Η παραίτηση ενός πρώην πρωθυπουργού από τη βουλευτική του έδρα δεν μπορεί ποτέ να ιδωθεί ως μια απλή προσωπική επιλογή. Είναι αντιθέτως μια πράξη με ισχυρό συμβολισμό, με θεσμικό βάρος και με σημαντικές προεκτάσεις για το πολιτικό σύστημα. Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να παραιτηθεί από βουλευτής, χωρίς όμως να εγκαταλείψει την πολιτική δράση, ήρθε να ταράξει τις ισορροπίες και να ανοίξει μια νέα συζήτηση για το μέλλον τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και του ευρύτερου προοδευτικού χώρου.
Η επιλογή του πρώην πρωθυπουργού εμπεριέχει μηνύματα, ρήξεις και προοπτικές που αξίζει να αναλυθούν σε βάθος. Με άλλα λόγια, δεν αποχωρεί από την πολιτική, αλλά από έναν θεσμό που, κατά τη δική του ανάγνωση, έχει χάσει τον ρόλο του ως πεδίο αντιπαράθεσης ιδεών και δημοκρατικού ελέγχου. Αυτό από μόνο του συνιστά μια ισχυρή δήλωση, η πολιτική δεν εξαντλείται στις αίθουσες του Κοινοβουλίου, αλλά συνεχίζει να υπάρχει και να αναπνέει στην κοινωνία, στα κινήματα, στους δρόμους.
Η παραίτηση, ωστόσο, έχει και πολύ συγκεκριμένες πρακτικές συνέπειες. Η έδρα του Τσίπρα στην Α’ Πειραιά περνά στον Θοδωρή Δρίτσα, ο οποίος ανήκει πλέον στη Νέα Αριστερά και όχι στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει μία κοινοβουλευτική έδρα και περιορίζεται στους 25 βουλευτές, ενώ η Νέα Αριστερά ενισχύεται και αποκτά ακόμη πιο σαφή ρόλο στο πολιτικό σκηνικό.
Η φαινομενικά «προσωπική» απόφαση ενός πολιτικού ηγέτη μεταφράζεται έτσι σε αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών, έστω κι αν αυτή η αλλαγή είναι αριθμητικά μικρή. Αυτό μας φέρνει στο ζήτημα της εσωτερικής κρίσης στον ΣΥΡΙΖΑ. Η παραίτηση του Τσίπρα έρχεται σε μια περίοδο όπου το κόμμα αναζητά στίγμα και κατεύθυνση. Η σημερινή ηγεσία εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε ένα τοπίο όπου η Νέα Δημοκρατία κυριαρχεί, το ΠΑΣΟΚ αναζητά ευκαιρίες ανόδου και η Αριστερά συνολικά δείχνει κατακερματισμένη. Το γεγονός ότι ο πρώην αρχηγός του κόμματος απομακρύνεται από τη Βουλή, αλλά διακηρύσσει την πρόθεσή του να συνεχίσει την πολιτική του πορεία εκτός των τειχών μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως ρήξη, είτε ως προσπάθεια προετοιμασίας για ένα νέο εγχείρημα. Κάποιοι μιλούν ήδη για την πιθανότητα δημιουργίας νέου φορέα, άλλοι για μια πιο άτυπη αλλά δυναμική κινηματική παρέμβαση.
Το σίγουρο είναι ότι το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ θα δεχτεί ισχυρές πιέσεις. Στελέχη που αισθάνονται εγκλωβισμένα στον τωρινό κομματικό μηχανισμό ίσως βρουν στην κίνηση Τσίπρα την αφορμή για αποχώρηση. Άλλοι πάλι μπορεί να επιχειρήσουν να επαναπροσδιορίσουν το κόμμα, να το μετατοπίσουν πιο αριστερά ή πιο κεντροαριστερά, επιδιώκοντας να καλύψουν το κενό ηγεσίας που αφήνει η απουσία του πρώην αρχηγού. Σε κάθε περίπτωση, η παραίτηση είναι καταλύτης, μιας και θα επιταχύνει εξελίξεις, θα φέρει στην επιφάνεια παλιές αντιθέσεις και θα αναγκάσει το κόμμα να πάρει σαφείς αποφάσεις.
Πέρα όμως από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, η κίνηση αυτή έχει σημασία και για τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο. Ο Τσίπρας δεν κρύβει ότι επιδιώκει μια πιο πλατιά ενότητα, μια σύνθεση που θα υπερβαίνει τα όρια ενός μόνο κόμματος. Η αντίδραση του ΠΑΣΟΚ, που δήλωσε ότι η κίνηση Τσίπρα είναι εσωτερικό θέμα του ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει μια ψύχραιμη στάση, αλλά και μια επιφυλακτικότητα. Το σίγουρο είναι πως το ΠΑΣΟΚ έχει κάθε λόγο να φοβάται ίσως περισσότερο και από τα αμιγώς αριστερά κόμματα. Το ίδιο ανήσυχη όμως πρέπει να είναι και η Ν.Δ., μιας και μια πιθανή κίνηση Τσίπρα θα μπορούσε να επηρεάσει και το κυβερνών κόμμα. Αν ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρήσει όντως να οικοδομήσει έναν νέο φορέα ή ένα νέο μέτωπο, θα αναμετρηθεί και με την κεντροαριστερά. Είναι πιθανό να ασκηθούν πιέσεις για συνεργασίες, αλλά εξίσου πιθανό είναι να δούμε ανταγωνισμό για την ίδια εκλογική δεξαμενή. Επομένως, η παραίτηση μπορεί να ανοίξει τον δρόμο είτε για νέες συγκλίσεις, είτε για ακόμη πιο οξυμένο ανταγωνισμό.
Το ζήτημα του χρόνου, επίσης, είναι κρίσιμο. Η παραίτηση ήρθε λίγο πριν την έναρξη της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, σε μια στιγμή που το πολιτικό σκηνικό αναζητεί νέες ισορροπίες. Αν η κίνηση αυτή ακολουθηθεί από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, μπορεί να αποτελέσει την αρχή ενός νέου κεφαλαίου. Αν όχι, υπάρχει ο κίνδυνος να μείνει στη μνήμη ως μια συμβολική αλλά κενή ουσίας πράξη.
Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η εξέλιξη για το πολιτικό σύστημα; Πρώτον, ότι εισερχόμαστε σε μια φάση μεγαλύτερης ρευστότητας. Τα κόμματα δεν είναι πια δεδομένα, οι ηγεσίες δεν είναι ακλόνητες, οι πολιτικές συμμαχίες αλλάζουν με ταχύτητα. Δεύτερον, ότι ο προοδευτικός χώρος θα πρέπει να αποφασίσει αν θα πορευθεί προς νέες ενωτικές μορφές ή αν θα συνεχίσει την πορεία κατακερματισμού. Τρίτον, ότι η σχέση κοινωνίας και πολιτικής παραμένει το πιο κρίσιμο ζητούμενο, χωρίς επανασύνδεση με τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, κανένα εγχείρημα δεν μπορεί να σταθεί. Η παραίτηση Τσίπρα δεν είναι λοιπόν μια παραίτηση από την πολιτική, αλλά μάλλον μια μετάβαση σε άλλη μορφή πολιτικής παρουσίας. Είτε οδηγήσει σε νέο κόμμα, είτε σε ένα πλατύ μέτωπο, είτε απλώς σε πιο έντονη κινηματική δραστηριότητα, το βέβαιο είναι ότι θα προκαλέσει εξελίξεις και αυτές οι εξελίξεις θα κρίνουν όχι μόνο την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το μέλλον της Αριστεράς, της κεντροαριστεράς και εντέλει του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Γιατί, όταν ένας πρώην πρωθυπουργός επιλέγει να γυρίσει στην κοινωνία, αυτό δεν αφορά μόνο το κόμμα του, αλλά το σύνολο της Δημοκρατίας. Το ερώτημα εδώ είναι: «Με τον Αλέξη... και όποιος αντέξει;».