Η δυσωδία που αναδύεται από τα βάθη μιας εγκληματικής οργάνωσης δεν είναι απλώς μια υπόθεση ποινικού ενδιαφέροντος, είναι ένας καθρέφτης που φανερώνει την αδράνεια, την αφέλεια και την ενοχική ανοχή μιας κοινωνίας που δείχνει να ξαφνιάζεται κάθε φορά με το αυτονόητο. Όταν οι μάσκες πέφτουν, το σοκ δεν πρέπει να προέρχεται από τις πράξεις των εγκληματιών, αυτές είναι αναμενόμενες, αλλά από την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να αποτρέψει το φαινόμενο προτού πάρει διαστάσεις καρκινώματος.
Η οργάνωση, όποια μορφή κι αν παίρνει, δεν “ξεφυτρώνει” από το πουθενά. Πατάει πάνω σε κοινωνικές ρωγμές, σε ανισότητες, στην ανοχή απέναντι στη μικρή παρανομία στη λογική του «δε βαριέσαι» και του «όλοι ίδιοι είναι». Κάθε φορά που η κοινωνία κλείνει τα μάτια μπροστά στο προφανές, κάθε φορά που το κράτος βολεύεται με μισές λύσεις και η Δικαιοσύνη σέρνεται πίσω από τα γεγονότα, φυτεύεται ένας ακόμη σπόρος ανομίας. Έτσι “χτίζεται” το... θερμοκήπιο της εγκληματικής οργάνωσης με συνενοχή διά της σιωπής. Κι ύστερα, όταν η υπόθεση σκάει στα φώτα της δημοσιότητας, η κοινωνία παριστάνει την αγανακτισμένη. Σαν τον καπνιστή που βήχει, αλλά κάνει ότι ξαφνιάζεται που έχουν καταστραφεί τα πνευμόνια του. Όχι, δεν πέσαμε από τα σύννεφα. Το σύννεφο το καλλιεργούσαμε οι ίδιοι με χρόνια αδράνειας. Και τώρα “βρομάει”.
Η Πολιτεία, η οποία διατυμπανίζει ότι θωρακίζει τη Δημοκρατία, οφείλει να απαντήσει με περισσότερα από μεγαλόστομες δηλώσεις. Η θωράκιση δε γίνεται με επικοινωνιακές φιέστες, αλλά με πράξεις που ενισχύουν την εμπιστοσύνη του πολίτη. Θωράκιση σημαίνει δικαιοσύνη που δεν καθυστερεί χρόνια, Αστυνομία που δε δίνει την εικόνα κράτους χωροφύλακα αλλά κοινωνικού προστάτη, θεσμούς που δεν κοιτάζουν αλλού όταν οι “δικοί μας” παρανομούν. Αλλιώς η πλειοψηφία των πολιτών μένει εκτεθειμένη και η οργάνωση βρίσκει οξυγόνο για να συνεχίσει.
Η κοινωνία όμως έχει και η ίδια ευθύνη. Δεν μπορεί να παραμένει βουβή, ούτε να υποδύεται τον ανήξερο θεατή. Αντίδραση δε σημαίνει απλώς μια αυθόρμητη ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή μια δακρύβρεχτη καταγγελία στην παρέα του καφενείου. Αντίδραση σημαίνει πίεση, απαίτηση, ενεργή συμμετοχή. Σημαίνει να μη δίνεις άλλοθι στον “έξυπνο” που παρακάμπτει τους κανόνες, να μην κλείνεις τα μάτια στη διαφθορά επειδή «έτσι γίνονται οι δουλειές». Μια κοινωνία που ανέχεται τη μικροπαραβατικότητα, αργά ή γρήγορα θα θρέψει και το “τέρας” της μεγάλης εγκληματικής οργάνωσης. Ας μην κοροϊδευόμαστε, οι εγκληματίες δεν είναι εξωγήινοι. Είναι κομμάτι μας. Ξεκίνησαν κάποτε ως παραβατικοί της διπλανής πόρτας, μέχρι που βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να εξελιχθούν σε καρκινωματική δύναμη, που απειλεί την πλειοψηφία.
Αν θέλουμε πραγματική θωράκιση, δεν αρκεί η ποινική δίωξη. Χρειάζεται πολιτισμική μεταστροφή, καλλιέργεια συλλογικής ευθύνης, “χτίσιμο” θεσμών που δε λυγίζουν. Το ερώτημα είναι αν έχουμε το θάρρος να δούμε κατάματα την αλήθεια. Γιατί όσο πιο βαθιά θάβουμε τη βρομιά, τόσο πιο εκρηκτικά θα αναδυθεί. Η ντροπή δεν πρέπει να βαραίνει μόνο τους εγκληματίες, πρέπει να βαραίνει κι εμάς που τους αφήσαμε να ανθίσουν. Η εγκληματική οργάνωση είναι η πληγή. Αλλά η αδιαφορία μας είναι το μικρόβιο που τη μόλυνε. Αν η κοινωνία δεν αντιδράσει τώρα, αν το κράτος δε θωρακίσει έμπρακτα τους θεσμούς, τότε ας μη μιλάμε για πλειοψηφία κρατικών, ας μιλάμε για μειοψηφία αφελών, που παρακολουθούν την αποσύνθεση με σταυρωμένα χέρια.
Αλήθεια οι πολιτικοί, ντόπιοι και μη, δε γνώριζαν τίποτα; Καμιά δήλωση, καμιά αναφορά, έστω ένας προβληματισμός; Πόσο ακόμα θα κοιτάμε το δέντρο και θα χάνουμε το δάσος;