Μαξίμου

Η αρχιτεκτονική του επιτελικού κράτους και οι ευθύνες της ηγεσίας του

Απόψεις
Η αρχιτεκτονική του επιτελικού κράτους και οι ευθύνες της ηγεσίας του

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Δεν κυνηγάμε χώρες. Κυνηγάμε εγκλήματα. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι υπουργός, δήμαρχος ή γραμματέας. Αν υπάρχει παρανομία με ευρωπαϊκά κονδύλια, θα φτάσουμε μέχρι τέλους.» - Εισαγγελέας Laura Codruta Kövesi, Le Monde, 18/7/2019

Ο φιλόσοφος της επιστήμης Καρλ Πόπερ είχε διατυπώσει τη θέση ότι ο καλύτερος τρόπος να αξιολογηθεί μια ηγεσία είναι μέσα από τη δυνατότητα πρόβλεψης των σφαλμάτων της. Σε αυτό το πνεύμα, η σύγχρονη ελληνική πολιτική διοίκηση, ιδιαίτερα με την εφαρμογή του μοντέλου του επιτελικού κράτους, καλείται να δώσει απαντήσεις όχι μόνο σε επίπεδο διαχείρισης αλλά και λογοδοσίας. Τα πρόσφατα σκάνδαλα, όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ, και η τραγωδία στα Τέμπη, θέτουν ζητήματα θεσμικής και ποινικής ευθύνης της κυβέρνησης και του ίδιου του Πρωθυπουργού. Η σιωπή ή αδράνεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου έναντι προσώπων που ενδεχομένως φέρουν ποινικές ευθύνες προκαλεί έντονο προβληματισμό.

Το επιτελικό κράτος, όπως εισήχθη με τον Νόμο 4622/2019, στοχεύει στην αναδιοργάνωση της κεντρικής διοίκησης, με κύρια χαρακτηριστικά:

Τη συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο Γραφείο του Πρωθυπουργού.

 Την ενίσχυση του εποπτικού και συντονιστικού ρόλου της κυβέρνησης. Τη λειτουργία της Ενιαίας Αρχής Διαφάνειας. 

Την ενίσχυση της αξιολόγησης δημόσιων πολιτικών. 

Ωστόσο, η έννοια της επιτελικότητας δεν συνοδεύτηκε με αντίστοιχη ενίσχυση της θεσμικής λογοδοσίας, δημιουργώντας ένα μοντέλο υπερσυγκέντρωσης εξουσίας χωρίς αντίβαρα.

Καθ' ότι βάσει του Άρθρου 86 του Συντάγματος και τον Νόμο περί ευθύνης υπουργών (3126/2003 όπως τροποποιήθηκε) οι υπουργοί και ο πρωθυπουργός ευθύνονται ποινικά μόνο για πράξεις που τελέστηκαν "κατά την άσκηση των καθηκόντων τους". 

Αυτό έχει καταστεί διαχρονικά πεδίο καταστρατήγησης της ουσίας της λογοδοσίας, καθώς οι περισσότερες πράξεις μπορούν να καλυφθούν πίσω από την επίκληση του "καθήκοντος", ενώ η δικαστική εξουσία δεν έχει την πρωτοβουλία να διερευνήσει αυτεπαγγέλτως πολιτικά πρόσωπα, εφόσον δεν κινηθεί η Βουλή.

Το νέο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, που σχετίζεται με αδιαφανείς πληρωμές, διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων, αγγίζει τον πυρήνα της δημόσιας λογοδοσίας και της καλής διακυβέρνησης. Οι πληροφορίες για συμμετοχή ή γνώση πολιτικών προϊσταμένων ή συνεργατών υπουργών έχουν δημοσιοποιηθεί από έγκυρες πηγές, ενώ η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης υπάγεται στον πρωθυπουργικό έλεγχο, σύμφωνα με το μοντέλο του επιτελικού κράτους.

Παρά τα παραπάνω όμως η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δεν έχει κινήσει διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης και η  πολιτική ηγεσία περιορίζεται σε δηλώσεις περί «μεμονωμένων περιστατικών».

Πέραν των εσωτερικών θεσμικών ελλειμμάτων, η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ αγγίζει και ζητήματα ενωσιακής νομιμότητας. Η κακοδιαχείριση ή κατάχρηση ευρωπαϊκών γεωργικών επιδοτήσεων δύναται να επισύρει όχι μόνο εθνική αλλά και ευρωπαϊκή ποινική και διοικητική ευθύνη, βάσει των άρθρων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

Συγκεκριμένα:

Σύμφωνα με το Άρθρο 325 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν «τα ίδια μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, όπως και για τις απάτες που βλάπτουν τα δικά τους συμφέροντα».

Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου απαιτεί τα κράτη να θεσπίζουν «αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέσα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.».

Σε αυτό το πλαίσιο, η αδυναμία ελέγχου και δίωξης σε εθνικό επίπεδο ενδέχεται να συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης κοινοτικής υποχρέωσης, εφόσον αποδειχθεί συστηματική ατιμωρησία ή πολιτική κάλυψη.

Επιπλέον, με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) 2020/2223 για την OLAF, αλλά και τον Κανονισμό 883/2013, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) έχει δικαίωμα αυτεπάγγελτης έρευνας για διασπάθιση ευρωπαϊκών κονδυλίων, ακόμη και χωρίς εθνική πρωτοβουλία.

Πέραν των εσωτερικών θεσμικών ελλειμμάτων, η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ εντάσσεται στο πλαίσιο της διαχειριστικής ανακολουθίας που έχει αποκαλύψει η OLAF:

Η Έκθεση OLAF 2022 περιγράφει διερεύνηση σε έργο διαχείρισης βιοκαυσίμων και αποβλήτων στην Ελλάδα, με υπερτιμολόγηση εξοπλισμού κατά περίπου €860.000, εκ των οποίων €400.000 καλύφθηκαν από ευρωπαϊκούς πόρους .

Συνολικά, η OLAF πρότεινε ανάκτηση €426,8 εκατ. για το 2022, με μεγάλο μέρος να αφορά τη γεωργία και αγροτικές αναπτυξιακές δράσεις .

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε έκθεσή της για την εκκαθάριση των πληρωμών της ΚΑΠ (2016–2023), αποφάσισε οριζόντια περικοπή €392,2 εκατ. λόγω συστηματικών ελλείψεων στο σύστημα ελέγχου του ΟΠΕΚΕΠΕ — 5 % σε όλες τις άμεσες ενισχύσεις και έως 10 % σε προγράμματα νέων αγροτών. 

Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει τη δυνατότητα να διατάξει προκαταρκτική εξέταση για όλα τα πρόσωπα πλην υπουργών, καθώς για τους τελευταίους απαιτείται κοινοβουλευτική διαδικασία. Ωστόσο, σε σκάνδαλα τέτοιας έκτασης:

Η μη κίνηση διαδικασιών ακόμη και για υπηρεσιακούς παράγοντες θέτει ερωτήματα περί επιλεκτικής δίωξης. Η θεσμική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δοκιμάζεται, όταν δεν ανταποκρίνεται σε σοβαρές υποθέσεις κακοδιαχείρισης.

Η μη ενεργοποίηση του εθνικού εισαγγελικού μηχανισμού, ειδικά όταν εμπλέκονται ευρωπαϊκά κονδύλια, δεν είναι απλώς εσωτερικό πρόβλημα, αλλά ενδέχεται να εκθέτει τη χώρα και σε ευθύνη ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η παράλειψη διερεύνησης από την ελληνική δικαιοσύνη μπορεί:

Να θεωρηθεί παράβαση του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν διασφαλίζεται η «ισοδύναμη προστασία» των ευρωπαϊκών πόρων.

Να οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κινηθεί κατά της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο παράλειψης συμμόρφωσης.

Κατά συνέπεια, η αδράνεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως εθνική αστοχία, αλλά και ως θεσμικός κίνδυνος παραβίασης του ευρωπαϊκού δικαίου, με πιθανές πολιτικές και δημοσιονομικές κυρώσεις για τη χώρα.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) ήταν αυτή που κινητοποίησε το ελληνικό δικαστικό σύστημα:

Εισήχθησαν κατηγορίες κατά 100 φυσικών προσώπων για απάτες €2,9 εκατ. σε πρόγραμμα βοσκής (2017–2020 μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ) .

Στις 19 Ιουνίου 2025, η EPPO υπέβαλε στη Βουλή πληροφορίες επιφορτισμένες με πρώην υπουργούς, ώστε να ενεργοποιήσει την κοινοβουλευτική διαδικασία για δίωξη κατά το άρθρ. 86 του Συντάγματος .

Επιπλέον, η Ελλάδα έχει παραπεμφθεί επανειλημμένως στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω συστημικών θεσμικών αδυναμιών:

Στην υπόθεση Greece vs Commission (C‑391/13 P), το Δικαστήριο (17 Μαΐου 2013) επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα χάνει πάνω από €250 εκατ. λόγω επανειλημμένων ελλείψεων στο σύστημα γεωχωρικής αναγνώρισης (GIS) για ελιές και καλλιέργειες .

Το 2011 είχε ληφθεί υπηρεσιακή απόφαση ανάκτησης €255 εκατ. και το Δικαστήριο επικύρωσε την αύξηση της επιβάρυνσης λόγω επανάληψης των ελλειμμάτων ελέγχων .

Με τις πρόσφατες κυρώσεις, η Επιτροπή και η OLAF ξεπέρασαν σε ποινές το επίπεδο της προηγούμενης αξιολόγησης, υπογραμμίζοντας τη μακρά συνέχιση των συστημικών αστοχιών.

Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, σε συνδυασμό με την τραγωδία των Τεμπών, φανερώνει τις δομικές παθογένειες του ελληνικού κράτους που είναι:

Υπερσυγκέντρωση εξουσίας χωρίς αποτελεσματικά αντίβαρα.

Έλλειμμα λογοδοσίας, ειδικά στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας. Επιλεκτική εφαρμογή του δικαίου και υποψίες πολιτικής συγκάλυψης. 

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι 

παρατηρείται συστηματικά το φαινόμενο, σοβαρά σκάνδαλα να αποκαλύπτονται από διεθνή μέσα ή ξένους οργανισμούς, πριν υπάρξει ουσιαστική αντίδραση από εγχώριους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Το γεγονός αυτό αντανακλά ένα βαθύ θεσμικό πρόβλημα που αφορά την ανεξαρτησία, την αποτελεσματικότητα και την πολιτική ουδετερότητα των μηχανισμών ελέγχου.

Η διαπλοκή πολιτικής εξουσίας και μέσων ενημέρωσης, η απουσία επαρκούς προστασίας μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, καθώς και η υποστελέχωση ή τεχνολογική υστέρηση των ελεγκτικών θεσμών, δημιουργούν ένα περιβάλλον ατιμωρησίας και συγκάλυψης. Παραδείγματα όπως η υπόθεση Novartis, οι παρακολουθήσεις μέσω Predator, τα pushbacks προσφύγων και η κακοδιαχείριση ευρωπαϊκών πόρων, επιβεβαιώνουν πως η δημοσιότητα και οι πιέσεις για λογοδοσία προκύπτουν κυρίως από εξωτερικούς παράγοντες.

Η συνεχής εξάρτηση από εξωτερικές αποκαλύψεις υπονομεύει τη δημοκρατική λειτουργία και τη θεσμική αξιοπιστία της χώρας. Η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, στήριξη της ερευνητικής δημοσιογραφίας και ουσιαστική θεσμική προστασία για όσους αποκαλύπτουν παρανομίες.

Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να γίνουν  αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις για τη θωράκιση της Δημοκρατίας. Η  ενίσχυση της θεσμικής λογοδοσίας και της διαφάνειας στη δημόσια ζωή επιβάλλει τρεις κρίσιμες παρεμβάσεις:

Συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86, προκειμένου να καταργηθεί το προνομιακό καθεστώς ποινικής μεταχείρισης των μελών της κυβέρνησης.

Η αποδόμηση της de facto ασυλίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα.

Θεσμική θωράκιση των μηχανισμών διαφάνειας, με εξασφάλιση της πλήρους θεσμικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους από την εκτελεστική εξουσία. Οι αρχές αυτές οφείλουν να είναι θώρακας της δημοκρατίας και όχι εργαλεία ελέγχου ή χειραγώγησης.

Καθιέρωση μηχανισμών εκ των υστέρων (ex post) ελέγχου όλων των επιτελικών αποφάσεων, με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια. Η λογοδοσία δεν μπορεί να περιορίζεται σε τυπικές διαδικασίες αλλά πρέπει να εδράζεται σε ουσιαστικούς ελέγχους της άσκησης εξουσίας.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News