ΤΡΑΜΠ ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Φωτογραφία ΑΡ

Ανησυχίες και σκιές στη συνάντηση δύο “παλιόφιλων”

Απόψεις
Ανησυχίες και σκιές στη συνάντηση δύο “παλιόφιλων”

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από τα F-35 έως την ενεργειακή απεξάρτηση - Το παζάρι και τα διλήμματα μιας ιδιότυπης φιλίας

Η πρόσφατη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο δεν πέρασε απαρατήρητη από την ελληνική κοινή γνώμη. Και πώς θα μπορούσε; Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, που ήταν παγωμένες τα τελευταία χρόνια, μπαίνουν σε φάση “επανασύνδεσης” σε ανώτατο επίπεδο, γεγονός που επηρεάζει εκ των πραγμάτων την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όχι μόνο διπλωματικά, αλλά και στο επίπεδο της ισορροπίας στρατιωτικής ισχύος.

Όμως στην Ελλάδα η συζήτηση σπάνια περιορίζεται στη νηφαλιότητα. Οι αντιδράσεις κινήθηκαν από το ένα άκρο στο άλλο, πολλοί μίλησαν για «διπλωματική ήττα» και «καταστροφή», λες και κάθε χειραψία στην Ουάσινγκτον ισοδυναμεί με απώλεια εθνικού εδάφους. 

Άλλοι, με την ίδια ευκολία, ανακήρυξαν «νίκη της ελληνικής διπλωματίας», βλέποντας σε κάθε αμφίσημη δήλωση ένα μήνυμα υπέρ της Αθήνας. Στα social media, δε, η “ανάλυση του πληκτρολογίου” παρήγαγε περισσότερη “στρατηγική” απ’ ό,τι όλα τα think tanks μαζί. 

Σε κάμποσα τηλεοπτικά πάνελ, η ρητορική έφτασε στο όριο της υπερβολής. Κάποιοι βιάστηκαν να διακηρύξουν «διπλωματική ήττα» και «καταστροφή», σαν να επρόκειτο για άμεση ακύρωση των ελληνικών συμμαχιών. Άλλοι, με την ίδια ευκολία, ανακάλυψαν «θρίαμβο της ελληνικής διπλωματίας», αποδίδοντας στη χώρα μας νίκες που ούτε επιδιώχθηκαν, ούτε κατακτήθηκαν.

Η αλήθεια, όπως συμβαίνει συνήθως, βρίσκεται κάπου στη μέση. Η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν πράγματι γεννά ανησυχίες και σκιές, είτε αφορά την πιθανή επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, είτε την αμερικανική ανοχή στον τουρκικό αναθεωρητισμό. 

Όμως δε συνιστά ούτε ήττα για την Ελλάδα, ούτε θρίαμβο της ελληνικής διπλωματίας. Αντίθετα, είναι μια υπενθύμιση ότι οι διεθνείς σχέσεις δεν κρίνονται από συνθήματα ή hashtags, αλλά από σκληρά συμφέροντα και προσεκτική ανάλυση.

Η υπερβολική αντίδραση που καταγράφεται στην Ελλάδα για τη συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, προέρχεται από την παγιωμένη αντίληψη ότι τα πάντα στη διεθνή σκηνή, ειδικά στη “γειτονιά” μας, εξαρτώνται αποκλειστικά από εμάς. 

Κάθε χαμόγελο στην Ουάσινγκτον ή κάθε δήλωση στην Άγκυρα ερμηνεύονται αυτομάτως ως θρίαμβος ή καταστροφή για την ελληνική διπλωματία. Αυτή η λογική, όμως, συχνά παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι μεγάλες δυνάμεις κινούνται με γνώμονα τις δικές τους στρατηγικές προτεραιότητες και όχι τα προβλήματα και τις ευαισθησίες τις δικές μας. 

Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο άρθρο του αρθρογράφου Οζέι Σεντίρ στη “Μιλιέτ”, το οποίο σχολίαζε την ελληνική «εμμονή» με την Τουρκία, χαρακτηρίζοντάς την υπερβολική. Προφανώς το κείμενο αυτό γράφτηκε με στόχο να μειώσει και να υποβαθμίσει την ελληνική επιρροή στη διεθνή σκηνή, όμως περιέχει και μια δόση αλήθειας, δεν εξαρτώνται όλα τα κρίσιμα ζητήματα της περιοχής μόνο απ’ όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε εμείς, αλλά και ότι η Τουρκία έχει μεγαλύτερα ζητήματα να διαχειριστεί από τη σχέση της με την Ελλάδα. 

Η παρατήρηση αυτή είναι μια αφετηρία για να εξετάσουμε τι πραγματικά συνέβη στον Λευκό Οίκο, ποιες είναι οι “σκιές” που αφήνει η συνάντηση των δύο “παλιόφιλων” και γιατί οι ανησυχίες δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά το συνολικό πλαίσιο ισορροπιών στη διεθνή σκηνή και κυρίως την ίδια την Τουρκία. 

Μια ιδιότυπη φιλία 

Οι σχέσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ έχουν τη δική τους ιδιαίτερη ιστορία, γεμάτη εναλλαγές και συμβολισμούς. Κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, οι δύο άνδρες διατήρησαν στενή προσωπική επαφή, παρά τις συχνές εντάσεις ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Άγκυρα για ζητήματα όπως η αγορά του ρωσικού συστήματος S-400 ή οι επιχειρήσεις στη Συρία. 

ΤΡΑΜΠ
Φωτογραφία ΑΡ

Η προσωπική “χημεία” τους λειτούργησε αρκετές φορές ως καταφύγιο στις τρικυμίες, με τον Τραμπ να προβάλλει τον Ερντογάν ως έναν «ισχυρό ηγέτη» που αξίζει σεβασμό, ακόμη κι όταν η τουρκική πολιτική δεχόταν σφοδρή κριτική. Αντίθετα, με την κυβέρνηση των Δημοκρατικών και τον Τζο Μπάιντεν, οι σχέσεις παρέμειναν ψυχρές και “παγωμένες”, με την Ουάσινγκτον να κρατά αποστάσεις εξαιτίας τόσο των αυταρχικών πρακτικών του Ερντογάν, όσο και των ανοιχτών του δεσμών με τη Μόσχα.

Η σύγκριση των δύο ηγετών αναδεικνύει εντυπωσιακές ομοιότητες αλλά και μια θεμελιώδη διαφορά. Κοινό τους στοιχείο είναι η αυταρχική νοοτροπία και η αμετροέπεια: ο Τραμπ με τον εκρηκτικό, συχνά προσβλητικό δημόσιο λόγο του και ο Ερντογάν με τον αδιάλλακτο, επιθετικό πολιτικό του λόγο. Και οι δύο καλλιέργησαν μια προσωποπαγή εικόνα εξουσίας, υπονομεύοντας θεσμούς και ανεξάρτητα ΜΜΕ. Επιπλέον, τους συνδέει ο μεγαλοϊδεατισμός. Ο Τραμπ με το σύνθημα “Make America Great Again”, που μετατράπηκε σε ιδεολογία επαναφοράς της αμερικανικής ισχύος, και ο Ερντογάν με το δόγμα του νεοοθωμανισμού, το οποίο ανασύρει την αυτοκρατορική κληρονομιά για να προσδώσει στην Τουρκία ρόλο υπερδύναμης στην περιοχή. 

Η μεγάλη τους διαφορά είναι ότι ο Ερντογάν, όσο κι αν ελιχθεί τακτικά, παραμένει σταθερός στον στρατηγικό του προσανατολισμό. Ηγεμονικός ρόλος στην Ανατολική Μεσόγειο, διαρκής εξισορρόπηση μεταξύ Δύσης και Ανατολής, σκληρός έλεγχος στο εσωτερικό. Ο Τραμπ αντίθετα είναι απρόβλεπτος, μεταβάλλει θέσεις από τη μια μέρα στην άλλη, προκαλώντας αβεβαιότητα ακόμη και στους στενότερους συμμάχους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκάλεσε έκπληξη ο αμφίσημος “χαριεντισμός” του Τραμπ όταν δήλωσε ότι «ο πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε τις νοθευμένες εκλογές». 

Μια φράση που συμπυκνώνει ειρωνεία, πολιτική σκοπιμότητα και την παροιμιώδη αμετροέπεια του πρώην Αμερικανού προέδρου - και αναδεικνύει το παράδοξο της σχέσης θαυμασμού και ανταγωνισμού που τους συνδέει. 

ΤΡΑΜΠ ΕΡΝΤΟΓΑΝ

Το παζάρι 

Αν κάτι χαρακτηρίζει τη συνάντηση στον Λευκό Οίκο, αυτό είναι η εικόνα ενός σκληρού παζαριού. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πήγε στην Ουάσινγκτον με σαφή στόχο: να επαναφέρει την Τουρκία στο πρόγραμμα των F-35, να εξασφαλίσει νέες συμφωνίες για τον εκσυγχρονισμό του στόλου των F-16, αλλά και να προωθήσει εμπορικές και ενεργειακές συνεργασίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Ψηλά στην ατζέντα του ήταν η ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της Άγκυρας, που έχει στρατηγική σημασία για τον ρόλο που επιδιώκει να παίξει στην περιοχή. 

Στην πάγια τακτική του, ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίστηκε πρόθυμος να δώσει πολλά απ’ όσα ζήτησε ο Τούρκος πρόεδρος, αλλά πάντα με μεγάλα “αν”. 
Οι προϋποθέσεις που τέθηκαν ήταν βαριές: κορυφαία εξ αυτών, η απεξάρτηση της Τουρκίας από τη Μόσχα, τόσο στο στρατιωτικό πεδίο (όπλα, συστήματα S-400) όσο και στο ενεργειακό (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, πυρηνική συνεργασία). Ο Τραμπ έκανε σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει “επιστροφή” στην αγκαλιά των ΗΠΑ χωρίς σαφείς αποστάσεις από τον Πούτιν. 

Πέρα όμως από τα εξοπλιστικά, ο Αμερικανός πρόεδρος βλέπει την Τουρκία ως έναν πιθανό “μακρύ βραχίονα” των αμερικανικών συμφερόντων. 
Από τη Συρία και τη Μέση Ανατολή μέχρι τις σχέσεις με τη Ρωσία, ο Τραμπ θεωρεί ότι η Άγκυρα μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο πίεσης και επιρροής. Αυτό εξηγεί και τον ιδιαίτερο ζήλο με τον οποίο προσέγγισε τον Ερντογάν. 

Όχι για να ικανοποιήσει έναν σύμμαχο του ΝΑΤΟ, αλλά και για να αποκτήσει έναν διαμεσολαβητή που μπορεί να ανοίγει πόρτες εκεί όπου η Ουάσινγκτον δε θέλει ή δεν μπορεί να εκτεθεί άμεσα. 

Το “παζάρι” λοιπόν άφησε τον Ερντογάν με υποσχέσεις και προσδοκίες, αλλά όχι με κέρδη στις βαλίτσες της επιστροφής του στην Τουρκία. 
Ο Τραμπ έδωσε σήματα, κράτησε ανοιχτά τα κανάλια, όμως όλα εξαρτώνται από την ικανότητα της Τουρκίας να αποδείξει στην πράξη ότι μπορεί να απομακρυνθεί από τη ρωσική σκιά. 

F35
Μαχητικό F35. Φωτογραφία Shutterstock

Η δύσκολη εξίσωση της ενεργειακής απεξάρτησης 

Απ’ όλα τα “αν” που έθεσε ο Ντόναλντ Τραμπ στο τραπέζι, το πιο απαιτητικό είναι αυτό της ενεργειακής απεξάρτησης της Τουρκίας από τη Ρωσία. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Το 2024 η Τουρκία εισήγαγε περίπου 52 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, εκ των οποίων το 42% προήλθε από τη Ρωσία. 

Στο πετρέλαιο, η εικόνα είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική: μέχρι και το 65% των εισαγωγών αργού προερχόταν από ρωσικές πηγές. Παράλληλα, η εσωτερική κατανάλωση ξεπέρασε τα 1,13 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, δείχνοντας πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η ενεργειακή εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας. 

Η πρόσφατη συμφωνία της κρατικής εταιρείας BOTAŞ με τη Mercuria για την εισαγωγή αμερικανικού LNG αποτελεί ένα βήμα διαφοροποίησης, αλλά μετριέται σε πολύ μικρότερη κλίμακα: περίπου 4 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως από το 2026, όταν οι τουρκικές ανάγκες υπερβαίνουν τα 50. 

Οι αναλογίες είναι αποκαλυπτικές, το νέο συμβόλαιο καλύπτει μόλις ένα κλάσμα της ζήτησης, αφήνοντας το βάρος στους παραδοσιακούς προμηθευτές και κυρίως στη Μόσχα. 

Είναι φανερό πως μια βίαιη και σύντομη απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο θα ισοδυναμούσε με πλήγμα όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στην άμυνα της Τουρκίας. 

Η βιομηχανία, οι μεταφορές, ακόμη και η λειτουργία των στρατιωτικών υποδομών στηρίζονται στην ενεργειακή επάρκεια. Χωρίς αυτή, κάθε φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα και ειδικά οι εσωτερικές παραγωγές οπλικών συστημάτων κινδυνεύουν να καταρρεύσουν και να παραμείνουν σχέδια. 

 

Ο πυρηνικός γρίφος 

Στην εξίσωση της ενεργειακής απεξάρτησης έρχεται να προστεθεί και η πυρηνική ενέργεια. Ο πρώτος πυρηνικός σταθμός της Τουρκίας στο Ακούγιου κατασκευάζεται από τη ρωσική Rosatom και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ενεργειακά έργα της χώρας. 

Η συμφωνία είναι τέτοια που καθιστά τη Μόσχα όχι μόνο κατασκευαστή, αλλά και μελλοντικό διαχειριστή και πάροχο πυρηνικού καυσίμου, δένοντας την Άγκυρα σε μια μακροχρόνια εξάρτηση από τη ρωσική τεχνολογία. 

Ακόμη κι αν υλοποιηθούν οι συζητήσεις για συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην ανάπτυξη μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων, η απεμπλοκή από τον ρωσικό εναγκαλισμό δεν είναι εύκολη υπόθεση. 

Χρειάζονται χρόνια, τεράστιες επενδύσεις και ένα διαφορετικό κανονιστικό περιβάλλον, ενώ το Ακούγιου θα παραμείνει σε λειτουργία και θα παρέχει κρίσιμο ποσοστό της ηλεκτρικής παραγωγής. 

Με άλλα λόγια, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν πυρηνικό γρίφο: να αναζητεί εναλλακτικές λύσεις μέσω της Δύσης, την ίδια στιγμή που η “καρδιά” του πυρηνικού της προγράμματος θα χτυπά με ρωσικό ρυθμό. 

Πέραν από τα παραπάνω, η ενεργειακή σχέση με τη Ρωσία συνδέεται με τον ίδιο τον γεωπολιτικό ρόλο που επιδιώκει η Άγκυρα. 

Μια Τουρκία που φιλοδοξεί να αναδυθεί ως περιφερειακή δύναμη χρειάζεται όχι μόνο αυτονομία σε πηγές ενέργειας, αλλά και ισορροπία στις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις. Η Μόσχα, όσο κι αν αποτελεί πρόβλημα για τη Δύση, παραμένει για την Τουρκία ένας εταίρος που δεν μπορεί εύκολα να αγνοήσει. 

Τα «αν» που δεν ειπώθηκαν δημόσια 

Όσο κι αν η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν γέμισε προσδοκίες και υποσχέσεις, στο παρασκήνιο παραμένουν μεγάλα «αν», τα οποία δεν ειπώθηκαν, αλλά καθορίζουν το μέλλον των συμφωνιών. 

Πρώτο, αν το Ισραήλ επιτρέψει ποτέ τον εξοπλισμό στον ύψιστο βαθμό μιας χώρας που θεωρεί όχι απλώς ανταγωνιστική, αλλά βαθιά εχθρική. 
Η πώληση των F-35 δεν είναι μια απλή εμπορική συναλλαγή, προϋποθέτει πολιτική έγκριση από την Ουάσινγκτον, αλλά και ανοχή του Τελ Αβίβ, που διαθέτει ήδη τα μαχητικά και τα θεωρεί κρίσιμο πλεονέκτημα στην περιοχή. Το ερώτημα είναι αν θα δεχτεί να μοιραστεί αυτό το προνόμιο με την Άγκυρα. 

Δεύτερο, αν ο ρόλος του προστάτη των απανταχού μουσουλμάνων που διεκδικεί η Τουρκία - με αιχμή τη στήριξη στη Χαμάς - μπορεί να συμβαδίσει με μια «κανονική» σχέση με το Ισραήλ. 

Ακόμη κι αν ο πόλεμος στη Γάζα φτάσει στο τέλος του, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι το Ισραήλ θα αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα την ανάδυση μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης που οικοδομεί την επιρροή της πάνω σε αυτήν ακριβώς την αντιπαράθεση. 

Τρίτο, αν τα ενεργειακά συμφέροντα του Ισραήλ και της Αιγύπτου στην ανατολική Μεσόγειο μπορούν να συνυπάρξουν με τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό. Η Άγκυρα, πέρα από τις παράλογες απαιτήσεις της στην εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, προβάλλει τον εαυτό της ως κεντρικό κόμβο μεταφοράς ενέργειας, αλλά τα υφιστάμενα σχέδια εκμετάλλευσης και μεταφοράς υδρογονανθράκων συχνά συγκρούονται με τις τουρκικές διεκδικήσεις. 

Τα «αν» αυτά, που δε συζητήθηκαν δημόσια στον Λευκό Οίκο, φωτίζουν το πραγματικό πεδίο της αντιπαράθεσης: όχι μόνο αν θα πάρει η Τουρκία F-35, αλλά αν θα της επιτραπεί να αναδειχθεί σε δύναμη ικανή να αναδιαμορφώσει τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Και εκεί, οι σκιές παραμένουν βαριές. 

Τα περιθώρια 

Ο Ερντογάν, όπως αποδεικνύει η πορεία του στην πολιτική, διαθέτει και νοημοσύνη και πολιτικό ένστικτο. Γνωρίζει από πρώτο χέρι πως ακόμη κι αν ικανοποιούσε όλα τα «αν» του φίλου του πλανητάρχη, πάλι ο δρόμος των σχέσεών του με τις ΗΠΑ περνά σε κάθε περίπτωση από το Τελ Αβίβ και τη Μόσχα και λιγότερο από την Αθήνα. 

Εξαρτάται από τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και τις σχέσεις της ίδιας της Τουρκίας με το Ισραήλ. Και στις δύο περιπτώσεις τα πράγματα είναι δύσκολα για την Τουρκία. Οι συνθήκες ελάχιστα εξαρτώμενες από τον ίδιο τον Ερντογάν, καθώς ακόμη και για την ανατολίτικη διπλωματία η ισορροπία πάνω σε δύο βάρκες είναι δύσκολο εγχείρημα. 

Με δεδομένο ότι οι συνθήκες δεν πρόκειται να αλλάξουν στο άμεσο μέλλον, οι επιλογές μάλλον λιγοστεύουν. 

Η Ελλάδα

Παρόλο που όλα τα παραπάνω μάλλον ακούγονται θετικά για τη χώρα μας, μόνο σιγουριά και εφησυχασμό δεν μπορούν να προκαλούν. 

Η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ότι ο τούρκος πρόεδρος, αν και βρέθηκε αρκετές φορές σε δύσκολη θέση, κατάφερε να ξεπεράσει τα λάθη και τις αστοχίες του και να βρεθεί ξανά με το πλεονέκτημα. 

Το κυριότερο όμως ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα στη σχέση της με την Τουρκία δεν είναι η σταθερή τουρκική στάση απέναντί της, αλλά η συμπεριφορά ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο “τιμόνι” της πιο ισχυρής χώρας του πλανήτη και επηρεάζει τη διεθνή σταθερότητα με την προσωπική του αστάθεια. 

Τελικά, οι “ανησυχίες και σκιές” που δημιουργήθηκαν από τη συνάντηση στον Λευκό Οίκο δεν περιορίζονται μόνο στην Τουρκία ή μόνο στην Ελλάδα, βαραίνουν και τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Για την Άγκυρα, η εξίσωση με τις ΗΠΑ περνά αναγκαστικά μέσα από τη Μόσχα και το Τελ Αβίβ, καθιστώντας την πορεία αβέβαιη και γεμάτη παγίδες. 

Για την Αθήνα, το πρόβλημα δεν είναι η προβλέψιμη σκληρότητα του Ερντογάν, αλλά η απρόβλεπτη αστάθεια του Τραμπ, που μπορεί να ανατρέψει ισορροπίες από τη μια στιγμή στην άλλη. Φαίνεται πως οι σκιές αυτής της συνάντησης δε χαρίζουν βεβαιότητες σε κανέναν, αντίθετα υπενθυμίζουν πόσο εύθραυστη είναι η ισορροπία στην περιοχή. 
 

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News