μαϊντανοί”, υποβαθμίζοντας τον αγώνα του κάθε πολίτη που ζητά δικαίωση.
Η υπόθεση Ρούτσι φέρνει ξανά στην επιφάνεια τη διαχρονική ανάγκη για ριζικές θεσμικές αλλαγές. Δεν είναι αρκετό να περιμένουμε από μεμονωμένους δικαστές ή λειτουργούς να σώσουν την τιμή της Δικαιοσύνης. Χρειάζεται μια συνολική αναδιάρθρωση, που θα διασφαλίσει ότι κανένας πολίτης δε θα χρειαστεί να δώσει τόσο μακροχρόνιο και επίπονο αγώνα για να βρει το δίκιο του.
Η απονομή δικαιοσύνης πρέπει να είναι ταχεία διαφανής και αμερόληπτη. Σε μια Δημοκρατία, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν καθοριστικό ρόλο. Οφείλουν να αναδεικνύουν τις φωνές που καταπνίγονται, να ερευνούν, να πιέζουν την εξουσία, να απαιτούν λογοδοσία. Στην περίπτωση του Πάνου Ρούτσι, ένα μεγάλο μέρος του δημοσιογραφικού κόσμου απέτυχε σε αυτό το καθήκον.
Η σιωπή ή η παραπλάνηση δεν είναι ουδέτερες στάσεις, είναι συνενοχή και όσο τα ΜΜΕ επιλέγουν να ευθυγραμμίζονται με πολιτικές σκοπιμότητες ή με την ανάγκη να μη διαταραχθεί το κλίμα, τόσο υπονομεύουν τη Δημοκρατία και αποξενώνονται από την κοινωνία που υποτίθεται ότι υπηρετούν.
Η δικαίωση του πατέρα των Τεμπών μάς αφορά όλους. Γιατί σε μια Δημοκρατία η αδικία που υφίσταται ένας πολίτης είναι εν δυνάμει αδικία που μπορεί να αγγίξει τον καθένα. Η κοινωνία δεν μπορεί να αφήνει μεμονωμένους ανθρώπους να παλεύουν μόνοι απέναντι σε μηχανισμούς που λειτουργούν σαν απρόσωπες μηχανές. Η δικαστική δικαίωση του Πάνου Ρούτσι δεν είναι μόνο μια προσωπική νίκη. Είναι η υπενθύμιση ότι η αλήθεια και η δικαιοσύνη πρέπει να είναι αυτονόητες σε μια ευνομούμενη Πολιτεία. Φτάνει με τα “πυροτεχνήματα” των social media και ας δούμε πώς η νίκη του Ρούτσι μπορεί να γίνει διαχρονική νίκη της αλήθειας.