Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας αποτελεί το πιο λεπτό και σύνθετο εργαλείο άσκησης ισχύος και προστασίας συμφερόντων. Δεν είναι πεδίο μόνο ρητορικής ή επίδειξης, είναι το πεδίο στο οποίο μια χώρα κρίνεται για την αξιοπιστία της, την ικανότητά της να διαβάζει τις διεθνείς εξελίξεις και βεβαίως να “χτίζει” συμμαχίες και να αποφεύγει παγίδες.
Για την Ελλάδα, που βρίσκεται σε μια γεωπολιτικά ασταθή περιοχή, ανάμεσα σε Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, η εξωτερική πολιτική δεν είναι πολυτέλεια, είναι ζήτημα επιβίωσης. Και όμως, πολλές φορές η άσκησή της δείχνει σημάδια προχειρότητας, επικοινωνιακού χαρακτήρα και έλλειψης στρατηγικού βάθους, με αποτέλεσμα να καταγράφονται αλλεπάλληλα “αυτογκόλ”.
Μια ακύρωση... που λέει πολλά
Η πιο πρόσφατη υπόθεση που ανέδειξε αυτά τα κενά ήταν η ακύρωση της προγραμματισμένης συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Η συνάντηση είχε προβληθεί ως ένα ακόμη βήμα στον διάλογο Ελλάδας-Τουρκίας, που τα τελευταία χρόνια κινείται διαρκώς μεταξύ έντασης και αποκατάστασης. Ωστόσο, η αιφνίδια ακύρωσή της, με επίσημη αιτιολογία το βαρύ πρόγραμμα του Ερντογάν, προκάλεσε θόρυβο και άφησε την αίσθηση ότι η Αθήνα πιάστηκε απροετοίμαστη, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο. Αλήθεια, ήταν σωστή η επικοινωνιακή τακτική της Ελλάδας, που για μια ακόμη φορά λειτούργησε για το εσωτερικό της ακροατήριο;
Η τουρκική πλευρά διέρρευσε μάλιστα ότι η Ελλάδα έσπευσε να ανακοινώσει τη συνάντηση χωρίς να τηρήσει άτυπες συμφωνίες, κάτι που θεωρήθηκε από την Άγκυρα παραβίαση εμπιστοσύνης. Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης μίλησαν για «ελληνική αρρώστια», δηλαδή για μια εμμονή της Αθήνας να βλέπει την Τουρκία ως αποκλειστικό ορίζοντα της εξωτερικής της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να παρουσιάσει την εξέλιξη ως τεχνική αναβολή, τονίζοντας ότι ο διάλογος θα συνεχιστεί σε άλλο χρόνο. Όμως, στο εσωτερικό η αντιπολίτευση μίλησε για ερασιτεχνισμό και επικοινωνιακά παιχνίδια, ενώ δεν έλειψαν οι φωνές που είδαν στην ακύρωση ένα ακόμη δείγμα αδυναμίας στρατηγικού σχεδιασμού.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά η Ελλάδα βρέθηκε να ακολουθεί ως ουραγός τις εξελίξεις, την ώρα που ο γείτονας “Σουλτάνος” έκανε ό,τι μπορούσε για να δείξει σε όλους ποιος είναι αυτός που έχει και ρόλο και λόγο σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη, ο δικός μας με ατακούλες με γαλλική απόχρωση απλά πέταξε ένα “πυροτέχνημα”, δείχνοντας τον ηγετικό του ρόλο στο ακροατήριο της ομογένειας και μόνο.
Πέρα από την αντιπαράθεση, η ουσία είναι ότι η Ελλάδα βρέθηκε εκτεθειμένη. Όταν μια συνάντηση κορυφής ακυρώνεται με αυτόν τον τρόπο, το μήνυμα που περνάει δεν είναι ισότιμο, η πλευρά που ακυρώνει δείχνει ισχύ, η πλευρά που μένει εκτεθειμένη εμφανίζεται αδύναμη και όσο κι αν επιχειρείται να υποβαθμιστεί η ζημιά στην εικόνα, έχει γίνει. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: γιατί επαναλαμβάνεται αυτό το μοτίβο; Η απάντηση βρίσκεται στη δομή και στη φιλοσοφία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια, που φαίνεται πως δεν έχει φέρει και τα πιο θεαματικά αποτελέσματα. Δυστυχώς, υπάρχει μια έντονη τάση υπερεκτίμησης της επικοινωνίας. Η κυβέρνηση θέλει να δείχνει ότι πρωτοστατεί, ότι παίρνει πρωτοβουλίες, ότι ανοίγει διαύλους. Όμως, όταν οι κινήσεις αυτές δεν έχουν στέρεη διπλωματική προετοιμασία και δε συνοδεύονται από εναλλακτικά σενάρια, η εικόνα καταρρέει εύκολα. Η πρόωρη ανακοίνωση μιας συνάντησης, που δεν είχε εξασφαλιστεί οριστικά, ήταν ένα τέτοιο λάθος. Παράλληλα, η Ελλάδα συχνά εγκλωβίζεται στη λογική της μονοθεματικής εξωτερικής πολιτικής. Όλα περιστρέφονται γύρω από την Τουρκία, λες και δεν υπάρχουν άλλα μέτωπα. Βεβαίως η Τουρκία είναι η άμεση απειλή, αλλά και η εμμονή αυτή περιορίζει τον ορίζοντα της χώρας, την κάνει προβλέψιμη και δίνει στη γείτονα τον έλεγχο της ατζέντας.
Δυστυχώς, λείπει ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός.
Ανεπαρκής κατανόηση
Αυτό που προβληματίζει πολύ έντονα είναι πως η χώρα δείχνει ανεπαρκή κατανόηση του πώς λειτουργεί το παιχνίδι ισχύος στη διεθνή σκηνή. Η Τουρκία χρησιμοποιεί μεθοδικά τα εργαλεία της, όπως το να καθυστερεί, να ακυρώνει και στο τέλος να αιφνιδιάζει για να υπενθυμίζει ότι έχει τον έλεγχο. Αν δούμε την ακύρωση της συνάντησης μέσα σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται σαφές ότι δεν είναι απλώς μια ατυχία. Είναι αποτέλεσμα μιας κουλτούρας πολιτικής που βάζει πάνω απ’ όλα την εικόνα, χωρίς να μεριμνά για το περιεχόμενο. Είναι το αποτέλεσμα μιας νοοτροπίας που θεωρεί ότι με μια δήλωση ή μια φωτογραφία δίπλα σε ξένο ηγέτη λύνονται τα προβλήματα. Στην πραγματικότητα, τα προβλήματα απλώς συσσωρεύονται.
Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, εκμεταλλεύεται κάθε τέτοιο “αυτογκόλ” για να επιτεθεί στην κυβέρνηση. Έχει το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να ασκεί κριτική. Όμως και εκείνη συχνά πέφτει στην παγίδα του εύκολου εθνικισμού, υψώνοντας τόνους χωρίς να καταθέτει συγκροτημένες προτάσεις. Το αποτέλεσμα είναι ένας δημόσιος διάλογος που περιστρέφεται γύρω από εντυπώσεις και όχι γύρω από την ουσία, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την εθνική μας απομόνωση. Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς μπορεί η Ελλάδα να βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο και κυρίως πώς να αποδείξει ότι θα μπορούσε να γίνει ρυθμιστής των εξελίξεων σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Αλήθεια, στο Μαξίμου γνωρίζουν τα πλεονεκτήματα ή το αυτονόητο δεν είναι καν δεδομένο και στην εξωτερική πολιτική; Να, λοιπόν, που η χώρα μας διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως είναι η γεωστρατηγική θέση, η ισχυρή ναυτιλία, αλλά και η συμμετοχή της σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Αυτό όμως που αποτελεί τη νούμερο ένα δυναμική είναι οι ενεργειακές της δυνατότητες, και εδώ πρέπει να είναι κάθετη για το ποιος θα είναι ο “νοικοκύρης” και σίγουρα αυτός δεν είναι η Τουρκία. Η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν είναι ένα “καμπανάκι”, όχι γιατί χάθηκε μια ευκαιρία διαλόγου, αλλά γιατί αποδείχτηκε για ακόμη μια φορά ότι η χώρα μας παίζει χωρίς σχέδιο και εκτίθεται σε παγίδες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Η εξωτερική πολιτική απαιτεί υπομονή, συνέπεια, στρατηγική και θεσμική σοβαρότητα. Όσο αυτά λείπουν, τόσο θα συνεχίζουμε να μετράμε “αυτογκόλ” σε ένα παιχνίδι που δε συγχωρεί λάθη. Η Ελλάδα, αν θέλει πραγματικά να έχει ρόλο και φωνή στη διεθνή σκηνή, οφείλει να μάθει να παίζει όχι για την επικοινωνία, αλλά για το αποτέλεσμα. Εμείς τι κάνουμε... από τα αυτογκόλ... πάμε στα γαλλικά “πυροτεχνήματα”.